Στην ελληνική ιστοριογραφία επικράτησε διαχρονικά η αντίληψη πως στο δημοψήφισμα του 1950 εκατοντάδες ή και χιλιάδες Τουρκοκύπριοι ψήφισαν υπέρ της ένωσης. Στην πραγματικότητα η τουρκοκυπριακή κοινότητα αντέδρασε σύσσωμη στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ενώ ελάχιστοι Τουρκοκύπριοι (μόλις 42) θα «υπογράψουν» - αν υπέγραψαν - το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα.
Οι Τουρκοκύπριοι και το δημοψήφισμα του 1950
Το ενωτικό δημοψήφισμα της 15ης Ιανουαρίου 1950 ενίσχυσε τις «υπαρξιακές» φοβίες των Τουρκοκυπρίων, αφού πραγματοποιήθηκε σε μια εποχή όπου το ευρύτερο κλίμα της αποαποικιοποίησης προσέδιδε στις ελληνοκυπριακές εθνικές επιδιώξεις πολιτική και ηθική νομιμοποίηση, αλλά και ρεαλιστική προοπτική υλοποίησης. Ο φόβος μιας «αιφνιδιαστικής» ένωσης κατέτρεχε διαχρονικά την τουρκοκυπριακή κοινότητα, ιδιαίτερα, σε περιόδους που το ελληνοκυπριακό εθνικό κίνημα κορύφωνε τη δράση του. Οι Τουρκοκύπριοι αναγνώριζαν πως, μέσα από την προπαγανδιστική διαχείριση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος στη διεθνή κοινότητα, ελλόχευε ο κίνδυνος η ένωση να παρουσιαστεί ως επιλογή επιδοκιμαζόμενη από το σύνολο του κυπριακού λαού. Στο ενδεχόμενο να διαμορφωθούν τετελεσμένα που θα συνέβαλλαν στον «αφανισμό» της κοινοτικής τους ύπαρξης οι Τουρκοκύπριοι, συνεπικουρούμενοι από τον τουρκικό Τύπο και τους παντουρκιστές, ριζοσπαστικοποίησαν την στάση τους κατά των ελληνοκυπριακών μεθοδεύσεων. Οι Τουρκοκύπριοι κατέφυγαν ακόμη και σε αβάσιμα ιστορικά και πολιτικά επιχειρήματα προκειμένου να αποτρέψουν μια λύση που είχε ενσωματωθεί, στο συλλογικό τους υποσυνείδητο, ως η υπέρτατη απειλή για την φυσική τους επιβίωση. Βασική επιδίωξη των Τουρκοκυπρίων να αναδειχθεί πως η υλοποίηση της αρχής της αυτοδιάθεσης στην Κύπρο θα ήταν, για μια σειρά από λόγους, προβληματική. Αυτό το αξίωμα υπηρετούσαν οι τουρκοκυπριακοί ισχυρισμοί περί «αποσπασματικής» και «συγκυριακής» ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας στο νησί και ειδικότερα οι αναφορές σε μια πλειοψηφία «κομμουνιστική» και επομένως «αποσταθεροποιητική» για την στρατηγική ασφάλεια τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας. Σε μια περίοδο όπου το ψυχροπολεμικό κλίμα καθόριζε εν πολλοίς το ιδεολογικό υπόβαθρο της εξωτερικής πολιτικής πολλών χωρών, ιδιαίτερα του δυτικού μπλοκ, η τουρκοκυπριακή ηγεσία υιοθέτησε μια ακραία αντικομμουνιστική επιχειρηματολογία προκειμένου να εξισορροπήσει τις θετικές εντυπώσεις που δημιουργούσε, διεθνώς, η αντιαποικιακή ρητορική των Ελληνοκυπρίων. Οι τουρκοκυπριακές δραστηριότητες θα κορυφωθούν στις 12 Δεκεμβρίου 1949, με την διοργάνωση ενός ογκώδους ανθενωτικού συλλαλητηρίου, στο οποίο 15,000 Τουρκοκύπριοι αναθεμάτισαν το επερχόμενο δημοψήφισμα, την ένωση και το ΑΚΕΛ και απαίτησαν, όπως στη βάση πολιτικών, γεωγραφικών, οικονομικών και στρατηγικών παραμέτρων, η Κύπρος εκχωρηθεί στον «νόμιμο» ιδιοκτήτη της, την Τουρκία.
Στην ελληνοκυπριακή συλλογιστική ήταν αδιανόητη η προβολή οποιονδήποτε ενστάσεων κατά της ένωσης, ιδιαίτερα εκ μέρους της «ασήμαντης μειονότητας». Η παλλαϊκή τουρκοκυπριακή εκστρατεία κατά του δημοψηφίσματος ελάχιστα προβλημάτισε και καθόλου δεν επηρέασε τη στρατηγική στόχευση της ελληνοκυπριακής ηγεσίας. Στην ελληνοκυπριακή αντίληψη η τουρκοκυπριακή κοινότητα δεν υφίστατο ως πολιτικό υποκείμενο. Άλλωστε, αυτή καθεαυτή η επιλογή διεξαγωγής της «ψηφοφορίας» στους χριστιανικούς χώρους λατρείας απαξίωνε παντελώς την τουρκοκυπριακή παρουσία, αφού υποδηλούσε πως το πολιτικό μέλλον του νησιού αφορούσε αποκλειστικά και μόνο την ελληνορθόδοξη πλειοψηφία. Ο ελληνικός εθνικισμός στην Κύπρο συγκροτήθηκε έχοντας ως δομική διάσταση την απαξίωση και την σχεδόν απόλυτη παραγνώριση της τουρκοκυπριακής παραμέτρου ως εν δυνάμει απειλής για τις ελληνοκυπριακές επιδιώξεις. Οι ανθενωτικές αντιδράσεις της τουρκοκυπριακής πολιτικής ελίτ αποδόθηκαν στην βρετανική διαιρετική πολιτική ενώ, κατά τον ελληνοκυπριακό Τύπο της εποχής, την ένωση υπερψήφισε και σημαντικός αριθμός απλών Τουρκοκυπρίων. Στην πραγματικότητα η τουρκοκυπριακή κοινότητα αντέδρασε σύσσωμη στη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ενώ ελάχιστοι Τουρκοκύπριοι (μόλις 42) θα «υπογράψουν» - αν υπέγραψαν - το αίτημα για ένωση με την Ελλάδα. Πρόκειται για εξαιρετικά μικρό αριθμό στο σύνολο της τουρκοκυπριακής κοινότητας για να μπορεί να αμφισβητηθεί η πλήρης και καθολική αντίδρασή των Τουρκοκυπρίων στην ένωση.
Η πραγματοποίηση του δημοψηφίσματος του 1950 συνιστά κομβικό σημείο στην ιστορική εξέλιξη του ενωτικού ζητήματος. Η έντονη διεθνής δραστηριότητα που ανέπτυξε η ελληνοκυπριακή ηγεσία για κοινοποίηση των αποτελεσμάτων του δημοψηφίσματος ως της «βούλησης» του κυπριακού λαού σε ολόκληρο τον κόσμο, ενεργοποίησε και τα τελευταία σε αδράνεια αντανακλαστικά των Τουρκοκυπρίων προκειμένου να αποτραπεί η ένωση. Στρατηγική επιδίωξη των Τουρκοκυπρίων υπήρξε η διασφάλιση μιας ενεργότερης εμπλοκής της Τουρκίας στο Κυπριακό. Ωστόσο, η τουρκική εξωτερική πολιτική ήταν μονοδιάστατα προσανατολισμένη στην αντιμετώπιση της εξωτερικής κομμουνιστικής απειλής και στην προσπάθεια ένταξης της χώρας στους μηχανισμούς ασφάλειας του δυτικού κόσμου. Η Τουρκία «δέσμια» της ψυχροπολεμικής αντιπαλότητας υποχρεωνόταν σε μια νηφάλια και μετριοπαθή διαχείριση του Κυπριακού στη δημόσια σφαίρα, αλλά στο διπλωματικό παρασκήνιο είχε ξεκαθαρίσει, τον Ιανουάριο του 1950, πως σε περίπτωση μεταβολής του status quo θα προέβαλλε αναβαθμισμένες διεκδικήσεις στην Κύπρο. Ένα κρίσιμο ιστορικό στοιχείο που η ελληνοκυπριακή πολιτική ελίτ απέτυχε να αντιληφθεί και να καταγράψει. Οι μετέπειτα πολιτικές ενέργειες των Ελληνοκυπρίων, ιδιαίτερα η υιοθέτηση της ένοπλης απελευθερωτικής πάλης, καθορίστηκαν αγνοώντας την τουρκική παράμετρο με αποτέλεσμα να ακυρωθεί μια ιστορική συγκυρία που εκ προοιμίου οδηγούσε στην αυτοδιάθεση.
Γράφει: Σώτος Κτωρής