Σε λιγότερο από οχτώ μήνες περίπου, 500 εκατομμύρια Ευρωπαίοι θα κληθούν να προσέλθουν στις κάλπες για να αναδείξουν τους εκπροσώπους τους στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο για μια νέα πενταετή θητεία.
Για την διαδικασία αυτή υπάρχουν κάποιοι κοινοί κανόνες που ορίζονται από τις Συνθήκες της ΕΕ και ισχύουν για όλα τα κράτη μέλη, αλλά για το εκλογικό σύστημα αυτό καθεαυτό εφαρμόζεται κατά βάση το εθνικό δίκαιο. Το σύστημα κάθε κράτους μέλους πρέπει όμως να είναι σύμφωνο με την αναλογική εκπροσώπηση και αν θέτει κάποιο όριο, αυτό δεν πρέπει να υπερβαίνει το 5%.
Η πρώτη αλλαγή που επέρχεται αυτές τις εκλογές σχετίζεται με τις έδρες, αφού 12 κράτη μέλη θα χάσουν από μία έδρα ώστε να διατηρηθεί το αριθμητικό όριο που θέτει η Συνθήκη της ΕΕ και να εξισορροπηθεί με την ένταξη της Κροατίας. Για την Κύπρο εδώ δεν επέρχεται καμία αλλαγή αφού διατηρεί τους 6 ευρωβουλευτές της.
Η δεύτερη αλλαγή σχετίζεται με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή η οποία αντιμετωπίζοντας κατηγορίες έλλειψης νομιμοποίησης, εφόσον είναι το μοναδικό ευρωπαϊκό όργανο μη εκλεγμένο από τους λαούς, έχει επιδοθεί στην προσπάθεια να πείσει για το αντίθετο και πως αυτές οι ευρωεκλογές θα είναι διαφορετικές.
Το μεγαλύτερο ζήτημα που έχει τεθεί είναι ο τρόπος ανάδειξης του Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, θέση που σήμερα κατέχει ο Μπαρόζο. Η Συνθήκης της Λισαβόνας, που τέθηκε σε ισχύ το 2009, προβλέπει πως το ΕΚ ψηφίζει για τον πρόεδρο της Επιτροπής, κατόπιν πρότασης του Συμβουλίου, η οποία επιλογή πρέπει θεωρητικά να αντανακλά τα αποτελέσματα των Ευρωεκλογών.
Τον Ιούλιο το ΕΚ υιοθέτησε ένα ψήφισμα καλώντας τα Ευρωπαϊκά κόμματα να υποδείξουν το καθένα από έναν υποψήφιο για την θέση του Προέδρου της Επιτροπής. Το ψήφισμα αυτό, που δεν είναι μεν δεσμευτικό, επιχειρεί να συνδεθούν περαιτέρω οι Ευρωεκλογές και η επιλογή του Προέδρου της Επιτροπής, ώστε το Συμβούλιο στην επιλογή του να λάβει υπόψη τον υποψήφιο του κόμματος που έλαβε τις περισσότερες έδρες στο Κοινοβούλιο. Περαιτέρω, υποτίθεται πως με την κίνηση αυτή, οι ευρωπαίοι ψηφοφόροι θα είναι περισσότερο διατεθειμένοι να προσέλθουν στις κάλπες εάν η ψήφος τους συνδέεται έστω και έμμεσα με την επιλογή του Προέδρου της Επιτροπής.
Η θέση αυτή έχει σημασία δεδομένου ότι ο Πρόεδρος καταρχήν αναλαμβάνει την επιλογή των επιτρόπων από καταλόγους οι οποίοι έχουν διαμορφωθεί από τα κράτη μέλη και συνεπώς ελέγχει την Επιτροπή η οποία και αποφασίζει για την ευρωπαϊκή νομοθεσία. Ελέγχει την πολιτική ατζέντα της Επιτροπής και θεωρητικά καμία πολιτική δεν μπορεί να προταθεί χωρίς την έγκρισή του. Εκπροσωπεί επίσης την Ευρωπαϊκή Ένωση στο εξωτερικό και κατέχει θέση και στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συμμετέχοντας στις διαπραγματεύσεις μεταξύ Συμβουλίου και Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Καθοδηγεί λοιπόν πλήρως την Επιτροπή, η οποία απολαμβάνει του λεγόμενου «δικαιώματος πρωτοβουλίας», προτείνει δηλαδή όλες τις νομοθεσίες και επιτηρεί την εφαρμογή τους.
Μετά τις ευρωεκλογές του Μαΐου, το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα προτείνει τον Πρόεδρο της Επιτροπής στις αρχές Ιουλίου, ο οποίος θα τεθεί σε ψηφοφορία του ΕΚ στην Ολομέλεια του Ιουλίου και εν συνεχεία θα σχηματιστεί η νέα Επιτροπή η οποία και θα αναλάβει καθήκοντα την 1η Νοεμβρίου του 2014.
Το εγχείρημα αυτό σύμφωνα με τον Μπαρόζο θα συμβάλει στο "να μπει ένα ανθρώπινο πρόσωπο" στις εκλογές καθώς εάν το κάθε κόμμα προτείνει υποψήφιο δεν θα ακολουθήσουν 28 εθνικές προεκλογικές καμπάνιες και οι κοινοί υποψήφιοι θα δώσουν μια "ευρωπαϊκή αίσθηση".
Ωστόσο έχει σημασία να ξεκαθαριστεί ο συσχετισμός των ευρωπαϊκών οργάνων μεταξύ τους σε πολιτικό επίπεδο για να κατανοηθεί η σημασία αυτής της αλλαγής. Δεδομένου πως το Συμβούλιο αποτελείται από τις κυβερνήσεις των κρατών μελών, και οι πολιτικές δυνάμεις στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αντανακλούν επίσης τις εθνικές πολιτικές δυνάμεις, είναι λογικό και στα δύο αυτά όργανα να αποφασίζουν κατά βάση τα ίδια κόμματα. Συνεπώς, από την στιγμή που το Συμβούλιο επιλέγει υποψήφιο λαμβάνοντας υπόψη τα αποτελέσματα των εκλογών, επιλογή η οποία πρέπει να περάσει της έγκρισης του Κοινοβουλίου, είναι προφανές ότι και στα τρία όργανα θα διαφανεί η ίδια πολιτική δύναμη που θα εκφράζει και συγκεκριμένες πολιτικές.
Από την στιγμή που το ΕΚ και το Συμβούλιο συναποφασίζουν την Ευρωπαϊκή νομοθεσία, κατόπιν προτάσεων της Επιτροπής, ο συσχετισμός συγκεκριμενοποιείται αισθητά. Το μόνο ειδοποιό στοιχείο είναι το ΕΚ πρέπει τυπικά να εξυπηρετεί τα συμφέροντα όλων των ευρωπαίων πολιτών και όχι μόνο τα εθνικά, γεγονός που θεωρητικά επιτρέπει κάποια εξισορρόπηση συμφερόντων κατά τις διαπραγματεύσεις. Ωστόσο ρεαλιστικά τα ευρωπαϊκά κόμματα του ΕΚ ναι μεν κινούνται με βάσει κάποιες οριζόντιες αρχές αλλά στο τέλος θα αντανακλούν το εθνικό τους κόμμα.
Συνεπώς ο επιθυμητός εξευρωπαϊσμός των επόμενων εκλογών δεν επιφέρει κάποιες ουσιαστικές αλλαγές παρά μόνο σε επίπεδο προεκλογικής καμπάνιας και μάρκετινγκ. Αυτό σημαίνει πως εξακολουθεί να είναι προβληματική σε κάποια επίπεδο η υπερδύναμη της Επιτροπής και είναι αμφίβολο να νομιμοποιηθεί με τέτοιο τρόπο και μόνο. Και πως οι πολίτες έχουν ακόμα δρόμο ώστε να νιώσουν πως μπορούν να ελέγξουν και να επηρεάσουν τις πολιτικές αποφάσεις και ότι έχουν πραγματικό ρόλο στη διαμόρφωση της «ευρωπαϊκής πολιτικής».
Γράφει: Κυριάκος Τριανταφυλλίδης