Πριν μερικά χρόνια, ο πρώην Υπουργός Οικονομικών και νυν αναπληρωτής Πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος, Χάρης Γεωργιάδης δήλωσε με πάσα άνεση ότι ο κατώτατος μισθός στην Κύπρο είναι ήδη πολύ υψηλός...
Γράφει: Γιώργος Κουκουμάς*
Το πρώτο πρόβλημα αυτής της δήλωσης ήταν που ο Υπουργός δεν γνώριζε ότι στην Κύπρο δεν υπάρχει εθνικός κατώτατος μισθός ενώ με διάταγμα καθορίζεται μόνο για 7-8 επαγγέλματα. Το βασικότερο βέβαια πρόβλημα ήταν που θεωρούσε ότι ο μισθός των βοηθών πωλήσεων, των καθαριστριών κλπ. στην Κύπρο είναι πολύ ψηλός. Το 2017, λίγο πριν τις προεδρικές εκλογές, ο Νίκος Αναστασιάδης εξήγγειλε ότι επίκειται η θέσπιση κατώτατου μισθού. Τέσσερα χρόνια μετά, όχι μόνο δεν συνέβη αυτό, αλλά η κυβέρνηση -με απόφαση του Υπουργικού τον περασμένο Γενάρη- απέρριψε κάθε συζήτηση για την κατοχύρωση κατώτατων μισθών μέχρι ωσότου «επιτευχθούν συνθήκες πλήρους απασχόλησης», δηλαδή μέχρι να μειωθεί η ανεργία κάτω από το 5%.
Αυτή η στάση της κυβέρνησης αποκαλύπτει ορισμένες αλήθειες. Πρώτον και εμφανέστερο. οι κυβερνώντες προσπαθούν να αποφύγουν τη θέσπιση κατώτατου μισθού επειδή στην πραγματικότητα ασπάζονται τη θέση των μεγαλοεργοδοτών (ΟΕΒ-ΚΕΒΕ) που θεωρούν ότι αυτά τα «ρυθμίζει το χέρι της αγοράς». Που πράγματι έτσι συμβαίνει συχνά, αλλά πάντα σε βάρος των εργαζομένων. Δεύτερο, η κυβέρνηση αποδέχεται ότι όποια μείωση της ανεργίας κι αν επιτευχθεί το επόμενο διάστημα θα συντελεστεί χωρίς να υφίστανται ρυθμισμένοι ελάχιστοι όροι εργασίας. Δηλαδή, χιλιάδες νέοι θα μπουν στην εργασία με όρους αυξημένης εκμετάλλευσής τους από την εργοδοσία. Και τρίτο, η κυβέρνηση δεν κατανοεί -ή κατανοεί, αλλά δεν την απασχολεί- ότι είναι ακριβώς στις περιόδους υψηλής ανεργίας που χρειάζονται προστασία οι μισθοί των εργαζόμενων γιατί τότε πιέζονται περισσότερο. Με άλλα λόγια, ένας εργαζόμενος εξαναγκάζεται να δεχθεί μειώσεις μισθού και δικαιωμάτων σε στιγμές που γνωρίζει ότι δύσκολα θα βρει αλλού δουλειά κι ο εργοδότης τον απειλεί «Αν δεν σου αρέσκει, φύε. Περιμένουν άλλοι δέκα έξω από την πόρτα». Αυτά περιμένουν τους εργαζόμενους σε πολλούς χώρους δουλειάς την επόμενη μέρα της πανδημίας.
Συνεπώς, τώρα είναι η ώρα να κατοχυρωθούν κατώτατοι μισθοί και ελάχιστα δικαιώματα για κάθε εργαζόμενο που δεν καλύπτεται από συλλογική σύμβαση. Αυτό βέβαια αφορά πρωτίστως τον ιδιωτικό τομέα, όπου οι πλείστοι εργαζόμενοι δεν καλύπτονται από συλλογική σύμβαση και δεν είναι καν οργανωμένοι συνδικαλιστικά. Το ΑΚΕΛ έχει προ πολλού προτείνει τη θέσπιση μηχανισμού μέσα από τον οποίο θα γίνεται συλλογική διαπραγμάτευση για τους ελάχιστους όρους εργασίας (Ταμείο Προνοίας, 13ος μισθός, αργίες, υπερωρίες) σε κάθε επάγγελμα που δεν καλύπτεται από συλλογική σύμβαση και ακολούθως, αυτοί να κατοχυρώνονται νομοθετικά. Με αυτό τον τρόπο κανένας εργαζόμενος -και δη οι νέοι εργαζόμενοι- δεν θα είναι εντελώς απροστάτευτος απέναντι στην εργοδοτική αυθαιρεσία, σε μια εποχή που διευρύνεται συνεχώς το φαινόμενο των εργαζόμενων φτωχών, δηλαδή αυτών που έχουν εργασία αλλά με τέτοιες απολαβές που καταλήγουν να διαβιούν κάτω από το όριο της φτώχειας.
Προκειμένου όμως, η θέσπιση κατώτατων μισθών να μην συμπαρασύρει προς τα κάτω τους κατώτατους που ήδη προνοούνται μέσα από συμβάσεις σε κλάδους ή επιχειρήσεις, θα πρέπει, ταυτόχρονα, να κατοχυρωθούν αποτελεσματικά οι συλλογικές συμβάσεις. Από το 2013, το ΑΚΕΛ έχει καταθέσει στη Βουλή Πρόταση Νόμου για τη νομική ισχύ και επέκταση της εφαρμογής των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων. Δηλαδή, με νόμο να καθίσταται υποχρεωτική η συμφωνημένη συλλογική σύμβαση για όλους τους εργοδότες στον κλάδο ή σε οποιοδήποτε συναφή κλάδο, περιοχή, επαρχία, επαγγελματική κατηγορία, επιχείρηση στην περίπτωση των οποίων δεν ισχύει οποιαδήποτε άλλη συλλογική σύμβαση. Παράλληλα βέβαια, με αυτό τον τρόπο θα κοπεί η φόρα σε εργοδότες που ετοιμάζονται να αχρηστεύσουν τις συμφωνημένες συλλογικές συμβάσεις προκειμένου να βγάλουν τα σπασμένα της πανδημίας πάνω στις πλάτες των εργαζομένων.
Αν υλοποιηθούν αυτές οι δύο προτάσεις του ΑΚΕΛ, θα έχει τραβηχτεί μια γραμμή άμυνας για το βιοτικό επίπεδο και τους όρους εργασίας μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας, η οποία μπαίνει σε νέα κρίση. Για αυτό όσοι και όσες πιστεύουν ότι η Κύπρος θα έπρεπε προ πολλού να έχει προχωρήσει στην εφαρμογή τους, έχουν ένα απτό δίλημμα ενώπιον τους, ενόψει και των εκλογών: είτε ακολουθούν το κυβερνητικό και εργοδοτικό στρατόπεδο που παραπέμπει το θέμα στο απροσδιόριστο μέλλον, είτε ενώνουν τη φωνή τους με όσους πιστεύουμε ότι ΤΩΡΑ ΕΙΝΑΙ Η ΩΡΑ.
*Υποψήφιος βουλευτής ΑΚΕΛ στην Αμμόχωστο