Σε ένα πρόσφατο άρθρο που αγκαλιάστηκε αμέσως από ένα ευρύ αναγνωστικό κοινό, ο γνωστός πλέον από τα άρθρα του για την Ελλάδα Πολ Μέισον, αναφέρεται στην “αρχή του τέλους του καπιταλισμού”.
Με τις νέες τεχνολογίες δικτύωσης ήδη να είναι αρκετά δημοφιλείς στις επιχειρήσεις και την παραγωγή γενικότερα, ο Μέισον υποστηρίζει, ότι η ηλεκτρονική μορφή της κοινωνικοποιημένης παραγωγής (την χρησιμοποίηση δηλαδή όλο και περισσότερων ανρθώπων για την δημιουργία προϊόντων) έχει αλλάξει ριζικά το παιχνίδι. Αν αυτό είναι πράγματι αλήθεια, υποστηρίζει, ότι με νέους τρόπους μικρής και συλλογικής ιδιοκτησίας εγχειρήματα, ο καπιταλισμός θα φύγει έτσι από μόνος του, θα πεθάνει μέσα στο νέο παράδειγμα. Δεν θα χρειάζεται δηλαδή ή δεν θα έχει και τόση σημασία ο πολιτικός αγώνας, διότι οι νέες τεχνολογίες θα τον κάνουν άσχετο και περιττό με την πραγματικότητα.
Η βασική παραδοχή του Μέισον για να μπορέσει να στηρίξει τα επιχειρήματά του είναι μια: ότι η εκμετάλλευση του ανθρώπου τείνει να δώσει θέση στην πληροφορία που έχει γίνει η ίδια παραγωγική δύναμη την οποία όλοι «δανείζονται» για τις δικές τους ανάγκες. Παρόλο που αυτό το θεώρημα κάνει τεράστια λογικά άλματα, για χάριν συζήτησης ας δούμε τον προβληματισμό παραπέρα. Τα βασικά επιχειρήματα του Μέισον είναι δύο. Το πρώτο, ότι με την έλευση της ηλεκτρονικής παραγωγής (εαν αληθεύει ότι πλέον αυτό που παράγει είναι η άφθονη πληροφορία) και τον καθένα να έχει πρόσβαση, το κοινωνικό-οικονομικό οικοδόμημα που ονομάζεται καπιταλισμός θα καταρρεύσει και θα αντικατασταθεί, σχεδόν χωρίς να το καταλάβουμε, από νέες μορφές παραγωγής. Το δεύτερο, ότι με την άνοδο της αυτοματοποίησης της παραγωγής, χρειάζεται πολύ λιγότερη εργασία. Το συμπέρασμα του είναι κάτι εύηχο στα αυτιά του μέσου χρήστη της τεχνολογίας που δεν κατέχει κάποιο μονοπώλιο, ότι το πρόβλημα είναι οι ιεραρχικές δομές δηλαδή το πρόβλημα του καπιταλισμού είναι ζήτημα πολιτικής διαχείρισης του χώρου εργασίας και το μέγεθος των επιχειρήσεων και όχι ζήτημα οικονομικών και κοινωνικών αντιθέσεων.
Η δεύτερη του παρατήρηση, ότι δηλαδή με την αυτοματοποίηση θα έχουμε λιγότερη εργασία δεν ευσταθεί καθόλου, είναι ένα επιχείρημα εντελώς αποκομμένο από την πραγματικότητα, ένα επιχείρημα το οποίο είχε γίνει και στο παρελθόν από τον Κέυνς που έλεγε πως στο τέλος του 20ου αιώνα ο άνθρωπος θα δουλεύει κατά μέσο όρο περίπου 15 ώρες τη βδομάδα. Διότι άλλο παραγωγικότητα της εργασίας και άλλο το κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και οι κοινωνικές ανάγκες που διευρύνονται καθημερινά πχ το διαδίκτυο έγινε μέσα σε 30 χρόνια από πολυτέλεια, βασική ανθρώπινη ανάγκη. Το οχτάωρο έχει σήμερα καταργηθεί προς τα πάνω μετά από 100 χρόνια παρά την τεράστια εξέλιξη της τεχνολογίας. Η αυτοματοποίηση θα μείωνε τον χρόνο εργασίας μόνο αν ένα σύστημα λειτουργούσε με βάση τις ανθρώπινες ανάγκες και όχι το κέρδος.Γι΄ αυτό θα επικεντρωθούμε στο πρώτο.
Ας δούμε τα πράγματα όμως από μια απόσταση.
Στον δημόσιο διάλογο, υπάρχουν δύο αντιδραστικά αφηγήματα τεχνολογίας και ένα προοδευτικό. Το ένα θα το αναγνωρίζουν οι νεότεροι, είναι η τάση των παλαιότερων γενεών να θεωρούν την τεχνολογία σαν την πηγή του κακού παντών ειδών. Η άλλη είναι ακριβώς το αντίθετο, να θεωρείται ότι η τεχνολογία θα μας λύσει όλα μας τα προβλήματα, ακόμη και τα πολιτικά. Και οι δύο προσεγγίσεις οδηγούν στην αποπολιτικοποίηση. Η πιο προοδευτική είναι αυτή που κατανοεί την τεχνολογία σαν ένα πεδίο ανρθώπινης δραστηριότητας το οποίο εμπεριέχει και στην δόμηση αλλά και στην εφαρμογή της, τους πολιτικούς συσχετισμούς σε κάθε κοινωνία αλλά και παγκόσμια.
Η πρώτη αντίληψη δεν στέκει και ισοπεδώνεται από την πραγματικότητα, είναι κάτι που είναι αυταπόδεικτο, πως η τεχνολογία έχει δώσει την δυνατότητα προόδου της ανθρωπότητας, πως ο άνθρωπος μέσω της τεχνολογίας έχει βρει νέους τρόπους κοινωνικοποίησης και συνειδητότητας της ύπαρξης του. Αυτή η δεύτερη όμως αντιδραστική αντίληψη ότι η τεχνολογία θα λύσει τα πολιτικά προβλήματα των κοινωνιών μας, είναι πιο πολύπλοκη και αγγίζει περισσότερες σχολές σκέψης πολλές φορές με αντιτιθέμενα ιδανικά. Την συμμερίζονται πολλοί αναρχο-καπιταλιστές, προυντονιστές αναρχικοί, νεοφιλελεύθεροι, σοσιαλδημοκράτες, χρήστες οι οποίοι δεν ασχολούνται ιδιαίτερα ούτε με την πολιτική αλλά ούτε με την φύση της τεχνολογίας. Το γεγονός ότι αυτά που λέει ο Μέισον έχουν τόσο μεγάλη απήχηση κυρίως στον Δυτικό κόσμο με ανεπτυγμένες καταναλωτικές κοινωνίες και όχι πουθενά αλλού, είναι ενδεικτικό των υλικών προυποθέσεων που πρέπει να έχει κάποιος για να πιστέψει τα εν λόγω επιχειρήματα.
Το ενδιαφέρον για την τεχνολογία και το μέλλον της ανθρωπότητας δεν είναι καθόλου καινούργιο. Κάθε φορά που νέες τεχνολογίες αναπτύσσονται και είναι ώριμες για να υιοθετηθούν στην σφαίρα της παραγωγής, όταν υπάρχουν δηλαδή οι υλικές προυποθέσεις, εξαπολύεται ένας αγώνας δρόμου από αναλυτές και οικονομολόγους για το πως αυτές οι νέες τεχνολογίες θα επηρεάσουν την οικονομία και την ανθρωπότητα γενικότερα. Σε αυτό τον αγώνα δρόμου μπαίνουν όλες οι σχολές σκέψης με σκοπό να προωθήσουν τον ιδεατό τους κόσμο όταν αυτές οι τεχνολογίες μπουν για τα καλά στην ζωή μας.
Για να γίνει μια τεχνολογία από εναλλακτική η κύρια, χρειάζεται να υιοθετηθεί σε ποσοστό περίπου 19% στη βιομηχανική παραγωγή (ο σύγχρονος κόσμος δεν πάει πουθενά χωρίς βιομηχανία, αν και με την παγκοσμιοποίηση έχει συγκεντρωθεί σε συγκεκριμένες χώρες). Η τεχνολογία που εγώ επεξεργάζομαι, το 3D printing, μέσα σε πολύ λίγα χρόνια έχει υιοθετηθεί ταχύτατα σε ποσοστό περίπου 11% και μπορεί μέχρι να τελειώσω την έρευνα μου να γίνει βασική τεχνολογία βιομηχανικής παραγωγής μέσα σε ένα γενικότερο πλαίσιο νέων εννοιολογημάτων όπως τα “έξυπνα εργοστάσια” τα οποία περιλαμβάνουν και άλλες συνδεόμενες τεχνολογίες όπως για παράδειγμα τις μεγάλες δεξαμενές δεδομένων (Big Data). Ο βασικότερος λόγος που δεν έχει γίνει ακόμα δεν είναι επειδή δεν είναι ανεπτυγμένη αρκετά η τεχνολογία, αλλά διότι σε πολλές χώρες επεξεργάζονται νομικούς τρόπους για να διασφαλίζεται ο νόμος της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Δεν είναι συμβατές οι νέες τεχνολογίες με το καπιταλιστικό σύστημα διότι μπορούν να προσφέρουν πλούτο για όλους. Αυτός είναι και ένας τρόπος μέσα από τον οποίο η καινοτομία και η τεχνολογική πρόοδος ενσωματώνει στο εσωτερικό και στην λειτουργία της, την αναπαραγωγή του κυρίαρχου κοινωνικο-οικονομικού σύστηματος.
Μέσα στην γέννηση του καινούργιου παραδείγματος όμως, πάντα δηλαδή σε μια ανανέωση του καπιταλιστικού συστήματος υπάρχουν πειρατικά και πειραματικά εγχειρήματα τα οποία ενδεχομένως να ενσωματώνουν σε κάποιο βαθμό ανθρώπινες και κοινωνικές ανησυχίες. Με την ωρίμανση του νέου μοντέλλου συσώρευσης όμως, είτε μένουν σαν μικρές ατομικές μικροαστικές νησίδες, είτε πεθαίνουν. Χαρακτηριστικά ήταν τα πειρατικά ραδιόφωνα τις δεκαετίες 1960-80 που δεν έλυσαν το ζήτημα των ΜΜΕ (αντιθέτως μεγαλύτερα μονοπώλια) και τα διάφορα εγχειρήματα με κοινωνικούς κήπους και καλλιέργειες από το 1970 και μετά που δεν έλυσαν ούτε το οικολογικό ούτε το ζήτημα της διατροφικής παραγωγής. Το ίδιο όμως έγινε και στις αρχές της δεκαετίας του 90’ όταν ο ασφυκτικός κλοιός εμπορευματοποίησης της πληροφορίας είχε αποκλείσει αρκετά κομμάτια προγραμματιστών από τον κώδικα τον οποίο οι ίδιοι έφτιαχναν, με αποτέλεσμα να δουν το ελεύθερο λογισμικό σαν μια ουτοπία που άξιζε να δημιουργήσουν. Σήμερα, η κοινότητα ελεύθερου λογισμικού παρόλο που έχει καταφέρει κάποια πρακτικά ρήγματα όπως λόγου χαρη στην διάδωση του λογισμικού χωρίς την αρχική του πώληση, την εξοικονόμηση ενέργειας υπολογιστικών συστημάτων και αποκρυπτογράφηση, εντούτοις έχει ενσωματώσει την εμπορευματική συναλλαγή σαν υπηρεσίες αλλά και υπάρχει παράλληλα (πολλές φορές συνδυαστικά και συμπληρωματικά) με τα μεγάλα μονοπώλια πληροφορίας όπως η Google, Microsoft, Apple.
Ο Μέισον θεωρεί πως κάποια πειραματικά εγχειρήματα ή κάποιες επιχειρήσεις που ενσωματώνουν κάποια κοινωνικά χαρακτηριστικά είναι η λύση στο πρόβλημα του καπιταλισμού που βασίζεται στις μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Βλέπει τις άτυπες ή ακανόνιστες μορφές στατικές και όχι σε βάθος χρόνου στην ωρίμανση τους. Δεν προβληματίζει καθόλου στο άρθρο του το ζήτημα των υποδομών των νέων τεχνολογιών και πως επιτυγχάνεται η πρόσβαση των χρηστών στις διάφορες υπηρεσίες, νομιζόμενοι πως είναι δωρεάν. Ο μέσος χρήστης δεν αντιλαμβάνεται το κόστος της φαινομενικά «δωρεάν» πρόσβασης και τι σημαίνει εμπορευματοποίηση της πληροφορίας.
Η ανάλυση του Μέισον ότι τα δίκτυα θα εξασφαλίσουν στους χρήστες την δυνατότητα να συνεργάζονται «ελεύθερα» και να δημιουργούν δεν επαληθεύονται ακόμη και σήμερα όπου ένα από τα μεγαλύτερα μονοπώλια του πλανήτη είναι η Facebook, η αξία της οποίας είναι στα ύψη ακριβώς λόγω της επιτυχίας της να εγκλωβίσει, να εκμετάλλευτεί και να εμπορευματοποιήσει τις ανθρώπινες σχέσεις και επικοινωνίες και τα τεράστια δεδομένα πληροφορίας αλλά και η Google που με τη σειρά της έχει μετατρέψει την πληροφορία σε ένα τεράστιο εμπόρευμα.
Μεταξύ άλλων το επιχείρημα ότι η πληροφορία καθεαυτή είναι παραγωγική δύναμη, ήταν βασικό για την διαμόρφωση των πανεπιστημίων από κοινωνικά ιδρύματα σε επιχειρήσεις που προσφέρουν πρόσβαση σε πληροφορία και τους μαθητές σε πελάτες. Αυτό που δεν διανοείτο ο μέσος χρήστης της τεχνολογίας πριν από μια εικοσαετία ήταν το πως θα κατάφερνε ο καπιταλισμός να ποσοτικοποιήσει όχι μόνο τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά την ίδια την επικοινωνία και την πληροφορία, που όντας «άυλες» δεν θα μπορούσαν να χωρέσουν στην λογική του και το σύστημα θα κατέρρεε. Ακόμη ένας μύθος που καταρήφθηκε.
Αυτό που ίσως να ξεγελά τον μέσο χρήστη είναι ότι ο καπιταλισμός δεν είναι μια μονολιθική οντότητα, σε αυτή την αυταπάτη έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης η ακαδημαϊκή και δημοσιογραφική αριστερά για την παρουσίαση του καπιταλισμού σαν ένα σύστημα περίπου «βαρετό», στο οποίο δεν υπάρχει δημιουργικότητα και καινοτομία. Ο καπιταλισμός είναι μια εκμεταλλευτική σχέση που δύναται να εκφράζεται μέσα από πολλούς τρόπους σε όλες τις σφαίρες της κοινωνίας, είναι βασικό χαρακτηριστικό ποικιλομορφία στον καπιταλισμό. Αυτό είναι και η δύναμη του καπιταλιστικού συστήματος, η ευελιξία του να αλλάζει και να ενσωματώνει κριτικές και εν δυνάμει προσπάθειες αντίστασης οι οποίες δεν αγγίζουν την ουσία του, την ιδιοκτησία και την εμπορευματική παραγωγή.
Ο μετα-καπιταλισμός του Μέισον λοιπόν φαντάζει περισσότερο σαν ανανέωση του υπάρχοντος συστήματος της άναρχης παραγωγής (παραγωγή δηλαδή με βάση ατομικά ή ομαδικά συμφέροντα και όχι συνολικά της κοινωνίας) με την ανάλογη ηλεκτρονική αναβάθμιση και ενσωμάτωση των άνεργων στρωμάτων του πληθυσμού με υψηλό βαθμό μόρφωσης. Ο μετα-καπιταλισμός του Μέισον δεν βλέπει την οικονομική κρίση σαν πολιτικό και οικονομικό πρόβλημα αλλά σαν ευκαιρία τεχνολογικής ανανέωσης, δεν βλέπει την ευελικτοποίηση και ανασφάλιστη εργασία σαν πρόβλημα αλλά σαν μεταβατικό στάδιο που σε αυτή την περίπτωση του δίνει θετικό πρόσημο.
Η αναφορά στον Στιουαρτ Μπράντ, βασικό ιδεολογικό διαμορφωτή του πιο σκληρού καπιταλισμού, της πιο ατομικιστικής ιδεολογίας του 20ου αιώνα και πρόδρομο του πασίγνωστου πλέον Silicon Valley μόνο τυχαία δεν είναι. Η οικονομική ελευθερία στην οποία αναφέρεται είναι η ελευθερία του επιχειρίν, η βασική ανθρωπολογική μορφή του καπιταλιστικού ατόμου. Αυτό που προτείνει ο Μέισον σαν Μετα-καπιταλισμό, δεν είναι μια κλασική περίπτωση ρεφορμισμού αλλά μια καθαρά νεοφιλελεύθερη σκέψη: σοσιαλδημοκρατικά ιδανικά, φιλελεύθερη πολιτική οικονομία σε μονοπωλιακό στάδιο μάλιστα και αντι-εξουσιαστικές δηλαδή την αντικατάσταση συλλογικών πειθήνιων ή τιμωρητικών μορφών εξουσίας με ατομικές ψυχολογικές δομές εξουσίας.
Παρόλο που το άρθρο του είναι βασικά πως να ανανεωθεί ο καπιταλισμός μέσα από ένα νέο τρόπο ανταλλαγών (διότι δεν κριτικάρει καθόλου την βάση της ιδιοκτησίας και της εμπορευματικής ανταλλαγής), στο τέλος του άρθρου του κάνει κάτι πολύ οξύμωρο. Χτυπάει το ιδεολόγημα πάνω στο οποίο βασίζεται ολόκληρο το θεώρημα πως ο καπιταλιστικός κόσμος αλλάζει αν και σιγά-σιγά: μας λέει ότι τα ηλεκτρονικά δίκτυα δεν είναι καπιταλισμός αλλά και συνάμα ότι δεν θέλουμε ουτοπικά όνειρα μικρής κλίμακας.
“Χρειαζόμαστε κάτι περισσότερο από ένα μάτσο ουτοπικά όνειρα και μικρής κλίμακας οριζόντια προγράμματα. Χρειαζόμαστε ένα έργο που βασίζεται στη λογική, σε αποδείξεις και μετρήσιμα σχέδια, που πάει με τα νερά της ιστορίας και είναι βιώσιμο για τον πλανήτη. Και εμείς πρέπει να το προχωρήσουμε.”
Όπως και να έχει όμως, αυτή η τελική παράγραφος του άρθρου είναι αντιφατική ως προς το υπόλοιπο αλλά και η μόνη κατά την γνώμη μου που διακατέχεται από ορθολογισμό. Τα υπόλοιπα είναι ένα συνοθύλευμα από περισσότερο ιδεολογικές παρά οικονομικές αναλύσεις που έγιναν και το 70' με την υιοθέτηση των ηλεκτρονικών υπολογιστών στην βιομηχανική παραγωγή και στην αρχή της δεκαετίας του 90' με την άνοδο του ίντερνετ, που όπως αποδείκτηκαν με την πάροδο του χρόνου ήταν λάνθασμένες εκτιμήσεις. Το άρθρο του Μέισον θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για να υποστηρίξει ακριβώς ότι ο άκρατος καπιταλισμός δουλεύει και εξελίσσεται. Η προσπάθεια να προωθηθεί το ήδη υπάρχον μέσω της επίκλησης του τέλους του, μας προσγειώνει ότι ακόμη ζούμε στο απόγειο της εξουσίας του.
Γράφει: Λέανδρος Σαββίδης