Φωτογραφία:
O κ.Χρ. Ξ. Παλαμάς, Μόνιμος Αντιπρόσωπος της Ελλάδας στα Ηνωμένα Έθνη, συναντά το Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών κ. Dag Hammarskjöld στις 20.8.54 για να του παραδώσει το αίτημα της Ελληνικής Κυβέρνησης για συμπερίληψη του ζητήματος της Κύπρου στην ημερήσια διάταξη της 9ης συνόδου της Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ. (φωτό από http://www.unmultimedia.org)
Ο δημόσιος διάλογος για την ιστορία περιστρέφεται συνήθως γύρω από εμβληματικές χρονολογίες κατά τις οποίες επισυνέβησαν γεγονότα που προσλαμβάνονται ως ηρωικά, δραματικά, τραγικά, κτλ. Οι χρονιές που ακολουθούν ή έπονται φαντάζουν ιστορικά ουδέτερες ή ακόμα και «ανύπαρκτες». Το 1954, δίπλα στο «εκκωφαντικό» 1955, φαίνεται ως να είναι «ιστορικά σιωπηλό». Εντούτοις, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού ήταν χρονιά έντονων πολιτικών ζυμώσεων, καθοριστικών μάλιστα για την Κύπρο. Κομβικό γεγονός ήταν η απόφαση της Ελληνικής Κυβέρνησης να καταθέσει αίτημα για τη συμπερίληψη του ζητήματος της Κύπρου στην ημερήσια διάταξη της επερχόμενης 9ης συνόδου της Γενικής Συνέλευσης των Ηνωμένων Εθνών. Σκοπός της ήταν να «διεθνοποιήσει» το κυπριακό και να αποσπάσει ψήφισμα που να υποστήριζε το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του κυπριακού λαού, κάτι που θα επέτρεπε συνεπακόλουθα την Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα μέσω π.χ ενός δημοψηφίσματος.
Η απόφαση για διεθνοποίηση του κυπριακού, έθετε τέρμα στη μέχρι τότε πολιτική της Ελλάδας, αναφορικά με την Κύπρο και βασιζόταν στις παρακαταθήκες του Βενιζέλου. Το «δόγμα Βενιζέλου» υποστήριζε ότι καμία προσπάθεια για μεταβολή στο καθεστώς της Κύπρου δεν θα έπρεπε να επιδιωχθεί χωρίς την πρότερη σύμφωνη γνώμη του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο με βάση το δικαιακό σύστημα της εποχής, ήταν κυρίαρχος του νησιού. Σύμφωνα με αυτή την πολιτική αντίληψη, μια «μονομερής» ενέργεια της Ελλάδας θα είχε ελάχιστες πιθανότητες να αποφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα, δεδομένης της ισχύς της Μ.Βρετανίας στο διεθνές διπλωματικό πεδίο. Επιπλέον, θα διατάρασσε τις σχέσεις Ελλάδας-Ηνωμένου Βασιλείου, τις οποίες είχε σχεδόν απελπισμένα ανάγκη, η καθημαγμένη από τον εμφύλιο και πολιτικο-οικονομικά εξαρτώμενη από το Δυτικό μπλοκ, Ελλάδα.
Προς την κατεύθυνση της διεθνοποίησης του κυπριακού επηρέασαν τόσο γενικότερες ιστορικές δυναμικές όσο και οι ενέργειες σημαντικών προσωπικοτήτων της εποχής. Στις γενικότερες δυναμικές μπορεί να περιληφθεί η χειμαρρώδης επιθυμία των Ελληνοκυπρίων για Ένωση με τη Ελλάδα, η οποία ασκούσε πίεση προς τις ελληνικές κυβερνήσεις να εκπληρώσουν το «ιστορικό τους χρέος προς την Κύπρο», καθώς και η συστηματική άρνηση του Ηνωμένου Βασιλείου να συζητήσει το ενδεχόμενο της παραχώρησης αυτοδιάθεσης στην Κύπρο στο πλαίσιο διμερών συνομιλιών με την Ελληνική Κυβέρνηση. Ίσως αυτές οι δυναμικές να μην ήταν αρκετές για την λήψη της απόφασης διεθνοποίησης του Κυπριακού από την κυβέρνηση Παπάγου το 1954, αν δεν συνέτρεχαν και οι ενέργειες συγκεκριμένων σημαντικών προσωπικοτήτων, όπως του 41χρονου τότε Αρχιεπίσκοπου Μακάριου Γ΄. Ο Αρχιεπίσκοπος και Εθνάρχης Μακάριος Γ’, αντιλαμβανόμενος τους δισταγμούς του Έλληνα Πρωθυπουργού, να προχωρήσει στη διεθνοποίηση του Κυπριακού, του άσκησε σχεδόν εκβιαστική πολιτική πίεση αναφέροντας ότι θα μπορούσε να ζητήσει από άλλες χώρες να εγείρουν το θέμα της Κύπρου στην Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ, αν η Ελλάδα δεν ήταν διατεθειμένη να το κάνει. Τελικά ο Παπάγος «πείθεται» και η Ελληνική Κυβέρνηση αποφασίζει να καταθέσει το αίτημα της στις 20 Αυγούστου το 1954.
Ενόψει της επικείμενης εγγραφής του ζητήματος της Κύπρου από την Ελλάδα, ο Αρχιεπίσκοπος Μακάριος προσκάλεσε τον «ευσεβή και φιλόθρησκο Ελληνικό Κυπριακό Λαό» να παραστεί σε πάνδημο δέηση στον Ιερό Ναό Φανερωμένης την Κυριακή 22 Αυγούστου 1954. H πρόσκληση σε δέηση και όχι σε συλλαλητήριο είναι επιβεβλημένη από το γεγονός ότι τα ανελεύθερα «αντιστασιαστικά μέτρα» που εφάρμοζαν οι βρετανικές αρχές, απαγόρευαν τη διεξαγωγή πολιτικών συγκεντρώσεων. Στις 22 Αυγούστου 1954, ενώπιον χιλιάδων κόσμου, ο Μακάριος θα εκφωνήσει τον πιο εμβληματικό, τόσο από πλευράς τεκμηρίωσης, όσο και από πλευράς συναισθηματικής φόρτισης, λόγο υπέρ της Ένωσης. Έμεινε γνωστός ως «Ο Όρκος της Φανερωμένης», αφού στην κορύφωσή του, ο Μακάριος καλεί το Λαό να δώσουν από κοινού Όρκο ότι θα παραμείνουν πιστοί έως θανάτου εις το εθνικό αίτημα για «Ένωση και μόνο Ένωση».
Στο διάστημα που μεσολάβησε από την εγγραφή του θέματος τον Αύγουστο μέχρι το Δεκέμβριο, παρατηρήθηκε έντονη πολιτική κινητικότητα τόσο από ελληνικής πλευράς όσο και από πλευράς των δυνάμεων που έβλεπαν αρνητικά το ελληνικό αίτημα: Αντιπροσωπείες τουρκοκυπριακών οργανώσεων διακήρυσσαν προς κάθε κατεύθυνση την αντίθεσή τους προς την προοπτική Ενώσεως της Κύπρου με την Ελλάδα. Η Τουρκική Κυβέρνηση άφηνε καθαρά να νοηθεί ότι δεν θα έμενε απαθής σε περίπτωση που γίνονταν προσπάθειες για αλλαγή του καθεστώτος στην Κύπρο. Τέλος, η Βρετανική Κυβέρνηση, εκτός από του να ενθαρρύνει τις αντιδράσεις της τουρκικής πλευράς, προέβηκε σε μια σειρά από διπλωματικές κινήσεις που θα απέτρεπαν δυσμενείς προς τα συμφέροντά της εξελίξεις σε επίπεδο ΟΗΕ. Εν τέλει, τον Δεκέμβριο 1954 η Ελληνική Κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη την ασυμμετρία δυνάμεων, συμφώνησε σε πρόταση που προέβλεπε τη «μη συζήτηση του θέματος προς το παρόν». Έτσι, το 1954 τελειώνει αφήνοντας ως παρακαταθήκη –μεταξύ άλλων- το γεγονός ότι ο ΟΗΕ δεν έβλεπε το θέμα του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του Κυπριακού Λαού με τον τρόπο που το έβλεπε η ελληνική πλευρά και δίνοντας τη δυνατότητα στην Τουρκία να εμφανίζεται από τούδε και στο εξής ως ενδιαφερόμενο μέρος στις συζητήσεις για το Κυπριακό.
Ανασκοπώντας τα γεγονότα του 1954 εκ των υστέρων, θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο να αμφισβητηθεί το ότι η κατάληξη της προσπάθειας διεθνοποίησης του κυπριακού είχε άλλα αποτελέσματα απ’ αυτά που επιδίωκαν οι εμπνευστές της. Μάλιστα, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η θέση ότι εκείνη η πολιτική επιλογή δημιούργησε δυναμικές που ωθούσαν στη μετεξέλιξη του κυπριακού ζητήματος με τρόπο δυσμενή προς τα συμφέροντα του Ελληνικού Κυπριακού Λαού, τουλάχιστον όπως αυτά γίνονταν αντιληπτά κατά την υπό εξέταση εποχή. Σε ένα άλλο επίπεδο, θα μπορούσε κάποιος να αναρωτηθεί αν υπάρχει δυνατότητα να αντληθούν συμπεράσματα από την εμπειρία του 1954 που να αποβούν «χρήσιμα» σήμερα. Εναπόκειται στον καθένα να το αποφασίσει. Ενδεχομένως, πάντως, η μελέτη του 1954 να αποτελέσει έναυσμα για προβληματισμό σχετικά με την ευθύνη που έχουν οι φορείς πολιτικής δράσης, ηγέτες και πολίτες, να σταθμίζουν με υπευθυνότητα το τι θεωρούν επιθυμητό ή δίκαιο να συμβεί με αυτό που πραγματικά συμβαίνει στο κόσμο, πριν παίρνουν τις αποφάσεις τους.
Γράφει: Μάριος Επαμεινώνδας