Στο προσκήνιο και πάλι η «ανάγκη» ιδιωτικοποιήσεων. Καμία έκπληξη.
Μόνιμη και διαχρονική επιδίωξη της νεοφιλελεύθερης παράταξης στη χώρα μας που την επαναφέρει με κάθε ευκαιρία. Αυτό που διαφέρει κάθε φορά είναι η δικαιολογία που εφευρίσκεται, η ψευδαίσθηση που πλασάρεται για να κρύψει την ωμή πραγματικότητα : Την επιδίωξη εκποίησης δημοσίου πλούτου για να παραδοθεί με εξευτελιστικούς όρους στο μεγάλο ιδιωτικό ντόπιο και ξένο κεφάλαιο.
Το 1999 η κυβέρνηση Κληρίδη με πρωταγωνιστή τότε τον κ. Αβέρωφ αποφάσισε να ξεπουλήσει την ΑΤΗΚ υπό τον μανδύα τότε της ανάγκης «μετοχοποίησης», για μη χάσει τάχα τον έλεγχο το κράτος. Σημειώνεται ότι το ίδιο έπραξε και ο ΟΤΕ στην Ελλάδα και η Φρανς Τέλεκομ στη Γαλλία εκείνη την περίοδο. Σήμερα ελέγχουν το 10% περίπου...
Αν δεν αντιδρούσε όμως τότε η κοινωνία και η Βουλή να σταματήσει την «μετοχοποίηση», τα 80 εκ ευρώ που πλεόναζε κάθε χρόνο η ΑΤΗΚ, περίπου 1 δις από τότε, θα κατέληγαν στους λογαριασμούς εκείνων που θα έσπευδαν να αγοράσουν μεγάλα πακέτα μετοχών ΑΤΗΚ.
Η πραγματικότητα είναι ότι οι συνήθεις ύποπτοι ποτέ δεν σταμάτησαν να αποζητούν ιδιωτικοποιήσεις. Ή μάλλον σταμάτησαν. Για μια μέρα. Την Παρασκευή, πριν το δεύτερο γύρο των τελευταίων εκλογών οπόταν ο κ. Αναστασιάδης δεσμεύτηκε με επιστολή του στους εργαζομένους των Ημικρατικών να «εξεύρει άλλες πηγές χρηματοδότησης του δημόσιου χρέους ώστε να αποτρέψει την ενεργοποίηση πρόνοιας για ιδιωτικοποιήσεις». Όμως η μόνη δέσμευση που τήρησε ήταν αυτή με τους Τροϊκανούς στο Μνημόνιο που υπέγραψε μετά το κούρεμα, για σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις.
Και πάλι όμως χρειάστηκε η καλλιέργεια μιας ψευδαίσθησης. Χρειάστηκε και πάλι να συρθεί το γνωστό πιστόλι από το κομοδίνο για να σημαδέψει τον κρόταφο. Χωρίς να δεχτούν διάλογο, παραπλάνησαν την Βουλή ότι δεν υπήρχε άλλος τρόπος για να εισπραχθεί τάχα 1,4 δις. Βέβαια λίγους μήνες μετά, όταν «ξεφούσκωσε» ο ισχυρισμός αυτός μπροστά στον νεοδημιουργούμενο ισχυρισμό ότι «πάμε καλά» και αφού δήθεν ήδη προλάβαμε να κάνουμε μαξιλαράκι αξίας 2 δις, ο Υπ. Οικονομικών ομολόγησε ότι δεν είναι εισπρακτικό το θέμα αλλά θέμα πολιτικής επιλογής…
Τώρα έχουμε το νέο φρούτο. Ο ΔΗΣΥ και ο Υπ. Οικονομικών διαμηνύουν ότι με τις ιδιωτικοποιήσεις θα μειωθεί το δημόσιο χρέος.
Θα μειωθεί πρόσκαιρα. Μακροπρόθεσμα το πιθανότερο να ακολουθήσουμε το παράδειγμα της Ελλάδας που έσπευσε σε ιδιωτικοποιήσεις αλλά από τότε που εφαρμόζει της Μνημονιακές πολιτικές το δημόσιο χρέος αυξήθηκε σημαντικά. Και είναι λογικό να αυξηθεί αφού στερείς από το κράτος μόνιμα έσοδα που μεταφέρονται στις τσέπες κάποιων μεγαλοσχήμονων, πιθανότητα στο εξωτερικό .
Το άλλο αφοπλιστικό επιχείρημα ήρθε από τον κ. Αβέρωφ : “Αφού όλη η Ε.Ε. προχωρά σε ιδιωτικοποιήσεις εμείς γιατί να κόψουμε πίσω”;
Η πραγματικότητα τεκμηριώνει ότι σήμερα μετά από δεκαετίες εμπειριών ιδιωτικοποίησης και μετά που η κοινωνία πλήρωσε τα σπασμένα, η τάση είναι για επανακρατικοποίηση όπως συμβαίνει σήμερα πχ σε Γερμανία, Βρετανία και Γαλλία.
Χαρακτηριστικά είναι τα ευρήματα από δημοσκοπήσεις στη Βρετανία που δείχνουν ότι ο κόσμος επιθυμεί την επιστροφή των σιδηροδρόμων στο δημόσιο και το 61% θεωρεί πως οι κύριες υπηρεσίες κοινής ωφέλειας απέδιδαν καλύτερα ενόσω ήταν δημόσιες.
Από τη διεθνή εμπειρία είναι ξεκάθαρο ότι η εµπορευµατοποίηση Δημόσιων Οργανισμών προκαλεί αύξηση των τιμών στις παρεχόμενες υπηρεσίες και προϊόντα, τα οποία γίνονται λιγότερο ποιοτικά και προσβάσιμα. Επιπλέον δημιουργούνται ιδιωτικά μονοπώλια που είναι κατά πολύ χειρότερα, δημιουργούνται αναπτυξιακά και κοινωνικά ελλείμματα όπως η άρνηση των ιδιωτικών εταιρειών σε νέες επενδύσεις σε υποδομές, ευνοϊκότερη μεταχείριση των µεγάλων βιοµηχανικών πελατών σε βάρος των νοικοκυριών κ.α
Στις σημερινές συνθήκες, με τη σκληρή λιτότητα που εφαρμόζουν κυβέρνηση και Τρόικα, όπου η ανεργία είναι στα ύψη, όπου απουσιάζουν οι επενδύσεις, οι Δημόσιοι Οργανισμοί είναι περισσότερο απαραίτητοι για να αξιοποιηθούν στρατηγικά ως εργαλεία στήριξης και επανεκκίνησης της οικονομίας.
Τελικά, μήπως αποτελεί ψευδαίσθηση ότι οι σαρωτικές ιδιωτικοποιήσεις μακροπρόθεσμα υπονομεύουν το συμφέρον της κοινωνίας συνολικά, ότι επιφέρουν αφόρητες πιέσεις στα δικαιώματα και στο επίπεδο των μισθών του συνόλου των εργαζομένων, ότι επιφέρουν εκτεταμένες απολύσεις που διογκώνουν την ανεργία, ότι απορρυθμίζουν τις εργασιακές σχέσεις και συντείνουν στην συνολική επικράτηση επισφαλών θέσεων εργασίας με 350 και 500 ευρώ, ότι ενισχύουν την αμφισβήτηση των Συλλογικών Συμβάσεων και ισχυροποιούν το ρόλο των πολυεθνικών;
Ας ανατρέξουμε για απαντήσεις στην εμπειρία από χώρες στην Ε.Ε.
Ας απαντήσει η Βουλή. Ας απαντήσουν η κοινωνία και οι εργαζόμενοι.
Γράφει: Νίκος Γρηγορίου