Παρακολουθώντας τα επιχειρήματα όσων η ανάλυση κυριαρχείται από «ανησυχία» μέχρι συνολική άρνηση, είναι συχνά αναγκαίο, αν και κουραστικό, να ανατρέχουμε στα αυτονόητα του κεκτημένου γύρω από το Κυπριακό.
Που δυστυχώς δεν είναι τόσο αυτονόητα.
1. Παρά την τουρκική εισβολή και συνεχιζόμενη κατοχή, με όλες τις επιπτώσεις, έχουμε αποφασίσει ότι επιδιώκουμε έναν έντιμο συμβιβασμό μέσα από διακοινοτικές συνομιλίες, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Δεν αποφασίσαμε πόλεμο, αντεπίθεση, αντάρτικο, εκδίκηση.
2. Όλοι ανεξαίρετα οι ηγέτες μας έχουν συμφωνήσει και δεσμευτεί ότι η Κυπριακή Δημοκρατία, που από το 1963 λειτουργεί χωρίς τη συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων ενώ από το 1974 δεν ελέγχει μεγάλο μέρος των εδαφών της, θα μεταλλαχθεί σε ένα ομόσπονδο κράτος, αποτελούμενο από δύο περιφέρειες (πολιτείες), κάθε μια εκ των οποίων θα διοικείται από μία εκ των δύο κοινοτήτων. Με τις θεμελιώδεις ελευθερίες κατοχυρωμένες για όλους τους πολίτες σε όλη την επικράτεια. Μια ισχυρή ομοσπονδία.
3. Αποδεχόμενοι τα πιο πάνω και συνομιλώντας, απευθείας ή εκ του σύνεγγυς, εδώ και τέσσερις δεκαετίες, έχουμε ξεκάθαρα επιλέξει ότι για να προκύψει λύση μέσα από διαπραγματεύσεις θα πρέπει όλες οι πλευρές, κατά κύριο λόγο οι κυπριακές, να κερδίζουν (win-win).
4. Η λύση που αποδεχθήκαμε και αναζητούμε προϋποθέτει ότι έχουμε αποδεχθεί ειλικρινά και έντιμα ότι οι δύο κοινότητες, ανεξαρτήτως πληθυσμιακής αναλογίας, θα είναι πολιτικά ισότιμες. Ότι δηλαδή η μεγαλύτερη σε πληθυσμό ελληνοκυπριακή κοινότητα θα μοιραστεί τις βασικές εξουσίες του τόπου με τη μικρότερη τουρκοκυπριακή, στα πλαίσια ενός ομόσπονδου κράτους και δύο πολιτειών. Πολιτική ισότητα δεν σημαίνει και αριθμητική εξίσωση.
5. Αποδεχόμενοι τα πιο πάνω, κατανοούμε ότι με τη λύση η Κύπρος δεν μπορεί να επιστρέψει στην κατάσταση προ του 1974 όπου την Κυπριακή Δημοκρατία διαφέντευαν μόνοι τους οι Ελληνοκύπριοι με τους Τουρκοκύπριους περιορισμένους σε θύλακες ή σε κοινότητες που δεν υπάρχουν πια επί του εδάφους.
Είναι πασιφανές ότι μια μερίδα του πολιτικού κόσμου, που εκφράζει μια μερίδα της κοινωνίας, είτε δεν αντιλαμβάνεται τα πιο πάνω είτε δεν θέλει να τα αντιληφθεί. Παρακολουθώντας τα επιχειρήματα που συνοδεύουν τις καθημερινές αντιδράσεις και «ανησυχίες» έναντι της προόδου που επιτυγχάνεται στις συνομιλίες, εύκολα διαπιστώνει κανείς ότι αυτές οι δυνάμεις, ευθέως ή εμμέσως:
- Απορρίπτουν τη λύση ομοσπονδίας,
- Απορρίπτουν την αρχή της πολιτικής ισότητας των δύο κοινοτήτων,
- Αντιλαμβάνονται τη διαδικασία των διαπραγματεύσεων ως μια σύγκρουση αντιμαχομένων από την οποία θα βγουν νικητές και ηττημένοι,
- Θεωρούν την τουρκική πλευρά ως φύσει αναξιόπιστη, που αμετάκλητο στόχο έχει να καταλάβει ολόκληρο το νησί και να ρίξει τους ελληνοκύπριους στη θάλασσα. Γι αυτό και δεν πρέπει να συνομιλούμε με καλή πίστη για να καταλήξουμε σε συμφωνία αλλά για να συντηρούμε τη διαδικασία ώστε να μην μας καταλογιστούν ευθύνες,
- Προσβλέπουν σε έναν ατέρμονα «μακροχρόνιο» μέχρι την «ευλογημένη ώρα» που θα καταρρεύσει η Τουρκία, θα τα μαζέψει και θα ξεκουμπιστεί.
Όταν κανείς εντοπίζει τα πιο πάνω, οι επηρεαζόμενοι ενοχλούνται. «Μας κατηγορείτε ότι δεν θέλουμε λύση;», ερωτούν θιγμένοι. Όχι. Κανένας δεν κατηγορείται ότι δεν θέλει λύση. Δεν υπάρχει Κύπριος που δεν θα ήθελε λύση. Λύση ήταν (και για κάποιους μπορεί να είναι) η Ένωση. Λύση είναι και η διχοτόμηση, επίσημη ή ως διαιώνιση του στάτους κβο. Λύση είναι και το ενιαίο κράτος με όρους ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας και τουρκοκυπριακής μειονότητας. Τις λύσεις αυτές πολλοί κατά καιρούς τις οραματίστηκαν και τις επιδίωξαν, ενίοτε με τις καλύτερες των προθέσεων. Επιδιώξεις όμως που κατέληξαν στην τραγωδία που βιώνει ο τόπος και ο λαός μας, μισό και πλέον αιώνα.
Αν θα έπρεπε να μαθαίναμε κάτι από τα αμετροεπή «θέλω», είναι πως δεν αρκεί να θέλεις κάτι, δεν αρκεί να έχεις καλές προθέσεις, δεν αρκεί η πεποίθηση ότι έχεις όλο το δίκαιο με το μέρος σου. Χρειάζεται αυτό που θέλεις να έχεις τα μέσα να το υπηρετήσεις και, αφού μιλάμε για ένα διεθνές ζήτημα, την αναγκαία διεθνή στήριξη για να το επιτύχεις. Όσοι φαντασιώνονται μια άλλη λύση, στα πλαίσια μιας άλλης στρατηγικής κι ενός άλλου κόσμου, αν θέλουν να είναι σοβαροί και πειστικοί ας εξηγήσουν με ποια μέσα, με ποια διεθνή στήριξη κι εντός ποιου χρονικού ορίζοντα θα την επιτύχουν. Οι πολλοί ευτυχώς αντιλαμβανόμαστε ότι έχουμε μπροστά μας ένα παράθυρο ευκαιρίας για μια καλή λύση ομοσπονδίας, έναν έντιμο συμβιβασμό για τον οποίο περιμέναμε 41 χρόνια και είναι η ώρα να τον πετύχουμε. Χωρίς νικητές και ηττημένους.
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς