Μια Τουρκοκύπρια δικηγόρος στη Λεύκα, η Φεζά Γκιουζέλογλου, προσέφυγε στο «επαρχιακό δικαστήριο» της Μόρφου με στόχο να σταματήσει η προσευχή του εζάν (ezan) με ηχεία από τα τζαμιά.
Στις 5 Νοεμβρίου το δικαστήριο αποφάσισε ότι όντως η χρήση ηχείων και η μετάδοση των προσευχών σε υψηλή ένταση ήταν «ενοχλητική» και την απαγόρευσε. Η απόφαση αυτή αφορούσε αρχικά σε τρία τζαμιά της περιοχής. Η πρώτη αντίδραση εναντίον της απόφασης ήρθε από τον επικεφαλής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων, Ταλίπ Αταλάϊ, ο οποίος τόνισε ότι η εν λόγω απόφαση δεν δεσμεύει την υπηρεσία της οποίας προΐσταται και ότι «η προσευχή θα συνεχιζόταν κανονικά». Αξίζει να σημειωθεί ότι η εν λόγω απόφαση ξεσήκωσε θύελλα διαμαρτυριών – ιδιαίτερα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης – από Τούρκους αναγνώστες εναντίον συνολικά της Τουρκοκυπριακής κοινότητας.
Οι επικρίσεις έφτασαν, όπως συνήθως γίνεται σε τέτοιες περιπτώσεις, σε επίπεδα ρητορικής μίσους: «Είναι ντροπιαστικό αυτό το περιστατικό, εμείς δώσαμε τη ψυχή μας και αυτοί οι ‘σπόροι των Ελληνοκυπρίων’ δε σέβονται τον εζάνι μας», «μετά το ΡΚΚ η πρώτη δουλειά που πρέπει να γίνει είναι να κοπεί η γλώσσα αυτών των ελληνόσπορων», «βρε άθρησκο σκυλί, δεν μπορείς να είσαι κομμάτι αυτής της πατρίδας», «το πρόσωπο που ενθαρρύνει αυτές τις πράξεις είναι ο λεγόμενος πρόεδρος της κόρης-πατρίδας [Μουσταφά Ακιντζί]. Αυτός που συγκρούεται με το δικό μας Αρχηγό… ποιος νομίζεις ότι είσαι; Έχουμε αμφιβολίες για το κατά πόσο είσαι Μουσουλμάνος». Αυτά είναι μόνο μερικά από τα χιλιάδες σχόλια που παρέλασαν στις ηλεκτρονικές εκδόσεις τουρκικών εφημερίδων που μετέδωσαν την είδηση…
Από την «έλλειψη» τουρκικότητας στην «έλλειψη» θρησκευτικότητας
Αυτή φυσικά δεν ήταν η μοναδική περίπτωση αντιπαράθεσης μεταξύ της Τουρκοκυπριακής κοινότητας και Τούρκων για ζητήματα που στη δημόσια σφαίρα γίνονται αντιληπτά από μια μεγάλη μερίδα Τουρκοκυπρίων ως εισαγόμενες-ξένες επιβολές της Άγκυρας. Τα παραδείγματα της αύξησης των τζαμιών, της δυνατής προσευχής μέσω ηχείων, είναι μόνο μερικά. Οι τουρκοκυπριακές αντιδράσεις, οι οποίες χαρακτηρίζονται από τη διαφορετικότητα στο πολιτισμικό επίπεδο, τα τελευταία χρόνια αυξάνονται και αλλάζουν περιεχόμενο αναλόγως των επιβολών. Τις δεκαετίες αμέσως μετά την εισβολή, η πολιτιστική εκστρατεία της Άγκυρας στα κατεχόμενα είχε στο επίκεντρό της μια ακραία έκδοση του τουρκικού εθνικισμού. Ο τρόπος με τον οποίο είχε προωθηθεί, υπογράμμιζε την κλασσική ανησυχία των τουρκικών-κεμαλικών ελίτ ότι η Τουρκοκυπριακή κοινότητα «δεν ήταν και τόσο τουρκική». Η αμφισβήτηση της τουρκικότητας των Τουρκοκυπρίων ως πολιτική έκφραση και ιδεολογικό πρόγραμμα, ουσιαστικά υποδείκνυε την έλλειψη εμπιστοσύνης μέσα από την φράση «σπόροι των Ελληνοκυπρίων». Συνεπώς υπογράμμιζε τη μόνιμη υποψία των εκάστοτε κυβερνώντων στην Άγκυρα ότι ένα μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας ήταν πάντοτε «ύποπτο» για «εθνική προδοσία».
Στα χρόνια της διακυβέρνησης του Κόμματος Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (ΑΚΡ), η ιστορική «καχυποψία» συνεχίζεται με νέους κώδικες, πιο έντονους που απαξιώνουν ακόμα περισσότερο ένα μεγάλο μέρος της τουρκοκυπριακής κοινωνίας. Στη σημερινή φάση, δίπλα από την «υποψία» ότι δεν πρόκειται για «καλούς και αφοσιωμένους Τούρκους», προστίθεται η «σιγουριά» ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν είναι «ούτε και καλοί Μουσουλμάνοι». Στα τέλη του 2013, ο τότε Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης της Τουρκίας, Μπεσίρ Αταλάϊ, μιλούσε στα εγκαίνια της πρώτης Θεολογικής Σχολής στα κατεχόμενα. Με χαρακτηριστικό ύφος ανάμεσα σε πολλά σημαντικά είπε: «Όλοι γνωρίζουμε πόση ανάγκη έχει η Βόρεια Κύπρος από θρησκευτική εκπαίδευση. Με τη Θεολογική Σχολή καλύπτεται σε μεγάλο βαθμό αυτή η αναγκαιότητα». Μέσα σε αυτό το πλαίσιο λοιπόν, η απόφαση απαγόρευσης της χρήσης των ηχείων για μετάδοση των προσευχών φαίνεται προς στιγμή να επιβεβαιώνει τις «ισλαμικές βεβαιότητες» του κόμματος του Ερντογάν για την ανάγκη ανάπτυξης μιας κοινωνικής μηχανικής που θα έχει στο κέντρο της τη «θρησκευτική διαπαιδαγώγηση» των Τουρκοκυπρίων.
Η ευρηματική αντίσταση και οι τρείς άξονες των υψηλών «θρησκευτικών» ντεσιμπέλ
Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια σε κατοικημένες περιοχές, η ένταση της μετάδοσης της προσευχής από τα ηχεία στα τζαμιά, αποτελεί ένα μόνιμο παράπονο. Εκατοντάδες γραπτές καταγγελίες φτάνουν στα γραφεία της διεύθυνσης θρησκευτικών υποθέσεων και της διεύθυνσης βακουφίων από Τουρκοκύπριους που ζητούν την κατάργηση της χρήσης μεγαφώνων. Πολλές φορές μάλιστα, λόγω της μαζικότητας των παραπόνων, ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Θρησκευτικών Υποθέσεων, Ταλιπ Αταλάϊ, αναγκάστηκε να δεσμευτεί δημόσια ότι θα λάβει «κάποια μέτρα». Όμως οι ευρηματικές, κάποτε και ακραίες αντιδράσεις των Τουρκοκυπρίων, επιβεβαιώνουν την έλλειψη μέτρων για την κατάργηση των ηχείων. Πολλές φορές Τουρκοκύπριοι κορνάρουν επιδειχτικά ως «αντίμετρο» στα υψηλά ντεσιμπέλ της θρησκευτικής προσευχής. Άλλοι πυροβολούν από μακριά τα ηχεία με τα κυνηγητικά τους όπλα. Μερικοί ακόμα πιο «ριψοκίνδυνοι» φροντίζουν να διακόψουν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο τζαμί.
Η πρόσφατη «δικαστική νίκη» λοιπόν ήταν μια συνέχεια στις μικρές και αποσπασματικές κοινοτικές διαμαρτυρίες ενάντια σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό πρόγραμμα μετασχηματισμού. Η υψηλή ένταση με την οποία μεταδίδονται οι προσευχές από τα τζαμιά των κατεχομένων πέντε φορές την ημέρα, δεν είναι εξέλιξη που καταγράφεται σε μουσουλμανικά εθιμικά πλαίσια και παραδόσεις. Αντίθετα αποτελεί συνέχεια μιας συγκεκριμένης ιδεολογικό-πολιτικής επιβολής. Η υψηλή ένταση της φωνής και η χρήση της τεχνολογίας για τη διάδοσή της, είναι μοντέλα επίδειξης ισχύος και πραγμάτωσης μιας συγκεκριμένης πολιτισμικής τάξης πραγμάτων. Τα στρατόπεδα συγκεντρώσεων, οι φυλακές, οι στρατώνες, είναι μερικά από τα πολλά πεδία εφαρμογής αυτών των μεθόδων. Ο Τουρκοκύπριος ψυχολόγος Βαμίκ Βολκάν κάποτε είχε εντοπίσει το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτού του τρόπου μετάδοσης της προσευχής λέγοντας ότι είναι ένα είδος «πολιτικής μαγκιάς και δήλωσης ότι ‘εγώ αυξάνω τον ήχο και αν εσείς μπορείτε μειώστε τον’»!
Ο δεύτερος άξονας του υπόβαθρου των ηχείων στα τζαμιά των κατεχομένων, αφορά στην εσωτερική αναδιάρθρωση της ταυτότητας του καθεστώτος. Η «ΤΔΒΚ» παύει να ορίζεται στην κυρίαρχη τουρκική αντίληψη ως μια προέκταση της κοσμικής έκδοσης του τουρκικού εθνικισμού. Σταδιακά πρέπει να φέρει τέτοια χαρακτηριστικά που να πιστοποιούν τη μεταφορά της νέας «εθνικής ταυτότητας» της Τουρκίας στην Κύπρο. Πρέπει συνεπώς να διακρίνεται από τη μετατροπή του σουνιστικού Ισλάμ σε δομικό στοιχείο της συλλογικής ταυτότητας, όχι απλά ως συμπληρωματικό και σίγουρα όχι απλά ως μια πολιτιστική έκφραση. Αυτό είναι άλλωστε και το σημείο που προκαλεί τις τουρκοκυπριακές αντιδράσεις αφού αμφισβητεί την ιστορικά φιλελεύθερη σχέση της κοινότητας με τη θρησκεία.
Ο τρίτος άξονας αφορά στην καταγραφή μιας πολιτικής δήλωσης προς τον «άλλο», δηλαδή την Ελληνοκυπριακή κοινότητα. Η προσευχή διαδίδεται μέσα από ηχεία, αυξάνεται συνεχώς η ένταση για να φτάσει στην «άλλη» πλευρά. Γίνεται επομένως μια υπενθύμιση του νέου περιεχομένου της διαδικασίας κρατικής οικοδόμησης προς τον «αντίπαλο». Αν στις προηγούμενες δεκαετίες το σύμβολο της κατοχής αλλά και της χωριστής κρατικής οικοδόμησης ήταν η σημαία στον Πενταδάκτυλο, σήμερα η ταυτότητα μιας χωριστής κρατικής ύπαρξης που πρέπει να αντιλαμβάνεται ο «άλλος» περνά μέσα από τη διασαφήνιση της «έλευσης της θρησκείας». Σε αυτή την περίπτωση η «ΤΔΒΚ» που πρέπει να βλέπουν οι Ελληνοκύπριοι, θα πρέπει να διακρίνεται όχι από τα κοσμικά σύμβολα του εθνικισμού, αλλά από τους μιναρέδες, τις θεολογικές σχολές, τα μαθήματα κορανίου και τις προσευχές μέσα από τα ηχεία. Κάποτε μιλώντας σε Τουρκοκύπριους δημοσιογράφους ο Ερντογάν ήταν ιδιαίτερα χαρακτηριστικός στο πεδίο του ιδεολογικού ανταγωνισμού: «Όπως οι Ελληνοκύπριοι είναι τόσο αφοσιωμένοι στην Εκκλησία, έτσι και εσείς πρέπει να αγκαλιάσετε τη θρησκεία σας και να είσαστε περήφανοι»…
Μια δομική δυσκολία της τουρκοκυπριακής αντιπολίτευσης αλλά και των Ελληνοκυπρίων
Όπως έχει προαναφερθεί, είναι πολλές οι περιπτώσεις στις οποίες εκφράζεται κριτική και δυσαρέσκεια από μερίδες της τουρκοκυπριακής κοινωνίας ενάντια στην πολυεπίπεδη στρατηγική κοινωνικής μηχανικής που ακολουθεί η Άγκυρα. Όμως είναι γεγονός ότι το διχοτομημένο κυπριακό κοινωνικό-πολιτικό πλαίσιο αναπαράγει εμπόδια στην αποτελεσματικότητα αυτών των αντιδράσεων. Η διχοτόμηση χώρου και πολιτικής δραστηριότητας στην Κύπρο, ιδιαίτερα από το 1974 και μετά, παρουσιάζει δυναμικά στοιχεία. Από το οικονομικό επίπεδο μέχρι την πολιτισμική έκφραση, οι μετασχηματισμοί καταγράφονται σχεδόν σε καθημερινό επίπεδο. Καταγράφονται ακόμα και σε επίπεδα αναλόγως των ιδεολογικών και πολιτικών αλλαγών που συμβαίνουν στην Άγκυρα. Το κεντρικό χαρακτηριστικό της εξελικτικής πορείας είναι η βαθμιαία ενσωμάτωση των κατεχομένων στην Τουρκία και όχι η ανεξαρτητοποίηση τους από την υπόλοιπη Κύπρο. Επομένως το περιστατικό με τα ηχεία, έρχεται να επικαιροποιήσει την πορεία αυτονόμησης της Τουρκίας στα κατεχόμενα χωρίς τη νομιμοποιητική ανάγκη της Τουρκοκυπριακής κοινότητας. Έρχεται να επιβεβαιώσει ότι το διχοτομικό πλαίσιο δεν αναπαράγεται απλά, αλλά «ομαλοποιείται» με νέο περίβλημα… αυτή τη φορά και με θρησκευτικούς τόνους.
Γράφει: Νίκος Μούδουρος