«Υπάρχει ένα κυρίαρχο ερώτημα. Αν μας αρέσει ο τρόπος που λειτουργούμε σήμερα. Η απάντηση είναι, πιστεύω, από όλους αρνητική. Το επόμενο ερώτημα είναι πώς τα διορθώνουμε. Εδώ οι απαντήσεις θα διίστανται...»
Τα παιχνίδια επίδειξης δύναμης και επιβολής καλά κρατούν. Το να παραχωρείς ως κράτος υπερβολική εξουσία σε μερικούς ανθρώπους, με ημερομηνία λήξης μάλιστα τη συνταξιοδότησή τους, αυξάνει και ενδυναμώνει αυτά τα παιχνίδια. Είναι παράδοξο, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας που διορίζει τους αξιωματούχους να είναι Πρόεδρος με εντολή πενταετίας και όσοι διορίζονται να έχουν πολλές φορές εντολή εικοσαετίας.
Σε ένα κράτος που το σύνταγμά του τα τελευταία πενήντα δύο χρόνια δεν προνοεί κανέναν έλεγχο κάποιας εξουσίας από κάποιαν άλλη, τα φαινόμενα που βλέπουμε αυτές τις μέρες θα διαιωνίζονται και θα εδραιώνονται. Ο πόλεμος εξουσίας θα ανάβει με την πρώτη ασάφεια και οι πολιτικοί ταγοί είτε θα σιγοντάρουν στη μάχη είτε θα παρακολουθούν από απόσταση και με χαμόγελο για το χάλι μας.
Το ζήτημα με τη διάκριση των εξουσιών όμως καλά κρατεί. Τις τελευταίες δύο Παρασκευές συζητούμε στη Βουλή για το αν θα εγγράψουμε σε επιτροπή την παράσταση της «Αντιγόνης» στη Σαλαμίνα ή για το αν θα συζητήσουμε κατεπειγόντως ψήφισμα για τις εγγυήσεις. Διαδικαστική συζήτηση που σε φυσιολογικές χώρες θα διαρκούσε δέκα το πολύ δεκαπέντε λεπτά, στη δική μας βουλή πάει για ώρες. Προφανώς και δεν συζητήθηκε το διαδικαστικό, αλλά την ουσία του Κυπριακού χωρίς όμως να το λέμε. Κάποια κόμματα, έχοντας μάλλον και άγνοια κινδύνου, επιμένουν να θέλουν να συζητηθεί το Κυπριακό στη Βουλή. Είτε με το να δημιουργηθεί επιτροπή Κυπριακού, είτε να προστεθεί στην ατζέντα των επιτροπών τα επί μέρους κεφάλαια του Κυπριακού.
Αγνοούν, ή θέλουν να αγνοούν πως η Βουλή των Αντιπροσώπων δεν είναι κοινοτική συνέλευση. Αγνοούν πως το αποτέλεσμα μιας τέτοιας εξέλιξης θα είναι άκρως επικίνδυνο τόσο για το κοινοβούλιο όσο και για την εθνική μας υπόθεση. Δεν θα διασφαλίσουμε τη συνέχιση της Κυπριακής Δημοκρατίας, όπως είναι η έγνοια τους και ο τίτλος εκδηλώσεών τους, αλλά θα την καταργήσουμε οι ίδιοι, αυτομάτως.
Οι παραδοξότητες του τρόπου λειτουργίας μας είναι πολλές, πάρα πολλές. Είναι τόσο πολλές, που υπάρχει και το επιχείρημα πως τίποτα σε αυτό τον τόπο δεν λειτουργεί όπως θα έπρεπε να λειτουργεί. Προσωπικά δεν μου αρέσουν οι μηδενισμοί. Αλλά σίγουρα ούτε και οι ωραιοποιήσεις. Υπάρχει ένα κυρίαρχο ερώτημα. Αν μας αρέσει ο τρόπος που λειτουργούμε σήμερα. Η απάντηση είναι, πιστεύω, από όλους αρνητική. Το επόμενο ερώτημα είναι πώς τα διορθώνουμε. Εδώ οι απαντήσεις θα διίστανται. Οι μισοί θα λέμε πως η επίλυση του Κυπριακού και η μετεξέλιξη της Κυπριακής Δημοκρατίας με ένα σύνταγμα που θα μπορεί να λειτουργήσει η χώρα είναι η λύση. Οι άλλοι μισοί θα λένε, υποψιάζομαι, πως χρειαζόμαστε μεταρρυθμίσεις. Γερές και γενναίες μεταρρυθμίσεις.
Όποιες όμως αλλαγές και να κάνουμε με τα σημερινά δεδομένα, όσο τεράστιες και τολμηρές και να είναι οι μεταρρυθμίσεις, θα έχουμε «ταβάνι». Ποτέ δεν θα καταφέρουμε, με το υφιστάμενο σύνταγμα να λειτουργήσουμε όπως θα πρέπει να λειτουργήσουμε. Με επίπεδα ελέγχου μεταξύ των εξουσιών, με ξεκάθαρες εντολές στην εκτελεστική, στη νομοθετική και στην δικαστική εξουσία. Χωρίς ξεκάθαρες οδηγίες στους ανεξάρτητους αξιωματούχους, με φραγμούς στο τι μπορούν και σε ποιο βαθμό έχουν την ευχέρεια να επεμβαίνουν. Χωρίς επίλυση του Κυπριακού, θα παραμείνουμε δυστυχώς, μια μη φυσιολογική χώρα, που ο καθένας θα κάνει ό,τι καταλαβαίνει και ό,τι θέλει για να επιβάλει τη δύναμή του, για να «περιφράξει το οικόπεδό του».
Γράφει: Δημήτρης Μ. Δημητρίου
Follow me: @dmdemetriou