Αφορμή για τον «περίπατο» αυτό στις παιδικές, εφηβικές και ενήλικες εικόνες μου, που θα μοιραστώ μαζί σας, έδωσε το σχόλιο της πεθεράς μου στο Facebook μετά από επίσκεψη στην άλλη μισή Λευκωσία…
“Αισθήματα ανάμικτα!!! Δεν μπορώ να τα περιγράψω!!! Κατεχόμενος τομέας Λευκωσίας!”
Όλα αυτά ήρθαν χτες μπροστά μου σαν από εσωτερικό αυτοματισμό, σαν το δικό μου κουμπάκι που πάνω γράφει «Δεν ξεχνώ».
Ήμουν 6-7 χρόνων με τον πατέρα μου στο αυτοκίνητο κάπου στο Καϊμακλί, ο δρόμος μας πήγαινε αναγκαστικά αριστερά, εμπόδιο! Άσπρα και γαλάζια βαρέλια! Είχα περάσει πολλές φορές στο παρελθόν από εκεί, ήταν η πρώτη φορά όμως που συνειδητοποιούσα ότι κάτι σε αυτό τον δρόμο δεν ήταν «κανονικό» και ρώτησα:
-Παπά τι έχει μετά;
-Εν η πατρίδα μας αγάπη μου… αλλά εν μπορούμε να πάμε, (διακοπή, o πατέρας μου Κόκος σκεφτόταν τι να μου πει…) κρατούν την οι Τούρκοι.
Την ίδια περίοδο μαθητής του δημοτικού βίωνα σχεδόν καθημερινά το δράμα της οικογένειας του κολλητού μου, ο παπάς αγνοούμενος, μια νέα μητέρα, πανέμορφη, δύο παιδιά, ένα αγόρι και ένα κορίτσι και μια γιαγιά… να ρωτάνε, που, πότε, γιατί…
Μερικά χρόνια μετά μαθητής γυμνασίου στο σπίτι μιας φίλης μου, το τελευταίο σπίτι πριν το φυλάκιο στο οδόφραγμα της πυροσβεστικής στο Καϊμακλί. Να κοιτάζω αποσβολωμένος τον δρόμο και τον κατάξανθο κάμπο, να βλέπω το παρακάτω, το παρακάτω που δεν μπορούσα να περπατήσω, να αγγίξω, να μυρίσω…
Εκείνες τις μέρες κάπου κοντά στο εργοστάσιο μωσαϊκών του Κορομία με τον φίλο μου τον Άθω και τους συντρόφους της παιδικής μας ζωής, τα ποδήλατα μας, να περνάμε χωρίς να το καταλάβουμε απέναντι. Σε κάποια στιγμή, από συναίσθηση; Σαν ένα μήνυμα από το χώμα; Δεν είμαι σίγουρος τι, να γυρνάει ο ένας στον άλλο να δαγκώνουμε τα χείλια μας να γυρνάμε τα ποδήλατα και να τρέχουμε σαν κυνηγημένοι πίσω. Μόλις φτάσαμε στην γειτονιά μας γυρνάει και να μου λέει:
-Ρε μαλάκα εφαντάστηκες να μας επκιάνναν; Ήταν να μας βιάσουν…
Ήταν φορές όταν πήγαινα στο σπίτι του φίλου μου του Νίκου στην περιοχή του εργοστασίου Regis να παίξουμε, συνήθως κόντρες και πετάγματα με τα ποδήλατα μας πάνω στα ορύγματα της Ε.Φ, να μας φωνάζει η μάνα του:
-Ελάτε πίσω, αν ηππέσετε κάτω στην ποτζεί μερκάν έσhει νάρκες, εννα σκοτωθείτε!
Στρατός.
Πρωινό καψόνι με τον μόνιμο λοχία Π. Τροχάδην… να ωρύεται
-Ππουσhτόνεοι να φωνάζετε μαζί μου με ρυθμό, «Τούρκος καλός, Τούρκος καλός, μόνο νεκρός»
Εγώ να σταματώ, να κάθουμαι στο δρόμο και να «αρνούμαι να εκτελέσω την διαταγήν»
Να έρχεται ο μολλόχας πουπάνω μου τζιαι να στριγγλίζει:
-Ολύμπιε εννα σε φκάλω αναφορά.
-Τόλμα! (του απάντησα σχεδόν αυθόρμητα)
Λιμανάκι Κερύνειας (μέσα της δεκαετίας του ’90)
Προσκαλεσμένος (με αντιπροσωπία της νεολαίας του ΑΔΗΣΟΚ) της νεολαίας του Τ/Κ κόμματος «Νέα Κύπρος»
Συγκίνηση, δέος, φόβος, μαγεία, μου μιλούσε ο Μουράτ και δεν άκουγα…
Γεμάτο το λιμανάκι αστυνομία και στρατό και λίγους Άγγλους…
Έκλαψα εκείνη τη μέρα, έκλαψα πολύ.
Γράφτηκε εκείνη τη μέρα με ανεξίτηλο μελάνι μέσα μου… (Αυτό το λιμάνι δεν βολεύεται με λιγότερο ουρανό, Η Κύπρος μου, η Κύπρος μας είναι ένα πράγμα, δικό σας και δικό μας.)
Το 2002, οι Τουρκοκύπριοι στους δρόμους και το εμείς και εσείς έγινε μόνο εμείς!
Και εννοώ όλοι μας.
Σταματάω την ιστορία κάπου εδώ πριν το 2004…
Με μια μικρή παρένθεση,
Με τον Κόκο πάλι, πριν λίγες μέρες, εγώ και εκείνος σε ένα μικρό μαηρκό πίσω από την Αγιά Σοφκιά…
-Παπά τι έχει μετά;
-Έχει ελπίδα, για μια μεγάλη, μια ενωμένη Κύπρο
Γράφει: Μιχάλης Γ. Ολύμπιος