Με φοβίζει ο τόπος μου. Με φοβίζει η ψευτιά του και η υποκρισία του. Με φοβίζουν τα κλεμμένα όνειρα, και εκείνα που δεν έγιναν ποτέ. Εκείνα που δεν θα γίνουν ποτέ. Με φοβίζει που σε ένα τόσο μικρό χώρο χωράει τόσος διχασμός, τόσος πόνος, τόση θλίψη και αγανάκτηση, τόση ασυγχωρητικότητα, τόση νοθευμένη μνήμη.
Με φοβίζει που φοβόμαστε την αλλαγή, που ζούμε στο χθές. Αχ, το ωραίο το χθές. Το χθές και το σήμερα μιας γενιάς, που κλέβει το αύριο μιας άλλης. Πολλών άλλων. Το χθες που εμείς δεν ζήσαμε αλλά μας καταδίκασαν να «θυμόμαστε». Να θυμόμαστε το «ιδανικό» για το οποίο κάποιοι «παλεύουν» ενώ κάποιοι άλλοι το «προδίδουν». Εμείς μάλλον ειμαστε οι προδώτες. Ένοχοι, διότι δεν συμβιβαζόμαστε με το σήμερα αλλά ούτε και με το χθες κάποιων άλλων. Είμαστε ένοχοι που πονάμε διαφορετικά τον τόπο μας. Ένοχοι για τα οράματά μας. Προδότες, διότι αγαπάμε τον άνθρωπο, την αλληλεγύη, τον γείτονα, τον Έλληνα και τον ξένο. Προδότες, γιατί αγαπάμε. Προδότες γιατί δεν μισούμε τον «άλλο», τον Τούρκο, τον μαύρο, τον αλλοδαπό, τον πρόσφυγα, που δεν μισούμε αυτούς που μας μισούν. Για τον Θεό, χριστιανοί μου.
Φταίξαμε, διότι αρνούμαστε να σταματήσουμε να ονειρευόμαστε. Φταίμε, που τα όνειρά μας έχουν ρεαλισμό. Ενοχλούμε όταν μιλούμε, όταν συμπονούμε, όταν κυνηγούμε κάτι άλλο, όταν παλεύουμε. Φαίνεται πως και στην δική μας αλήθεια πρέπει να δέσουμε μια πέτρα, και να την ρίξουμε στο γαλάζιο του πελάγου μας. Μπας και στα θεόσταλτα δώρα του βυθού και της εθνικής μας αυταπάτης βρεί ειρήνη. Φοβάμαι. Φοβάμαι και αναρωτιέμαι πώς τόσα χρόνια ένιωθα ασφαλής. Με φοβίζει ο άνθρωπος, διότι ο άνθρωπος είναι ο τόπος, και ο τόπος μου είναι καμμένη γη. Και αγωνιώ διότι, στην καμμένη τούτη γη, λεβέντες σαν τον Λεβέντ, που να ρισκάρουν τη ζωή τους για το δικό της αύριο, εκλείπουν. Και δεν φτάνει αυτό. Όταν τους βρούμε, τους πολεμούμε. Γι’ αυτό φοβάμαι.
Και με φοβίζει που οι γύρω μου γνωρίζουν τα πάντα.
Με φοβίζει που η λογική αποδομείται. Είναι τρομακτικό, νιώθω παράφρων.
Με φοβίζει ο εθνοκεντρισμός μας, ο εγωκεντρισμός μας και ο φασισμός μας.
Με φοβίζει ο φόβος μας, τα συμπλέγματά μας, η αδικία μας.
Τρέμω το χρήμα, την ματαιότητα, την ξευτίλα και τον ξεπεσμό που έχει φέρει ανάμεσά μας.
Τρέμω που τα δικαιώματά μας βγήκαν στο ξεπούλημα. Θεε μου, πώς θα τα πάρουμε τώρα πίσω με άδειες τσέπες;
Φοβάμαι για τον πατέρα που δεν μπορεί να προσφέρει.
Φοβάμαι για την μάνα που κλαίει απελπισμένη.
Δακρύζω για το παιδί.
Το παιδί. Που δεν καταλαβαίνει, που μεγαλώνει χωρίς ελπίδα, χωρίς στόχο και σκοπό. Πού να τον βρεί, ποίος να του δώσει; Αδυνατώ να καταλάβω, και τρομάζω. Κάποτε μου έλεγαν, στη ζωή δεν μπαίνει τιμή; Γιατί μου τα αλλάζουν, γιατί;
Φοβάμαι.
Με φοβίζει ο τόπος μου, μα πιο πολύ με φοβίζει ο εαυτός μου. Αυτά που κάνω και αυτά που δεν κάνω. Τρέμω την παράλυση, αυτά που δεν λέω, αυτά που δεν λες. Τρέμω τις αλυσίδες που μας κρατούν, την αναισθησία, τον καναπέ. Με φοβίζει το τώρα και η οργή, αυτή που μας καθοδηγεί. Πού θα ξεσπάσει άραγε, πώς θα εκφραστει;
Γράφει: Ζήνωνας Τζιάρρας