“Να ελευθερωθεί η Ιστορία. Ν' ανοιχθεί στο μύθο. Αν δεν το μπορούμε εμείς, Παντελή, πώς θα το μπορέσουν οι πολιτικές; Το πτώμα να γίνει γεγονός αναστάσιμο. Παύση…”
Η ρήση ανήκει στον Δ. Σαββόπουλο και τη θυμήθηκα αυτές τις μέρες που το θέμα της έκδοσης του κοινού ανακοινωθέντος και της έναρξης συνομιλιών ξαναήρθε στην επικαιρότητα. Σκέφτομαι ότι χάσαμε πολύ χρόνο, άσκοπα και ασύγγνωστα. Τα δέκα χρόνια έγιναν είκοσι, τα είκοσι τριάντα, τα τριάντα σαράντα. Πέρασε κι ο καιρός από το θλιβερό 2004, χωρίς να μπορέσουμε να κάνουμε μια ειλικρινή ενδοσκόπηση και συζήτηση για το πού θέλουμε να δούμε την πατρίδα μας τα επόμενα χρόνια.
Τα συνθήματα επιβίωσαν κι οι γραμμές χαράχθηκαν ξανά, για να μπορούμε να προσδιορίζουμε και να αυτοπροσδιοριζόμαστε. Δεν θέλω να διανοηθώ ότι αυτή θα είναι και η συνέχεια από δω και πέρα. Ότι θα ζούμε, δηλαδή, σε μια χώρα που θα ξυπνάει και θα κοιμάται με το ίδιο πρωτοσέλιδο στις εφημερίδες της για το Κυπριακό, τις πρωτοβουλίες, τους μεσολαβητές κι όλο το ατελείωτο κατεβατό ορολογίας που συνοδεύει Το Πρόβλημα.
Να απελευθερωθούμε από το σύμπλεγμα, να κλείσουμε την πληγή, να προχωρήσουμε στο μέλλον. Γίνεται; Έχω φάει πολύ 1963 και 1974 στη ζωή μου, έχω σπαταλήσει χρόνο, φαιά ουσία, μια θητεία για να μπορέσει να εξυπηρετηθεί το ιστορικό χρέος των προηγούμενων γενεών. Τώρα πια είναι η σειρά μας, κι αν χάσουμε κι αυτό το τρένο τότε θα πρέπει να ζητήσουμε κι άλλη αναβολή.
Κι όπως και το ίδιο το Κυπριακό, ήμασταν δέκα χρονών, γίναμε είκοσι, γίναμε τριάντα, πάμε για σαράντα. Αλήθεια, πόσο χρόνο έχουμε; Μαζί με αυτά σκέφτομαι ότι τελείωσαν τα ψέματα και για την κοινωνία μας, αλλά και για τον καθένα ξεχωριστά. Αυτή τη φορά στη συνάντηση με την Ιστορία δεν θα μπορέσουμε να αρθρώσουμε δικαιολογίες: «δεν ξέραμε», «δεν το περιμέναμε», «θα έρθουν καλύτερες μέρες». Δεν θα φτουράνε τα επιχειρήματα για την «ευρωπαϊκή λύση», το «σωστό περιεχόμενο», την «επανατοποθέτηση».
Εδώ, ενώπιος ενωπίω, ο καθείς με τον καθρέφτη του, την οικογένειά του και τους φίλους του για να απαντηθούν τα πραγματικά ερωτήματα. Δηλαδή, αν θέλουμε λύση, αν πιστεύουμε σε αυτή τη λύση που θα προκύψει και αν είμαστε έτοιμοι να δουλέψουμε για την καλή της λειτουργία. Το μέλλον δεν έρχεται μόνο του, θέλει κουπί, θέλει ψυχραιμία, θέλει προετοιμασία. Ας στείλουμε την παλιά Κύπρο, των νεκρών, των μαρτύρων, των αγνοουμένων, της λατρείας του θανάτου στους παλιούς τόμους της ιστορίας και τον φόβο, την πολιτική μυωπία και την περιχαράκωση στις υποσημειώσεις της.
Γι’ αυτό επιτρέψτε μου την παράφραση: «Να ελευθερωθεί η Ιστορία. Ν' ανοιχθεί στο μύθο. Αν δεν το μπορούμε κι εμείς, αδερφέ, πώς θα το μπορέσουν μόνο οι πολιτικές; Το πτώμα του παρελθόντος να γίνει γεγονός αναστάσιμο. Πάμε…”
Γράφει: Νικόλας Κυριάκου