Τα οικονομικά σκάνδαλα που βλέπουν κατά καιρούς το φως της δημοσιότητας, προδίδουν την ανεπάρκεια των μηχανισμών πρόληψης και το απέραντο βάθος της σήψης.
Οι διαδρομές χρημάτων, ως επί τω πλείστων μετρητών, δεν είναι εύκολα ανιχνεύσιμες. Εντούτοις, με αποφασιστικότητα και μεθοδικότητα υπάρχουν τα εργαλεία με τα οποία η πολιτεία θα μπορούσε να θέσει τις βάσεις για αποτελεσματικότερη εποπτεία και επιτήρηση των δημοσίων φορέων με απώτερο στόχο την προστασία του δημόσιου πλούτου.
Παίρνοντας χάρην συζήτησης την πρόσφατη υπόθεση με τις μίζες προς δημάρχους Πάφου και Λάρνακας, αλλά και προς διάφορους δημόσιους λειτουργούς, καταγράφονται ορισμένα σημεία που προβληματίζουν:
1. Οι υποθέσεις αυτές φαίνεται να έχουν την άκρη τους από το 2005 όταν ξεκίνησε τη λειτουργία του το ΧΥΤΑ Μαραθούντας. Από τότε και για μια ολόκληρη δεκαετία η Γενική Ελεγκτική υπηρεσία του κράτους ενώ είχε μπροστά της αρκετές ενδείξεις για τις παρατυπίες στη διαδικασία υποβολής των προσφορών, δεν προχώρησε εις βάθος έρευνες για τυχόν μίζες. Ούτε και οι μετέπειτα έλεγχοι που είναι υποχρεωμένη περιοδικά να εκτελεί απέδωσαν καρπούς. Ομοίως οι Μονάδες Εσωτερικού Ελέγχου των αρμόδιων υπουργείων σε καμία περίπτωση δεν ήταν παρούσες. Ενώ φέρουν την ευθύνη των προληπτικών ελέγχων αλλά και της διασφάλισης της ορθής διαχείρισης των συμβάσεων, της χρηστής διοίκησης και της ποιότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, δεν φάνηκε να ενήργησαν με βάση τους όρους εντολής τους. Παρόλο που οι αναθέτουσες αρχές (εν προκειμένω οι Δήμοι) οφείλουν να συμμορφώνονται πλήρως με το νόμο και τις Ευρωπαϊκές Οδηγίες περί Δημοσίων Συμβάσεων, εντούτοις η επίβλεψη της συμμόρφωσης τους είναι επιτακτική.
2. Η Επιτροπή Ανταγωνισμού επίσης ανύπαρκτη. Δεν φάνηκε να την απασχόλησε σε καμία φάση το όλο θέμα με τη δημιουργία των ΧΥΤΑ/ΧΥΤΥ. Η συγκεκριμένη επιτροπή είναι αρμόδια να διασφαλίζει ότι σε κάθε περίπτωση δίνονται ίσες ευκαιρίες στους συμμετέχοντες σε δημόσιους διαγωνισμούς και ότι ελεύθερος ανταγωνισμός δεν καταστρατηγείται από την εφαρμογή της σύμβασης. Αρμόδια εν ολίγοις για οτιδήποτε ενδέχεται να επηρεάσει αρνητικά το συμφέρον του καταναλωτή. Το τρανό παράδειγμα των διαδοχικών καταδικαστικών αποφάσεων για τα καρτέλ στην αγορά πετρελαιοειδών που έπεσαν για αδιανόητους διοικητικούς λόγους στοιχειώνει ακόμα την λειτουργία της Επιτροπής.
3. Ορκωτοί Ελεγκτές - Λογιστές. Οι εταιρίες που εμπλέκονται στα σκάνδαλα είναι στην πλειοψηφία τους εταιρίες περιορισμένης ευθύνης και συνεπώς φέρουν την υποχρέωση ελέγχου των οικονομικών τους καταστάσεων από ορκωτούς ελεγκτές λογιστές (charteredaccountants). Σχεδόν ποτέ όμως δεν έγινε αποκάλυψη οποιουδήποτε σκανδάλου ως προϊόν του ελέγχου των καταστάσεων τους (audit). Ομοίως και σ αυτή την περίπτωση η Ηλέκτωρ Κύπρου είναι Limited εταιρία και μάλιστα άμεσα συνδεδεμένη με όμιλο εισηγμένο στο Ελληνικό Χρηματιστήριο (100% θυγατρική της ελληνικής Ηλέκτωρ ΑΕ η οποία είναι θυγατρική της εισηγμένης Ελλάκτωρ ΑΕ). Μάταια οι σημαντικές αξιακά συμβάσεις λήφθηκαν ως τεκμήρια από τους ελεγκτές, καθώς μάλλον δεν τους φάνηκε ύποπτη οι εκχώρηση υπεργολαβιών χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα ούτε οι υπερχρεώσεις προς τις αναθέτουσες αρχές.
4. Οι δήμοι και οι κοινότητες της Κυπριακής Δημοκρατίας είναι δια νόμου υποχρεωμένες να συντάσσουν και να υποβάλλουν στην Γενική Ελεγκτική υπηρεσία του κράτους τις ετήσιες οικονομικές τους καταστάσεις. Οι καταστάσεις ελέγχονται από τους λειτουργούς της υπηρεσίας και επ’ αυτών ετοιμάζονται οι σχετικές αναφορές στην ετήσια έκθεση του Γενικού Ελεγκτή. Σε πολλές περιπτώσεις η Ελεγκτική Υπηρεσία έχει καταγγείλει την αργοπορημένη υποβολή των οικονομικών καταστάσεων και σε άλλες την πλήρη αδιαφορία της τοπικής αυτοδιοίκησης. Για τον έλεγχό τους, η ελεγκτική υπηρεσία έχει ακόμα και τη δυνατότητα ανάθεσης μέσω διαφανούς διαγωνισμού σε ιδιωτικά ελεγκτικά γραφεία για αποτελεσματικότερο και εξειδικευμένο έλεγχο. Όπως διαφαίνεται βεβαίως εκ της αδυσώπητης διαφθοράς, η αποτελεσματικότητα του ελέγχου τίθεται εν αμφιβόλω.
Είναι λοιπόν η έλλειψη εργαλείων που μας εμποδίζει να πατάξουμε τη διαφθορά ή η έλλειψη προληπτικών μέτρων και πρακτικών; Πάντως όλα τα πιο πάνω μαρτυρούν ότι δεν στερούμαστε κανένα εκ των δύο. Από τέσσερα διάτρητα σημεία πέρασε η επισκόπηση των οικονομικών στοιχείων των δήμων και των εμπλεκόμενων εταιριών κι όμως, κανείς δεν μπήκε τον κόπο να αμφισβητήσει τις τεράστιες υπερχρεώσεις και την αντίστοιχη πηγή του κόστους τους (costdriver). Σε κανένα απ’ όλους τους αρμόδιους λειτουργούς δεν φάνηκε περίεργο το λειτουργικό υπερκέρδος που έκαναν οι εταιρίες σε σχέση με το μειωμένο καθαρό κέρδος ενώ οι τραγικά υψηλές και περίεργες αναλήψεις μετρητών δεν κίνησαν κανενός την υποψία.
Αν αδυνατούν οι ελεγκτικές μας υπηρεσίες να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων να τις αντικαταστήσουμε. Αν έχουν ανάγκη από εξειδικευμένο προσωπικό, να το προσλάβουμε. Οφείλουμε όμως να συμπεριλάβουμε στις πολυδιαφημισμένες μεταρρυθμίσεις και τον τομέα του ελέγχου και της επίβλεψης.
Ο άλλος τομέας ο οποίος ξεκάθαρα νοσεί, είναι αναντίλεκτα ο κλάδος των Ορκωτών Ελεγκτών. Οι ιδιωτικές ελεγκτικές εταιρίες έχουν οχυρωθεί τα τελευταία χρόνια πίσω από την γραφειοκρατική τυπολατρία των Διεθνών Ελεγκτικών Προτύπων (IAS) με αποτέλεσμα να μην εκτελούνται έλεγχοι με την πλήρη έννοια του όρου. Οι ακολουθούμενες διαδικασίες έχουν ως αποτέλεσμα των αληθοφανή παρουσίαση των στοιχείων που δίνονται και όχι αυτών που δεν δίνονται (Τρανό παράδειγμα η Λαϊκή Τράπεζα). Υπάρχουν όμως τα νομικά εργαλεία με τα οποία θα αναγκάζονται οι ελεγκτικοί οίκοι να αλλάζουν πρακτικές τουλάχιστο σε εταιρίες οι οποίες διαχειρίζονται το δημόσιο συμφέρον.
Θέλουμε λοιπόν ή δεν θέλουμε;
Γράφει: Πάνος Λοΐζου Παρράς