Το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ) δημιουργήθηκε τον Αύγουστο του 2001 και στις εκλογές του Νοεμβρίου 2002 σχημάτισε για πρώτη φορά μονοκομματική κυβέρνηση.
Μέσα στην επόμενη δεκαετία έγινε πλέον ξεκάθαρο ότι το κόμμα αυτό, ως ο φορέας αλλά και ο εκσυγχρονιστής των παραδόσεων του πολιτικού Ισλάμ της Τουρκίας, δεν στόχευε μόνο στο να γίνει κυβέρνηση της χώρας. Πολύ περισσότερο διεκδίκησε να μετατραπεί σε μια «ικανή και άξια» εξουσία που θα αποδείκνυε αναδρομικά την ιστορική αδικία της περιθωριοποίησης του «γνήσιου – μουσουλμανικού έθνους» από την «δυτικοαναθρεμένη» κεμαλική ελίτ. Μέχρι και το 2011, η ηγεμονική παρουσία του ΑΚΡ εκφράστηκε με την προγραμματική πλατφόρμα της «Νέας Τουρκίας» και του «οράματος 2023». Ήταν τότε που το κόμμα επικράτησε με 49% και επιδίωξε να θέσει τις βάσεις μιας μακροχρόνιας εξουσίας σε ένα νέο καθεστώς.
Η ηγεμονία του ΑΚΡ στο πολιτικό σύστημα και στην οικονομική ζωή της χώρας οικοδομήθηκε μεταξύ άλλων μέσα από την ιεροποίηση της ψήφου του «έθνους – millet». Η θεοποίηση της κάλπης και των εκλογών δεν ήταν μόνο η ανώτατη μορφή δημοκρατίας, αλλά ήταν η απόλυτη και μοναδική έκφραση της δημοκρατίας. Πέραν και εκτός της κάλπης, η οποιαδήποτε άλλη μορφή λαϊκών διεκδικήσεων έπρεπε να περιθωριοποιηθεί… κάποτε και με τη βία. Έτσι η περίφημη «βούληση του έθνους – millet» περιορίστηκε ως μια εκλογική πλειοψηφία, η οποία έφερε μαζί της ένα είδος οντολογικού δικαίου. Τελικά στις 7 Ιουνίου 2015 ήταν αυτή ακριβώς η βούληση της κάλπης που από τη μια τραυμάτισε την ηγεμονία του ΑΚΡ και από την άλλη έφερε στην επιφάνεια τις βαθιές αντιφάσεις, τις οποίες περιλαμβάνει ο ιδιότυπος γάμος της νεοφιλελεύθερης ανάπτυξης με την ισλαμική θρησκεία. Το ΑΚΡ έχασε τη δυνατότητα σχηματισμού μονοκομματικής κυβέρνησης με την ανατροπή που προκάλεσε η είσοδος του φιλοκουρδικού Δημοκρατικού Κόμματος των Λαών (HDP) στην Εθνοσυνέλευση. Τι ήταν λοιπόν εκείνο που διακόπηκε από το μακροχρόνιο ταξίδι των Κούρδων προς το κέντρο του πολιτικού συστήματος; Μια σύντομη απόπειρα απάντησης του ερωτήματος μπορεί να εκθέσει κάποια σφαιρικά συμπεράσματα, αλλά και νέα ερωτήματα για τα διλήμματα της Τουρκίας μετά τις επικείμενες πρόωρες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου 2015.
Η ταύτιση της κομματικής με την κρατική ταυτότητα
Τουλάχιστον σε επίπεδο ταυτότητας και μέσα από την αλλαγή των κοινωνικών του συμμαχιών, το ΑΚΡ διεκδίκησε όλα αυτά τα χρόνια να μεταφέρει το σουνιτικό Ισλάμ στο επίκεντρο της δημόσιας σφαίρας και της κοινωνικής δραστηριότητας. Επιδίωξε να το μετατρέψει στη βασική πηγή αναφοράς των σχέσεων κράτους-κοινωνίας και κράτους-ατόμου. Η λεγόμενη εθνική ταυτότητα της «Νέας Τουρκίας» θα έπρεπε να καθορίζεται κυρίως – αν όχι αποκλειστικά – από την μουσουλμανικότητα, μια προσπάθεια που δημιούργησε τις προϋποθέσεις ανάλυσης της τουρκικότητας στη βάση της ισλαμικής θρησκείας. Αυτή η «υπό δημιουργία» νέα εθνική ταυτότητα συναντά την αναπαραγωγή της στις έννοιες της σουνιτικής ισλαμικής κοινότητας και όχι σε αυτές του κοσμικού ορισμού του έθνους.
Με αυτό τον τρόπο, η «βούληση του έθνους» είναι ουσιαστικά μια απόπειρα περιγραφής των πολιτικών επιλογών του συγκεκριμένου «θρησκευόμενου έθνους» της Τουρκίας. Σε αυτού του είδους τη δημοκρατία, ο «δήμος» δεν πρέπει να είναι ένα ενεργητικό, δραστήριο υποκείμενο. Το γνήσιο-θρησκευόμενο έθνος εγκρίνει στην κάλπη το πολιτικό πρόγραμμα και αμέσως μετά παραχωρεί την εξουσία χωρίς όρους και προϋποθέσεις σε αυτόν (τον ηγέτη) που γνωρίζει καλύτερα. Αυτό το νέο «εθνικό σύνολο» του ΑΚΡ είναι ομοιόμορφο και ομοιογενές. Δρα στα πλαίσια της ισλαμικής αλληλεγγύης και αποκλείει με την κυρίαρχη παρουσία του οποιαδήποτε κοινωνική ένταση, ταξική διαφοροποίηση και φυγόκεντρη δυναμική. Το ΑΚΡ λοιπόν, ως το ιδρυτικό στοιχείο του νέου καθεστώτος, διεκδικεί την αποκλειστική εκπροσώπηση αυτής της συγκεκριμένης πλειοψηφικής «σιωπηλής μάζας», της οποίας η φωνή καταγράφεται με τη διαμεσολάβηση της πατρικής φιγούρας του Έρντογαν.
Οι αντιρρήσεις ενάντια στη «Νέα Τουρκία»
Η απόπειρα οικοδόμησης της συγκεκριμένης εθνικής ταυτότητας ως το ιδεολογικό περίβλημα της «Νέας Τουρκίας», προϋποθέτει την αναπαραγωγή του εσωτερικού «άλλου» και στη συνέχεια την απονομιμοποίησή του. Η πολιτισμική και ηθική ομογενοποίηση της κοινωνίας πρέπει να επαναβεβαιωθεί μέσα σε όλους τους θεσμούς εξουσίας, οι οποίοι στη συνέχεια θα αναλάβουν τη διάδοση αυτών των αξιών στην κοινωνία. Άρα η κοινωνική μηχανική σπρώχνει στο περιθώριο, όλους αυτούς που «δεν ταιριάζουν στο κάδρο». Πολλές φορές ο Έρντογαν, αναφερόμενος στον πρόεδρο του CHP, ένιωσε την ανάγκη να διευκρινίσει «ξέρετε… είναι Αλεβίτης». Μιλώντας για την κατάσταση στη Συρία, επαναλαμβάνει φορτικά ότι «μια χώρα που αποτελείται από σουνιτική πλειοψηφία δεν μπορεί να διοικείται από τον Άσσαντ». Με αυτό τον τρόπο οι διαδηλωτές του Γκεζί είναι «πλιατσικολόγοι» όπως και οι αντάρτες του ΡΚΚ. Οι κοπέλες με τις μίνι φούστες και τα ντεκολτέ, οι νεαροί αξύριστοι με τα μακριά μαλλιά, αλλά και αυτοί που τα βράδια τολμούν να αγγίξουν το αλκοόλ, «ενοχλούν» το ήθος της ηγεμονίας. Με λίγα λόγια, όλοι αυτοί δεν κατατάσσονται στο «γνήσιο έθνος-millet». Αριστεροί, Κούρδοι, Αλεβίτες, κεμαλιστές, φεμινίστριες, ομοφυλόφιλοι, ακτιβιστές, αποτελούν μια ποικιλομορφία ταυτοτήτων που δεν προσαρμόζονται στις συγκεκριμένες πηγές νομιμοποίησης της κυριαρχίας του υπό διεκδίκηση νέου καθεστώτος του ΑΚΡ. Και εφόσον δεν προσαρμόζονται, δεν μπορούν να εκφράζουν την πολιτική τάξη, δεν επιλέγονται ανάμεσα στις κοινωνικές συμμαχίες της ηγεμονικής δύναμης… πρέπει να μείνουν εκτός της διαδικασίας οικοδόμησης της «Νέας Τουρκίας».
Μια νέα κοινωνική πραγματικότητα με επίκεντρο τους Κούρδους
Εάν το καλοκαίρι του 2013 η αντιπολίτευση προς τη νέα ταυτότητα και όλες τις προεκτάσεις της εκφράστηκε στο δρόμο, το καλοκαίρι του 2015 η ρήξη στην ηγεμονία του ΑΚΡ, πήρε συγκεκριμένη μορφή με ξεκάθαρους πρωταγωνιστές. Η ιστορικής σημασίας επιτυχία του HDP, ανέστειλε προς το παρόν τις επιδιώξεις Έρντογαν για το προεδρικό σύστημα. Όμως ακόμα πιο σημαντικά, ανέδειξε μια νέα κοινωνική τάση ανάμεσα στον κουρδικό πληθυσμό της χώρας. Ένα πολύ μεγάλο μέρος των Κούρδων αποστασιοποιήθηκε από το πολιτικό Ισλάμ και επέλεξε να εκφράσει εκλογικά τη χειραφέτηση της κουρδικής πτυχής της ταυτότητάς του. Στις νοτιανατολικές περιοχές της χώρας, το HDP κατέγραψε ποσοστά πάνω από 70%, ενώ σημαντική ήταν και η αύξηση της επιρροής του ανάμεσα σε πυκνοκατοικημένες από Κούρδους περιοχές της δυτικής Τουρκίας. Στην περίπτωση που αυτή η τάση επαναληφθεί στις πρόωρες εκλογές της 1ης Νοεμβρίου, τότε θα σημαίνει ότι το Κουρδικό πρόβλημα, αλλά και η ίδια η κοινωνία στην Τουρκία θα είναι πλέον ενώπιον νέων ιστορικών δεδομένων. Ιδιαίτερα λαμβανομένης υπόψη της ενίσχυσης της περιφερειακής επιρροής του ΡΚΚ και της κορύφωσης της πόλωσης εντός Τουρκίας, οι ισορροπίες που θα προκύψουν την 1η Νοεμβρίου μπορούν να καθορίσουν πολλά ακόμα και σε σχέση με την μελλοντική δομή της Τουρκίας μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της περιοχής.
Όμως την ίδια στιγμή οι πρόωρες εκλογές (αναλόγως αποτελέσματος), αναμένεται να σηματοδοτήσουν και την κορύφωση μιας νέας διαδικασίας ιδεολογικών και πολιτικών αναζητήσεων εντός του ισλαμικού κινήματος. Η Τουρκία φαίνεται να βρίσκεται στα πρόθυρα μιας νέας κρίσης ηγεμονίας. Μέσα σε ένα τέτοιο εύθραυστο πλαίσιο το ΑΚΡ, είτε ως αυτοδύναμη κυβέρνηση είτε ως μέρος κυβέρνησης συνασπισμού, θα καλεστεί να συγκεκριμενοποιήσει την εμπειρία των τελευταίων χρόνων με τα νέα δεδομένα που προκαλεί τόσο η οικονομική στασιμότητα, όσο και η ένταση στο Κουρδικό. Ακριβώς αυτή η διαδικασία μπορεί τελικά να συμπεριλάβει και μια ευρύτερη αναδιάταξη ισορροπιών εντός του πολιτικού Ισλάμ, ως προσπάθεια ξεπεράσματος της κρίσης ηγεμονίας. Η πορεία αυτή προβλέπεται πολύπλοκη και γεμάτη με αντιφάσεις. Έτσι, το αποτέλεσμα των πρόωρων εκλογών θα είναι η «καταληκτική» φωτογραφία υφιστάμενων κοινωνικών ισορροπιών, αλλά και το πλαίσιο έναρξης μιας νέας δυναμικής επαναδιαπραγμάτευσης της ηγεμονίας στην Τουρκία.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος