Αρχικά να ξεκαθαρίσω ότι καθόλου δε συμμερίζομαι τις ανησυχίες του ΑΚΕΛ περί λανθασμένων μηνυμάτων προς τον ΟΗΕ.
Θεωρώ ότι αυτό δεν είναι σημαντικό επιχείρημα επειδή ο ΟΗΕ έχει ρόλο υποβοηθητικό στην όλη διαδικασία και επιπλέον έχει διαμηνύσει πάρα πολλές φορές ότι είναι πρόθυμοι να υποστηρίξουν όποια λύση οι δύο πλευρές είναι πρόθυμες να συζητήσουν σε κλίμα καλής διάθεσης με στόχο να καταλήξουν σε μια κοινά αποδεκτή και συμφωνημένη λύση του προβλήματος. Εξάλλου και η πρόσφατη έκθεση του Οργανισμού Η.Ε. την περασμένη εβδομάδα απέδειξε για άλλη μια φορά το πιο πάνω. Διαφωνώ ακόμη εντονότερα βέβαια με λογικές απόρριψης της ομοσπονδιακής βάσης που βρήκαν αφορμή να ακουστούν συνοδευόμενα από αόριστες και ανεδαφικές εισηγήσεις από μικρότερα κόμματα του λεγόμενου ενδιάμεσου.
Προσωπικά θα υποστηρίξω την ομοσπονδιακή λύση σε κάθε παραλλαγή της. Εν τούτοις θεωρώ ότι μία ισχυρή κεντρική κυβέρνηση πλεονεκτεί έναντι μίας κυβέρνησης με αποκεντρωμένες εξουσίες στα κρατίδια. Οι λόγοι αφορούν σε τρείς βασικούς παράγοντες. Πρώτο, στο ότι μια αποκεντρωμένη ομοσπονδία με πολλές διοικητικές αρμοδιότητες διαχωρισμένες στα δύο κρατίδια θα είναι οικονομικά ασύμφορη και επιπλέον θα είναι διοικητικά δαιδαλώδης. Δεύτερο, διαφωνώ με τις προοπτικές που διανοίγονται από την εφαρμογή της σε βάθος χρόνου επειδή τις κρίνω ως διαχωριστικές αντί ενωσιακές και τρίτο θεωρώ ότι πλήττει τις προοπτικές ανταγωνιστικότητας της οικονομίας μας.
Πιο δαπανηρή οικονομικά και διοικητικά.
Η αποκέντρωση κοστίζει για τον πολίτη. Μεγαλύτερη κρατική μηχανή σημαίνει περισσότεροι δημόσιοι υπάλληλοι και μεγαλύτεροι φόροι. Επιπλέον λιγοστεύουν τα περιθώρια διοικητικής συνεννόησης κέντρου – περιφέρειας και εμφανίζονται σοβαροί κίνδυνοι αναβίωσης μεταξύ τους ανταγωνισμού και συγκρούσεων με αποτέλεσμα περισσότερο διοικητικό φόρτο και ταλαιπωρία για τους πολίτες. Όποιο αίτημα δε θα έχει τους μηχανισμούς να επιλύεται σε κεντρικό κρατικό επίπεδο θα μεταφέρεται πάνω στους ώμους των πολιτών για να βρουν λύση.
Επιπλέον, η Κύπρος είναι ένα μικρού μεγέθους νησί. Με την πρωτεύουσα ενωμένη χωροταξικά. Πως είναι δυνατόν να έχεις διαφορετικές πολεοδομικές αρχές; Πως είναι δυνατόν να έχεις ξεχωριστά κτηματολόγια, ξεχωριστές δημόσιες μεταφορές/συγκοινωνίες, ξεχωριστά τμήματα δημοσίων έργων, ξεχωριστές μονάδες διαχείρισης κρίσεων; Θα δημιουργούνται καθυστερήσεις και αντιφάσεις.
Είναι θέμα προοπτικής.
Και προσδοκίας! Πως οραματίζεται ο καθένας τον τόπο μας σε δέκα ή σε είκοσι χρόνια; Πόσο μυωπικά ή πόσο μακριά μπορούμε να φανταστούμε τις επόμενες γενιές; Θα έχουμε ένα νησί όπου οι κάτοικοι του θα μιλούν άπταιστα την ελληνική, την τουρκική και την αγγλική γλώσσα με υψηλό επίπεδο μόρφωσης οι οποίοι θα συν-δημιουργούν και θα αναπτύσσουν τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας με τρόπο αμοιβαία επωφελές ή θα έχουμε δύο κρατίδια με μια χαλαρή κεντρική κυβέρνηση που θα έχουν περισσότερα εσωτερικά προβλήματα ανταγωνισμού παρά συνεργασίας; Με υφέρπον μίσος, ταξικό διαχωρισμό και εθνικισμό;
Και ιδεολογίας.
Η παράταξη της δεξιάς η οποία υποστήριξε και συνέβαλε στο όραμα της Ενωμένης Ευρώπης και της συνεργασίας των κρατών μελών με όχημα την οικονομική ολοκλήρωση και με μακροπρόθεσμο στόχο την πολιτική ένωση, είναι οξύμωρο να μη στηρίζει το αντίστοιχο μοντέλο συνεργασίας και ανάπτυξης εντός του δικού της μικρού κράτους.
Τέλος όσο αφορά στο επιχείρημα των θεμάτων χαμηλής πολιτικής. Όπως Π.χ. η νεολαία, το περιβάλλον, η έρευνα κλπ που μπορούν λένε ορισμένοι να είναι χωριστά. Είναι όμως όντως αυτά τα ζητήματα το 2018 δευτερευούσης πολιτικής σημασίας; Βάση των προτεραιοτήτων και των ευρωπαϊκών προϋπολογισμών η απάντηση είναι, «Οπωσδήποτε και όχι!». Η νεολαία, η έρευνα, η καινοτομία είναι τα κύρια κλειδιά για να μπορέσει μια οικονομία να είναι ανταγωνιστική. Ενώ το περιβάλλον αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις που έχει να διαχειριστεί ο πλανήτης.
Καταληκτικά, η μόνη λειτουργική αποκέντρωση που πιστεύω ότι θα μπορούσε να εξεταστεί και να λειτουργεί με τρόπο επωφελή είναι να ενισχυθεί η αρχή της επικουρικότητας και να δοθούν μεγαλύτερες εξουσίες και προϋπολογισμοί σε τοπικό επίπεδο για διευκόλυνση της ζωής των πολιτών.
Γράφει: Ξένια Κωνσταντίνου