Οι διακοινοτικές σχέσεις.
Στην τ/κ Κοινότητα παραμένει κυρίαρχη η άποψη πως η ΕΟΚΑ επιδίωξε, την περίοδο 1955-1959, την φυσική εξόντωση των Τουρκοκυπρίων. Πρόκειται για πεποίθηση, ωστόσο, που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική πραγματικότητα, αφού στην αποικιακή περίοδο οι Τουρκοκύπριοι δεν αντιμετωπίζονταν ως εθνικός εχθρός. Αποτελεί πραγματικότητα ότι οι Ελληνοκύπριοι, επικαλούμενοι την αρχή της πλειοψηφίας, δεν αναγνώρισαν, ποτέ, στους Τουρκοκυπρίους το δικαίωμα να εγείρουν πολιτικές διεκδικήσεις ως προς το μέλλον του νησιού. Όπως είναι πραγματικότητα ότι η αυτοπεποίθηση που τους προσέδιδε η πληθυσμιακή και οικονομική τους υπεροχή, συνέβαλε στη διαμόρφωση μιας υπεροπτικής, ενίοτε και απαξιωτικής στάσης έναντι του σύνοικου στοιχείου. Παραταύτα, τον Απρίλιο του 1955, η ηγεσία της ΕΟΚΑ φαίνεται πως είχε σαφή επίγνωση της ανάγκης να μην εμπλακεί σε οποιαδήποτε αντιπαράθεση με την τ/κ Κοινότητα. Αναγνώριζε, προφανώς, πως ενδεχόμενη εθνοτική ρήξη θα μετέβαλλε την Ένωση από αντιαποικιακή διεκδίκηση σε υποκείμενο διακοινοτικής διένεξης. Αυτή την συλλογιστική αποτύπωνε και η γνωστή διακήρυξη της ΕΜΑΚ, οργάνωσης προπομπού της ΕΟΚΑ, η οποία αποβλέποντας, συν τοις άλλοις, και στην «ουδετεροποίηση» του τ/κ παράγοντα, αναφερόταν στους Τουρκοκυπρίους ως «συμπατριώτες» και «αδελφούς». Τα πολιτικά «ανοίγματα», ασφαλώς, της ΕΟΚΑ είχαν μηδενική απήχηση στους Τουρκοκυπρίους. Η ΕΟΚΑ απέτυχε να διαβλέψει πως, η καταφυγή στην ένοπλη αντιαποικιακή πάλη, θα ενίσχυε τις «υπαρξιακές» φοβίες των Τουρκοκυπρίων και θα συνέβαλε στη ριζοσπαστικοποίηση της πολιτικής τους συμπεριφοράς. Και ότι, με δεδομένη την μονολιθική αντίδραση των Τουρκοκυπρίων στην Ένωση, θα απελευθερώνονταν δυναμικές οι οποίες, αναπόφευκτα, θα συνέβαλλαν στην επιδείνωση των διακοινοτικών σχέσεων. Το ΑΚΕΛ υπήρξε η μοναδική πολιτική δύναμη που διαφώνησε έντονα με την ένοπλη επιλογή υποδεικνύοντας, εξ υπαρχής, για τις συνέπειες και τα αδιέξοδα που θα προκαλούσε αυτή απόφαση.
Ο «στρατός» των Τουρκοκυπρίων.
Η αποικιακή εξουσία, προκειμένου να διαιωνίσει την πολιτική της εξουσία, θα αξιοποιούσε με κυνισμό και κάθε μέσο την ανθενωτική υστερία των Τουρκοκυπρίων. Στην πλέον διχαστική τους «κίνηση» οι Βρετανοί μεθόδευσαν την μαζική «κατάταξη» των Τουρκοκυπρίων στα αποικιακά σώματα ασφαλείας. Η ΕΟΚΑ και η ε/κ Κοινότητα βρέθηκαν, αίφνης, ενώπιον ενός τουρκοκυπριακού «στρατού» αποτελούμενου από επικουρικούς και ειδικούς αστυνομικούς. Με τους τ/κ επικουρικούς να συνδράμουν τους Βρετανούς στην καταστολή των ε/κ μαθητικών διαδηλώσεων, στις ανακρίσεις ανταρτών της ΕΟΚΑ, αλλά και σε στρατιωτικές επιχειρήσεις η επιδείνωση των διακοινοτικών σχέσεων υπήρξε αναπόφευκτη. Οι διακοινοτικές σχέσεις διασαλεύτηκαν, περαιτέρω, συνεπεία των εκτελέσεων τ/κ επικουρικών από την ΕΟΚΑ. Η στρατιωτική ηγεσία της ΕΟΚΑ είτε υποτίμησε είτε αδιαφόρησε για την τ/κ ανάγνωση αυτών των «κτυπημάτων». Τα οποία ερμηνεύονταν ως μια γενικευμένη ε/κ επίθεση κατά των Τουρκοκυπρίων. Είναι ενδεικτικό πως τα πρώτα βίαια δικοινοτικά επεισόδια θα ξεσπάσουν, τον Ιανουάριο του 1956, όταν η ΕΟΚΑ θα εκτελέσει ένα τ/κ λοχία της αστυνομίας, ενώ όλες οι μετέπειτα εκτελέσεις τ/κ επικουρικών λειτούργησαν ως «πυρίτιδα» για την εκδήλωση βίαιων οχλαγωγικών επιθέσεων, εκ μέρους των Τουρκοκυπρίων, κατά ε/κ περιουσιών.
Η διάσπαση της ΚΟΠ.
Η επιδείνωση των διακοινοτικών σχέσεων είχε αντίκτυπο σε κάθε πτυχή της κυπριακής κοινωνικής ζωής. Ακόμη και στον τομέα του αθλητισμού. Τον Οκτώβριο του 1955 το ε/κ «Συμβούλιο Κυπριακών Σταδίων», επικαλούμενο τις «έκτακτες συνθήκες και την έξαψη και αναταραχή των πνευμάτων», απέκλεισε τις τουρκοκυπριακές ποδοσφαιρικές ομάδες από όλα τα ε/κ στάδια. Η απόφαση επικυρώθηκε από την ΚΟΠ η οποία αποφάσισε, επίσης, την προσωρινή αποβολή των τ/κ ομάδων από κάθε διοργάνωση, επίσημη ή και ανεπίσημη, της Ομοσπονδίας. Ούτως ώστε, όπως σημείωνε, να διασφαλιστεί η δημόσια τάξη σε μια περίοδο όπου οι πολιτικές εξελίξεις πιθανό να υπέθαλπαν διακοινοτικές ταραχές. Με τις εξελίξεις διαφώνησε το ΑΚΕΛ το οποίο προειδοποίησε ότι η απόφαση θα συνέβαλλε στην οριστική διάσπαση του κυπριακού ποδοσφαίρου και θα ενίσχυε την διακοινοτική «ψυχρότητα». Αντιθέτως, η τ/κ ηγεσία «καλωσόρισε» τις εξελίξεις, αφού αυτές συνιστούσαν «επιβεβαίωση» της θέσης της πως ήταν αδύνατη η συμβίωση των δύο Κοινοτήτων. Αντιδρώντας αστραπιαία στην, βεβιασμένη και πολιτικά ολέθρια, απόφαση της ΚΟΠ, η τ/κ ηγεσία, προχώρησε στην εγκαθίδρυση ξεχωριστής ποδοσφαιρικής ομοσπονδίας και στην δημιουργία τουρκοκυπριακής εθνικής ομάδας.
Οι «διώξεις» Ντενκτάς.
Οι ποινικές διώξεις των ανταρτών της ΕΟΚΑ προσέλαβαν και μορφή διακοινοτικής «αντιπαράθεσης», αφού ο Ραούφ Ντενκτάς υπήρξε εκ των πιο διακεκριμένων δικηγόρων του Στέμματος. Η εκ μέρους του επίδειξη υπερβάλλοντος «ζήλου», απόρροια του εθνικιστικού του μένους κατά των ανταρτών της ΕΟΚΑ, συνέβαλε ώστε, πολλοί εξ αυτών, να καταδικαστούν. Οι «επιτυχίες» Ντενκτάς δημιούργησαν, ανάμεσα σε πολλούς Ελληνοκυπρίους, αισθήματα απέχθειας κατά των Τουρκοκυπρίων. Ο Ντενκτάς υπήρξε αυτός, άλλωστε, που στην διάρκεια της δίκης του Μιχαλάκη Καραολή θα αποκάλυπτε πως ο επικεφαλής της ΕΟΚΑ στην επαρχία Αμμοχώστου, γνωστός μέχρι τότε με το ψευδώνυμο «Ζήδρος», ήταν ο Γρηγόρης Αυξεντίου. Αυτή καθεαυτή, ειδικότερα, η καταδίκη του Καραολή σε θάνατο, με δημόσιο κατήγορο τον Ραούφ Ντενκτάς, βασικούς μάρτυρες κατηγορίας τρεις Τουρκοκυπρίους και πρόεδρο του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, που απέρριψε την έφεση του καταδικασθέντα, τον τ/κ Μεχμέτ Ζεκιά Μπέϋ ενσωματώθηκε στην ε/κ συλλογική συνείδηση ως αταλάντευτη απόδειξη της τ/κ εχθρότητας.
«Από Τούρκο σε Τούρκο».
Το καλοκαίρι του 1955 οι τ/κ επιχειρηματίες αντέδρασαν έντονα στις μεθοδεύσεις της ηγεσίας τους να επιβάλει μποϋκοτάζ σε ε/κ προϊόντα. Υποδεικνύοντας την έντονη εξάρτηση της τ/κ εμπορομεσιτικής τάξης από την ε/κ κοινότητα. Η κλιμάκωση της δράσης της ΕΟΚΑ, ωστόσο, θα οδηγούσε στην εκτέλεση αρκετών τ/κ επικουρικών τις οποίες η τ/κ ηγεσία θα αξιοποιούσε προπαγανδιστικά. Αποβλέποντας στη διάρρηξη των κοινωνικών σχέσεων και την αποδόμηση των οικονομικών συνεργειών, ανάμεσα στις δύο Κοινότητες. Οι Κουτσιούκ και Ντενκτάς, όμως, δεν αρκέστηκαν στην εργαλειοποίηση των εκτελέσεων τ/κ αστυνομικών. Αντιθέτως, επιδίωξαν μεθοδικά την διόγκωση κάθε επεισοδίου διακοινοτικής ρήξης. Καταφεύγοντας, πολλές φορές, ακόμη και στην διοχέτευση ψευδών ειδήσεων ή και χαλκευμένων πληροφοριών για υποτιθέμενα περιστατικά βίας κατά των Τουρκοκυπρίων. Εν τέλει, η προπαγανδιστική εκστρατεία της τ/κ ηγεσίας σε συνάρτηση και με τις εκφοβιστικές μεθόδους της ΤΜΤ, διαμόρφωσαν τις «κατάλληλες» συνθήκες για αποδοχή της πολιτικής «από Τούρκο σε Τούρκο». Η προφανέστερη συνέπεια, αλλά όχι η μοναδική, αυτής της εξέλιξης υπήρξε η οικονομική και κοινωνική αποξένωση των δύο Κοινοτήτων. Με την «μονοπωλιακή» προώθηση τουρκικών προϊόντων θα αναδειχθεί, ταυτόχρονα, μια εμπορική και επιχειρηματική ελίτ η οποία θα υποστήριζε με πάθος τη διχοτομική πολιτική της τουρκοκυπριακής πολιτικής ηγεσίας.
Η κορύφωση της ρήξης.
Η άτεγκτη πρόταξη μιας διχοτομικής πολιτικής, από μέρους της τ/κ ηγεσίας, θα οδηγούσε τις διακοινοτικές σχέσεις σε ολική εκτροπή. Η τ/κ ηγεσία αντιλαμβανόταν πως δεδομένης της ανάμεικτης παρουσίας των δύο κοινοτήτων σε ολόκληρη την κυπριακή επικράτεια και της απροθυμίας πολλών Τουρκοκυπρίων να εγκαταλείψουν τα χωριά τους, η διαμόρφωση διχοτομικών τετελεσμένων δεν ήταν εύκολο εγχείρημα. Και ότι μόνο σε συνθήκες φόβου και ανασφάλειας θα πετύχαινε τη μαζική μετακίνηση των Τουρκοκυπρίων βορείως του 35ου παράλληλου, της νοητής γραμμής της διχοτόμησης. Αυτή την στρατηγική στόχευση εξυπηρετούσε η προβοκάτσια της ΤΜΤ, στις 7 Ιουνίου 1958, η οποία θα πυροδοτούσε μια αιματηρή δικοινοτική αντιπαράθεση. Αρχικώς, η ΕΟΚΑ αντέδρασε με αμηχανία στις εξελίξεις. Φοβούμενη, ενδεχομένως, ότι μια ολομέτωπη δικοινοτική ρήξη θα μετέβαλλε τη φυσιογνωμία του αντιαποικιακού αγώνα ή και επειδή η αντάρτικη δομή της οργάνωσης δεν επέτρεπε την αντιμετώπιση οχλοκρατικού τύπου επιθέσεων. Μέχρι το τέλος Ιουνίου είχαν σκοτωθεί, στις διακοινοτικές συγκρούσεις, 20 Ελληνοκύπριοι και μόλις 3 Τουρκοκύπριοι. Υπό το βάρος της έντονης κριτικής του Μακαρίου και της πίεσης της ελληνοκυπριακής κοινής γνώμης, η ΕΟΚΑ θα εξαπολύσει, τελικά, τη δική της επίθεση, μετά τις 11 Ιουλίου, με αποτέλεσμα η αντιπαράθεση να λάβει γρήγορα τη μορφή μιας γενικευμένης σύγκρουσης σε ολόκληρη την επικράτεια του νησιού, με δεκάδες νεκρούς και τραυματίες και από τις δύο κοινότητες. Οι καθημερινές δολοφονίες απλών Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου 1958 και, κυρίως, η ωμότητα που τις χαρακτήρισε, διέρρηξε, όσο ποτέ άλλοτε, τις σχέσεις των δύο Κοινοτήτων. Θηριωδίες που διεπράχθησαν το καλοκαίρι του 1958, όπως είναι η σφαγή των οκτώ Κοντεμενιοτών από Τουρκοκυπρίους στο Κιόνελι και η δολοφονία, από την ΕΟΚΑ, πέντε τουρκοκυπρίων εργατών έξω από την Κοντέα, εξακολουθούν να επιδρούν στην συλλογική μνήμη των δύο κοινοτήτων μέχρι τις μέρες μας.
Η «πρώτη» διχοτόμηση.
Ο βίαιος εκτροχιασμός των διακοινοτικών σχέσεων έδωσε στην τ/κ ηγεσία τις αναζητούμενες προφάσεις προκειμένου να «νομιμοποιήσει» την προώθηση και εδραίωση διχοτομικών τετελεσμένων. Μεσούσης των διακοινοτικών συγκρούσεων οι Τουρκοκύπριοι ανήγγειλαν την «αμετάκλητη» απόφασή τους για δημιουργία χωριστών δημοτικών αρχών και προχώρησαν στο διορισμό των πρώτων τ/κ Δημοτικών Συμβουλίων. Η τ/κ ηγεσία προέβαλε στην αιτιολόγησή της τη «δυσμενή» μεταχείριση που οι ομοεθνείς της αντιμετώπιζαν από την ελληνοκυπριακή πλειοψηφία, καθώς και τη μετατροπή των Δημαρχείων σε «προπαγανδιστές» της Ένωσης. Οι τ/κ εργαζόμενοι στους Δήμους υποχρεώθηκαν να υποβάλουν τις παραιτήσεις τους για να στελεχώσουν τις νεοσύστατες τ/κ δημοτικές αρχές, ενώ ανάλογη πρακτική ακολουθήθηκε και για τους Τουρκοκυπρίους που εργάζονταν σε κρατικές υπηρεσίες ή ιδιωτικές επιχειρήσεις που βρίσκονταν στους ε/κ τομείς των αστικών κέντρων. Οι ε/κ έμποροι στις δημοτικές αγορές στη Λευκωσία και Λεμεσό εκδιώχθηκαν διά της βίας από τους χώρους εργασίας τους. Επιπλέον πολλοί Ελληνοκύπριοι εκτοπίστηκαν, από την ΤΜΤ, από μεικτές περιοχές όπως ήταν η Ομορφίτα και η κοινότητα της Λεύκας. Από την άλλη οι εκτοπισμοί των 2,700 Τουρκοκυπρίων δεν υπήρξαν το αποτέλεσμα συντονισμένων ε/κ ενεργειών. Αναμφίβολα, όμως, τα «τυφλά» κτυπήματα και της ΕΟΚΑ κατά απλών Τουρκοκυπρίων, το καλοκαίρι του 1958, προκάλεσαν τρόμο σε πολλούς τ/κ χωρικούς απομακρυσμένων, κυρίως, περιοχών οι οποίοι έσπευσαν να μετακινηθούν σε ασφαλέστερες περιοχές.
Η αναβίωση της έχθρας.
Η συμπόρευση της τ/κ Κοινότητας, με την αποικιακή εξουσία, στον αγώνα κατά της «τρομοκρατίας» της ΕΟΚΑ υπήρξε απόλυτη. Ως εξέλιξη ήταν προβλέψιμη αφού οι Τουρκοκύπριοι είχαν διαχρονικά γαλουχηθεί να απεχθάνονται την Ένωση. Από τις αρχές του 20ου αιώνα η κυρίαρχη τ/κ αντίληψη, ήταν πως η προσάρτηση της Κύπρου στην Ελλάδα θα συνέβαλλε στον κοινοτικό αφανισμό των Τουρκοκυπρίων. Καθόλου τυχαία, επομένως, το σύνολο των τ/κ ενεργειών, στην περίοδο 1955-1959, απέβλεπαν στην καταβαράθρωση της Ένωσης και στην εξάρθρωση της ΕΟΚΑ. Η εθνοτική βία οδήγησε στην ιδεολογικοποίηση της, ριζωμένης στη συλλογική συνείδηση Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, αρνητικής ιστορικής μνήμης, καθώς και στην αναβίωση αρνητικών αντιλήψεων και αισθημάτων έναντι του «Άλλου». Η «υποχώρηση» αυτών των πεποιθήσεων δεν κατέστη εφικτή, με την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, αφού και οι δύο Κοινότητες παρέμειναν προσηλωμένες στην υλοποίηση των εθνικών τους «οραματισμών». Με αποτέλεσμα η Κύπρος να οδηγηθεί, τρία χρόνια αργότερα, σε ένα νέο κύκλο αίματος.
Γράφει: Σώτος Κτωρής