(Τι μάθαμε από ένα διεθνές οικονομικό συνέδριο στην Αθήνα)...
Ο Ανδρέας Κάλβος είχε πει πως «χρειάζεται αρετή και τόλμη η ελευθερία». Σε αυτή τη δεινή κατάσταση που βρίσκεται η Ευρώπη, τόσο οικονομικά και πολιτικά όσο και ηθικά και κοινωνικά, χρειάζεται και κάτι ακόμη για να ξεφύγει από τις αποδεδειγμένα πια αποτυχημένες πολιτικές λιτότητας: πολιτική βούληση. Κι αυτό ίσως είναι το πιο δύσκολο απ’όλα να βρεθεί. Ειδικά τη στιγμή που ολόκληρο το Ευρωπαïκό σύστημα αντιμετωπίζει μια κρίση αξιών που απομακρύνει όλο και περισσότερο την Ευρώπη και τους θεσμούς της από τους πολίτες που προσδοκούν μια αισιόδοξη πνοή από αυτό το οικοδόμημα. Κι όμως αυτό συνεχίζει να επιμένει στις ίδιες τακτικές. Στις πολιτικές λιτότητας που απέτυχαν. Που βύθισαν την Ελλάδα και άλλες περιφερειακές χώρες σε χειρότερη ύφεση και ανεργία, εγκλωβίζοντας τις σε ένα φαύλο κύκλο χρέους, λιτότητας και ύφεσης. Αυτή ήταν και η γενικότερη άποψη στο διήμερο συνέδριο που πραγματοποίησε στην Αθήνα το Levy Economics Institute του Bard College της Νέας Υόρκης με στήριξη του Ιδρύματος Ford με θέμα «Η κρίση στην Ευρωζώνη, η Ελλάδα, και η εμπειρία της λιτότητας».
Με οικονομολόγους, ερευνητές, τραπεζίτες, στελέχη της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ), βουλευτές και δημοσιογράφους από την Ελλάδα και το εξωτερικό, το συνέδριο έθεσε προς συζήτηση προτάσεις και εισηγήσεις για εναλλακτικές πολιτικές και για αποτελεσματικές λύσεις στα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα η Ευρώπη. Ανάμεσα στους καλεσμένους ήταν ο πρόεδρος του Levy Economics Institute Δημήτρης Παπαδημητρίου, ο εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας Yves Mersch, η πρώην Υπουργός Εργασίας και Οικονομικών Λούκα Κατσέλη, ο πρόεδρος του Ελληνικού Ιδρύματος Ευρωπαϊκής & Εξωτερικής Πολιτικής (ΕΛΙΑΜΕΠ) Λουκάς Τσούκαλης, ο πρώην Υπουργός Οικονομικών και Άμυνας και Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ερευνών και Πολιτικής Στρατηγικής για την Ανάπτυξη και τη Διακυβέρνηση (ΙΝΕΡΠΟΣΤ) Γεράσιμος Αρσένης, ο εκπρόσωπος της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ΔΟΕ) DuncanCampbell, οι δημοσιογράφοι Αλέξης Παπαχελάς και Σταύρος Λυγερός, και πολλοί άλλοι εξέχοντες ομιλητές.
Ερμηνεύοντας τον κόσμο βρίσκουμε τρόπους να τον αλλάξουμε, και γι’ αυτό το συνέδριο πρώτα εξερεύνησε τις οικονομικές ανισορροπίες και τα ευρύτερα ελλείμματα που οδήγησαν σ’ αυτή την κρίση. Μια κρίση που πέρα από οικονομική, είναι πολιτική, κοινωνική, ανθρωπιστική. Μια κρίση νόμων, θεσμών και αξιών. Μια κρίση που αγγίζει κάθε πτυχή της ζωής μας. Γιατί όπως περιγραφικά τόνισε ένας εκπρόσωπος του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας, οι περικοπές στο Δημόσιο Σύστημα Υγείας συμβάλλουν στο να διαιωνίζουν την μιζέρια που υπάρχει, τόσο στην οικονομία του τόπου, όσο και στην ψυχολογία του λαού της.
Παρ’ όλο που σχεδόν όλοι οι ομιλητές τόνισαν ότι ο λαός των περιφερειακών χωρών και δη της Ελλάδος έχει υποστεί θυσίες για διαρθρωτικές αλλαγές, η γενικότερη άποψη ήταν πως χρειάζονται αναπτυξιακές μεταρρυθμίσεις, μια πολιτική που επικεντρώνεται στην καταπολέμηση της ανεργίας με ουσιώδεις αποτελέσματα όπως την άμεση δημιουργία θέσεων εργασίας. Με έμφαση στο γεγονός ότι τα δύο τρίτα των χιλιάδων ανέργων σήμερα στην Ελλάδα είναι μακροχρόνιοι άνεργοι, οι ομιλητές υπογράμμισαν το πρόβλημα της διαρθρωτικής ανεργίας, και του γεγονότος πως μένοντας τόσο καιρό εκτός της αγοράς εργασίας, οι άνεργοι χάνουν τις απαιτούμενες δεξιότητες και χρειάζονται εκ νέου εκπαίδευση. Κάτι που συνεπώς απαιτεί επιπλέον χρηματοδότηση. Μα το κατεξοχήν πρόβλημα στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες τις κρίσης δεν είναι η έλλειψη εκπαιδευμένων εργαζομένων αλλά η έλλειψη ζήτησης για αυτούς.
Οι ομιλητές αναφέρθηκαν επίσης στην κρίση του νέο-φιλελευθερισμού. Μιας πολιτικής που βασίστηκε σε ένα διαρθρωτικό μοντέλο μεταρρύθμισης για όλες τις χώρες ανεξαιρέτως γεωγραφικής τοποθεσίας, και χωρίς να λαμβάνει υπόψη τη συγκεκριμένη διάρθρωση και δομή της κάθε χώρας στην οποία υλοποιούταν. «Το ΔΝΤ και η ΕΕ πεισματικά συνταγογραφούν το ίδιο φάρμακο για όλες τις πάσχουσες οικονομίες και καταλήγουν με ασθενείς σε κώμα,» περιγράφει ο κ. Πολυχρονίου, ερευνητής του Levy Economics Institute, για να συμπληρώσει η κα. Κατσέλη πως «θα βγούμε από κρίση μόνο με βαθύτατη θεσμική ανατροπή». Μια ανατροπή που χρειάζεται και η ίδια η Ευρώπη, αφού όπως τονίστηκε στο συνέδριο δεν προέβλεψε σωστά και εγκαίρως για έναν Ευρωπαϊκό Εποπτικό Μηχανισμό για τις τράπεζες ή μια Ενιαία Τραπεζική Ένωση, και αφού σύμφωνα με τον κ. Τσούκαλη, ακόμα και η ΕΕ σήμερα είναι ένας «ελιτιστικός και μη δημοκρατικός θεσμός».
Αναφέρθηκε επίσης “το μοιραίο ελάττωμα του Ευρώ» όπως το περιέγραψαν δυο ξένοι ακαδημαϊκοί, εννοώντας το γεγονός ότι η Ευρωζώνη χτίστηκε στα θεμέλια ενός άνισου οικονομικού συστήματος, όπου οι χώρες μέλη παρέδιδαν την ανεξαρτησία τους μαζί με το νόμισμά τους, η ενιαία πολιτική που υλοποιούταν δεν λάμβανε υπόψη τα εσωτερικά καθεστώτα κάθε χώρας, και δεν υπήρχε η θωράκιση μιας ευρύτερης εγγύησης των καταθέσεων (κάτι που έγινε ιδιαίτερα εμφανές με το ξέσπασμα της τραπεζικής κρίσης στην Κύπρο). Κατά αυτόν τον τρόπο τα προγράμματα λιτότητας χαρακτηρίζονταν από ένα θεσμικό έλλειμμα. Κάτι που τώρα τρέχει η ΕΕ να διορθώσει. Αλλά με την μείωση του βιοτικού επιπέδου, και την αύξηση του εθνικισμού στις χώρες μέλη της, η ΕΕ δύσκολα συμφωνεί σε κοινές λύσεις. Η ανάπτυξη επέρχεται αργά έως και καθόλου και αυτό οδηγεί σε μια ακόμη πιο διαιρεμένη Ευρώπη του κέντρου και της περιφέρειας, που γίνεται όλο και πιο εγωκεντρική.
Μα αφού οι πολιτικές λιτότητες δεν επέφεραν τα επιθυμητά αποτελέσματα γιατί συνεχίζουμε τις ίδιες νέο-φιλελεύθερες στρατηγικές; αναρωτήθηκαν οι ομιλητές. Σχεδόν όλοι εκτός του εκπροσώπου της ΕΚΤ που υποστήριξε πως η συνέχιση αυτών των μεταρρυθμίσεων είναι απαραίτητη όχι μόνο για τις σημερινές γενιές αλλά και για να μην επιβαρυνθούν περαιτέρω οι μελλοντικές.
Μέτα από 5 χρόνια μέσα στη δίνη της κρίσης η Ελλάδα συνεχίζει να χάνει ΑΕΠ, η ανεργία αυξάνεται και η Τρόικα συνεχίζει να εκδίδει όλο και πιο απαισιόδοξες προβλέψεις. «Η λιτότητα δε θα οδηγήσει στην ανάκαμψη,» είπε ο κ. Παπαδημητρίου, για να παραθέσει τις δικές του εναλλακτικές προτάσεις – ένα καινούργιο σχέδιο Μάρσαλ βασισμένο σε εξωτερική χρηματοδότηση και επίβλεψη από την ΕΕ ή το πάγωμα της πληρωμής επιτοκίων και δημόσιου χρέους. Αμφότερες οι προτάσεις στοχεύουν στη δημιουργία τουλάχιστον 200,000 θέσεων εργασίας, και την τόνωση της ανάπτυξης. Οι προτάσεις όμως αυτές μοιράζονται έναν κοινό παρανομαστή: την πολιτική βούληση. Και αυτό, σε μια Ευρώπη που συνθλίβεται ανάμεσα στις ανισότητες που η ίδια προκάλεσε, είναι δυσκολεύρετο. Αλλά όπως είπε ο κ. Αρσένης «αν θέλουμε να χτίσουμε το μέλλον σε στερεές βάσεις, δεν πρέπει να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη».
Γράφει:Μαρία-Χριστίνα Δουλάμη