Όσο ελκυστικό κι αν ακούγεται ότι θα απαλλαγούμε από άτομα που σίγουρα καμιά θέση δεν έχουν στη Βουλή και θα διασφαλίσουμε ότι δεν θα μπουν άλλα που θυμίζουν το χειρότερο πρόσωπο της δημοκρατίας, άλλο τόσο, αν όχι περισσότερο οδυνηρή, είναι η πεποίθηση ότι αυτοί που έφεραν τη χώρα σ’ αυτή την κατάσταση θα κληθούν και να μας οδηγήσουν εκτός αυτής.
Τη τελευταία βδομάδα, με αφορμή την απόφαση του ΔΗΣΥ να επαναφέρει την πρόταση του για αύξηση του εκλογικού ορίου (αφαιρώντας μάλιστα από την αρχική πρόταση την πρόνοια για εκλογή αριθμού βουλευτών με οριζόντια ψηφοφορία που αποτελεί εδώ και κάποιο καιρό λαϊκή απαίτηση αλλά δεν ευνοεί το «πειθαρχημένο» ΑΚΕΛ), έχει αναπτυχθεί μια συζήτηση για την αναγκαιότητα μιας τέτοιας κίνησης. Για να στηρίξουν την συγκεκριμένη απόφαση, ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ προτάσσουν σειρά επιχειρημάτων, όπως π.χ. ότι αυτή θα μπορούσε να βελτιώσει την αποτελεσματικότητα του πολιτικού συστήματος και την ποιότητα του πολιτικού διαλόγου, να περιορίσει εντός κοινοβουλίου φωνές που κινούνται ευκαιριακά, αποτρέποντας μικρά, προσωποπαγή κόμματα από το να εκμεταλλεύονται τη ροπή του κόσμου προς τον λαϊκισμό- χωρίς ιδιαίτερο πολιτικό λόγο- για να εξασφαλίζουν την εκλογή τους, ή όπως επισήμανε ο Δημήτρης Δημητρίου να σταματήσει παρέες της γειτονιάς από το να μπαίνουν στη Βουλή. Η πραγματικότητα είναι πως πρόκειται για μια ακόμα κίνηση που έρχεται να καταδείξει πόσο αποκομμένη είναι η πολιτική ηγεσία από την κοινωνία σήμερα. Πόσο διαφορετικά βιώνει και αντιλαμβάνεται την κρίση και την αντιμετώπιση της. Πόσο διαφορετικές είναι οι δικές της προτεραιότητες.
Είναι νομίζω ξεκάθαρο ότι τα μικρά κοινοβουλευτικά κόμματα παρουσιάζουν τεράστιο έλλειμμα πολιτικού λόγου (και ουσίας), υιοθετώντας, κατά κανόνα, μια ρητορική με έντονα τα στοιχεία του λαϊκισμού. Ο Γιώργος Περδίκης αποτελεί το πλέον χαρακτηριστικό παράδειγμα. Μήπως όμως η αναποτελεσματικότητα του κοινοβουλίου οφείλεται στην παρουσία των Οικολόγων ή του ΕΥΡΩΚΟ (των δύο κομματικών σχηματισμών με ποσοστά στις τελευταίες βουλευτικές κάτω από 4-5%); Μήπως τεράστιο έλλειμμα πολιτικού λόγου δεν παρουσιάζουν και οι μεγαλύτεροι πολιτικοί σχηματισμοί; Ή μήπως ευκαιριακά δεν συμπεριφέρονται τα κόμματα στο σύνολο τους; Μεταβάλλοντας με ευκολία θέσεις τους ακόμα και στα πλέον σημαντικά για να προσεγγίσουν ψηφοφόρους ή να επιτύχουν κομματικές συμμαχίες, που δεν στηρίζονται πουθενά πέραν της θέλησης τους για εξουσία;
Δεν είναι όλα ανεξαιρέτως τα κόμματα που, όχι μόνο εκμεταλλεύτηκαν, αλλά, καλλιέργησαν διαχρονικά τη ροπή του κόσμου στο λαϊκισμό, προτάσσοντας τις εύκολες λύσεις και υιοθετώντας τη τσάμπα μαγκιά ως πολιτική; Κτίζοντας μια κρατικοδίαιτη οικονομία και μια ανεύθυνη και αδιέξοδη εξωτερική πολιτική που σήμερα βρίσκουμε μπροστά μας; Ή μήπως ο Κουλίας, ο Θεμιστοκλέους, η Χαραλαμπίδου, είναι από τις τάξεις των Οικολόγων, του ΕΥΡΩΚΟ και της Συμμαχίας Πολιτών που αναδείχθηκαν; Και τελικά γιατί θα πρέπει να ενοχλεί το γεγονός ότι η βούληση 7,500 πολιτών μπορεί σήμερα να βρίσκει έκφραση στη Βουλή, όταν μάλιστα οι τρεις μεγάλοι είναι που καθορίζουν τις εξελίξεις;
Έχω την εντύπωση πως κυρίως σ’ αυτή τη συγκυρία η οποιαδήποτε συζήτηση δεν μπορεί να γίνεται ευκαιριακά αλλά στη βάση του τι επιδιώκουμε ως χώρα. Θα πρέπει, ως εκ τούτου, να ξεκινά θέτοντας τρία καίρια ερωτήματα: Είμαστε ικανοποιημένοι από το πολιτικό σύστημα; Θεωρούμε ότι οι υφιστάμενοι κομματικοί σχηματισμοί μπορούν να λειτουργήσουν με τρόπο που απέτυχαν να λειτουργήσουν μέχρι σήμερα; Σ’ ένα κομματικό σύστημα που βρίθει εξαρτήσεων, διαφθοράς και διαπλοκής, ενίσχυση του διπολισμού (και του ΔΗΚΟ), θα επιτείνει ή θα μειώσει την αυθαιρεσία; Διότι αν όντως υπάρχει η πεποίθηση ότι το κομματικό κατεστημένο δεν θα λειτουργήσει διαφορετικά, αύξηση του εκλογικού ορίου, απλά διασφαλίζει συνέχιση της ίδιας πορείας. Αφού φράσσει στην ουσία το δρόμο για εμπλοκή στην πολιτική νέων, άφθαρτων συνδυασμών και ανθρώπων, που δεν έχουν πρόσβαση στην κοινωνία ή σε κονδύλια (τα οποία θα μπορούσαν να αποκτήσουν εισερχόμενοι στη Βουλή), και οι οποίοι αποτελούν αυτή τη στιγμή τη μόνη ελπίδα για σταδιακή ανατροπή του κατεστημένου. Ή τους αναγκάζει να διεκδικήσουν είσοδο στην πολιτική μέσω των υφιστάμενων κομμάτων, καθιστώντας τους μέρος του ίδιου συστήματος, με τις εξαρτήσεις που, όπως δείχνει η εικόνα των «κομματικών» νέων, κάτι τέτοιο δημιουργεί. Μειώνοντας παράλληλα την πίεση στα τρία κόμματα να αλλάξουν, αφού δεν θα υπάρχει ο κίνδυνος να απολέσουν δύναμη προς μικρότερους σχηματισμούς.
Τι αλήθεια θα άλλαζε αν ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ και ΔΗΚΟ αύξαναν την παρουσία τους στη Βουλή; Τι έχουν κάνει τόσα χρόνια τα τρία αυτά κόμματα ώστε να αξίζουν μεγαλύτερη εκπροσώπηση; Να απαιτούν τέτοια εμπιστοσύνη;
Το πρόβλημα δεν είναι το εκλογικό όριο. Είναι η έλλειψη ποιότητας και ηθικού επιπέδου του πολιτικού συστήματος. Αυτό αλλάζει μόνο μέσα από την εμπλοκή νέων ανθρώπων που δεν θα εκκολαφθούν μέσα στο ίδιο σύστημα, δεν είναι παιδιά του κομματικού σωλήνα, μέσα από πίεση προς το κομματικό κατεστημένο να αλλάξει (και αυτό γίνεται μόνο εφόσον απειλείται), και με τη συμμετοχή των πολιτών, οι οποίοι σήμερα απαξιώνουν, για όλους τους σωστούς λόγους, τους πολιτικούς.
Όσο ελκυστικό κι αν ακούγεται ότι θα απαλλαγούμε από άτομα που σίγουρα καμιά θέση δεν έχουν στη Βουλή και θα διασφαλίσουμε ότι δεν θα μπουν άλλα που θυμίζουν το χειρότερο πρόσωπο της δημοκρατίας, άλλο τόσο, αν όχι περισσότερο οδυνηρή, είναι η πεποίθηση ότι αυτοί που έφεραν τη χώρα σ’ αυτή την κατάσταση θα κληθούν και να μας οδηγήσουν εκτός αυτής. Πολύ απλά διότι ούτε μπορούν αλλά κυρίως ούτε και θέλουν. Μας το είπαν και μας το έδειξαν, με κάθε λέξη και κάθε πράξη τους, την τελευταία τριετία.
Δημοσιεύθηκε και στον Πολίτη της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου