Η συμφωνία για την λύση του Κυπριακού και η έγκρισή της από το λαό μπορεί όντως να είναι το σημαντικότερο βήμα, αλλά δεν είναι το μόνο.
Την επαύριο της υπογραφής η λύση θα πρέπει να εφαρμοστεί άμεσα σε κοινωνικό επίπεδο. Η κοινωνία θα πρέπει να είναι έτοιμη για την ειρηνική συμβίωση. Αυτό είναι, όμως, κάτι που δεν θα γίνει αυτόματα. Τα τραγικά ιστορικά γεγονότα του παρελθόντος και ο συσσωρευμένος πόνος, θυμός και φόβος που αυτά προκάλεσαν δεν μπορούν να διαγραφούν μέσα σε μια νύχτα.
Ως εκ τούτου, πρέπει άμεσα να αναληφθούν πρωτοβουλίες για να φέρουν τις δύο κοινότητες πιο κοντά και να αποκαταστήσουν την εμπιστοσύνη μεταξύ τους. Το φυσικό τείχος που χωρίζει τις δύο πλευρές θα φύγει με την πολιτική συμφωνία. Το συναισθηματικό, όμως, τείχος θα φύγει μόνο με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και τη συμφιλίωση μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Αυτό δεν θα πρέπει να αγνοείται, διότι η συμφιλίωση θα είναι η καλύτερη εγγύηση για την εφαρμογή και τη βιωσιμότητα της οποιασδήποτε λύσης. Η συμφιλίωση είναι απαραίτητη προϋπόθεση για σταθερή και διαρκή ειρήνη. Η πραγματική συμφιλίωση δεν επιτυγχάνεται εύκολα. Οι προσπάθειες για συμφιλίωση αντιμετωπίζουν πολλές προκλήσεις.
Πρώτο, έχουν να αντιμετωπίσουν προκαταλήψεις και στερεότυπα που είναι βαθιά ριζωμένα σε πολύ αρνητικές, συχνά αλληλοσυγκρουόμενες, συλλογικές αφηγήσεις και ιστορικές μνήμες.
Δεύτερο, έρχονται αντιμέτωπες με συλλογικές πεποιθήσεις σχετικά με τις κακές προθέσεις του «άλλου».
Τρίτο, έχουν να αντιμετωπίσουν πολύ αρνητικά συναισθήματα, όπως τον φόβο, τον θυμό και το πένθος, συναισθήματα που εξασθενίζουν σημαντικά τη θέληση για αποδοχή της «άλλης» πλευράς.
Συνεπώς, έχοντας αυτό κατά νου, πώς μπορούμε να επιτύχουμε τη συμφιλίωση; Η συμφιλίωση απαιτεί κοινωνική αλλαγή. Είναι μια ψυχολογική διαδικασία, η οποία αποτελείται από αλλαγές στα κίνητρα, τους στόχους, τις πεποιθήσεις και τα συναισθήματα της πλειοψηφίας των μελών της κοινωνίας.
Πρέπει να αλλάξουμε τη νοοτροπία μας, εάν πραγματικά θέλουμε να οικοδομήσουμε ειρηνικές σχέσεις εμπιστοσύνης.
Πρέπει να σταματήσουμε να αναπαράγουμε την αντιπαράθεση και την εχθρότητα, εάν θέλουμε να ζήσουμε μαζί σε ένα νέο πλαίσιο ειρήνης και ευημερίας.
Αυτό δεν είναι εύκολο, αλλά μπορούμε να το πετύχουμε.
Αναφερόμενος και στις δύο κοινότητες, λέω:
· Ας ακούσουμε τη συλλογική αφήγηση του «άλλου» κι ας προσπαθήσουμε να κάνουμε τη δική μας αυτοκριτική.
· Ας παραδεχτούμε τα λάθη μας κι ας προσπαθήσουμε να κατανοήσουμε τον πόνο και της «άλλης» πλευράς.
· Ας οραματιστούμε μια εποχή ειρήνης και ευημερίας σε μια κοινή πατρίδα.
· Δεν έχουμε άλλη επιλογή από τη συμφιλίωση, επειδή η συμφιλίωση είναι ο μόνος τρόπος για ένα πραγματικά ειρηνικό μέλλον. Χρωστάμε αυτό το μέλλον στα παιδιά μας. Δεν πρέπει να αφήσουμε το μίσος του παρελθόντος να καταστρέψει το μέλλον μας.
Σε αυτό το σημείο θα ήθελα, να τονίσω κάτι ρητά και κατηγορηματικά. Η προσπάθεια για συμφιλίωση δεν θα γίνει σε καμία περίπτωση μέσα από την παραχάραξη της ιστορίας, ούτε και μέσα από την αλλοίωση της εθνικής ή θρησκευτικής ταυτότητας της κάθε κοινότητας. Η βιωσιμότητα της λύσης εξαρτάται, άλλωστε, σε μεγάλο βαθμό από τον σεβασμό στη διακριτή ταυτότητα της κάθε κοινότητας.
Δεν επιδιώκουμε τη δημιουργία μιας νέας εθνικής ταυτότητας, αλλά τη δημιουργία μιας ενιαίας πολιτικής ταυτότητας, η οποία θα βασίζεται σε κοινές δημοκρατικές αξίες και κοινές σύγχρονες κοινωνικές αντιλήψεις, όπως αυτές έχουν εδραιωθεί στον ευρωπαϊκό κόσμο στον οποίο ανήκουμε. Αυτή η πολιτική ταυτότητα θα είναι και η καλύτερη εγγύηση για τη σταθεροποίηση του ανεξάρτητου κράτους και τη διαμόρφωση κοινών στόχων κι επιδιώξεων μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Εμείς, οι Κύπριοι, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι θέλουμε να απαλλαγούμε από το στίγμα του διαχωρισμού, του μίσους και του εθνικισμού.
Σήμερα σε ένα κόσμο που μοιάζει με κινούμενη άμμο, εμείς οι Κύπριοι μπορούμε να δώσουμε σε όλον τον πλανήτη, το πιο γενναίο παράδειγμα ειρήνης, δημοκρατίας, προόδου και ευημερίας. Μπορούμε να κτίσουμε μια κοινή ευρωπαϊκή πατρίδα για μας, αλλά περισσότερο για τα παιδιά μας.
Μπορούμε να δημιουργήσουμε ένα νέο αφήγημα για την Κύπρο, που αντί να στηρίζεται στην ιστορική μας διαμάχη, να γίνει φωτεινό παράδειγμα συνύπαρξης σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό ομοσπονδιακό κράτος.
Όπως ξέρετε, δεν μπορούμε να αλλάξουμε την ιστορία, ούτε και την γεωγραφία.
Μπορούμε, όμως να δημιουργήσουμε νέα ιστορία και να κάνουμε τη γεωγραφία της συνύπαρξης το μεγαλύτερο πλεονέκτημα μιας αναγεννημένης πατρίδας.
Γράφει: Νίκος Τορναρίτης