Η Επίσημη πλευρά συστηματικά και φορτικά ισχυρίζεται πως με την εφαρμογή του ΝΣΔΕ, θα βελτιωθεί η ποιότητα των εκπαιδευτικών και της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Ειδικότερα, στο προτεινόμενο σχέδιο υπάρχει η παραδοχή πως με το υφιστάμενο σύστημα «στις πλείστες περιπτώσεις ο διορισμός γίνεται πολλά χρόνια μετά την απόκτηση του πτυχίου (…) θα πρέπει να δοθούν οι ευκαιρίες και η δυνατότητα στους καλύτερους νέους της Κύπρου να ενταχθούν στο εκπαιδευτικό σύστημα και να προσφέρουν τις υπηρεσίες τους σε αυτό[1]». Στην πρόσφατη έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας (Μάιος 2014) και την οποία επικαλείται κατά κόρον η Επίσημη πλευρά, αναφέρεται ότι δεν υπάρχουν κριτήρια που να διασφαλίζουν τον διορισμό των καλύτερων και λαμπρότερων εκπαιδευτικών. Γι’ αυτό οι εμπειρογνώμονες εισηγούνται τη μεταρρύθμιση του συστήματος πρόσληψης, ώστε να λαμβάνονται υπόψη αντικειμενικά μέτρα για την αξία και να σταματήσει η υφιστάμενη διαδικασία, όπου κατατάσσονται πρώτοι στη σειρά οι πιο παλιοί απόφοιτοι (World Bank, 2014[2]).
Στο ίδιο μήκος κύματος, κινούνται και οι αναφορές αξιωματούχων του Υπουργείου αλλά και άλλων εμπλεκόμενων και μη φορέων (οργανωμένοι γονείς, εκκλησία, ΟΕΒ, πρύτανης ΠΚ, δημοσιογράφοι, βουλευτές), που αναπαράγουν το ίδιο εύηχο σύνθημα της επιλογής των καλύτερων για την επίτευξη αποτελεσματικότερου εκπαιδευτικού συστήματος.
Τι καθορίζει όμως, πραγματικά, την ποιότητα των εκπαιδευτικών σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα; Ποιοι είναι οι πραγματικοί παράγοντες που συντείνουν στην προσέλκυση των καλύτερων στο επάγγελμα; Σύμφωνα με την έκθεση της Παγκόσμιας Τράπεζας, οι παράγοντες που καθορίζουν την ποιότητα των ατόμων που επιλέγουν να ακολουθήσουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού είναι: α. Οι προοπτικές απασχόλησης, β. Ο μισθός, γ. Οι εργασιακές συνθήκες και δ. οι επαγγελματικές ευκαιρίες. Μάλιστα, η ΠΤ εντοπίζει ως τον πιο σημαντικό αποτρεπτικό παράγοντα επιλογής του επαγγέλματος, την έκταση του καταλόγου διοριστέων, και τις πιθανότητες εργοδότησης. Επιπρόσθετα, σύμφωνα με τους McKinsey& Company (2007)[3], τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα του κόσμου πετυχαίνουν οι καλύτεροι απόφοιτοι από το σχολικό τους σύστημα να γίνονται εκπαιδευτικοί επειδή η διαδικασία εισδοχής αποφοίτων στα πανεπιστήμια είναι πολύ αυστηρή, προσφέρονται περιορισμένες θέσεις και ο αρχικός μισθός των εκπαιδευτικών είναι ανταγωνιστικός.
Στην Κύπρο την τελευταία δεκαετία, έχουμε γίνει μάρτυρες μιας ραγδαίας αύξησης στον αριθμό των εκπαιδευτικών που έχουν εγγραφεί στους καταλόγους διοριστέων. Όπως παρουσιάζεται στον πιο κάτω πίνακα, στον πίνακα διοριστέων των δασκάλων από το 2006 μέχρι σήμερα, υπήρχε μια σταθερή προς πτωτική τάση εγγραφής νέων εκπαιδευτικών στον κατάλογο, μέχρι το 2010, χρονιά που άρχισε μια απότομη αύξηση. Η πτωτική τάση επανήλθε το 2013.
Πίνακας:
ΧΡΟΝΙΑ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΣΤΟΝ ΚΑΤΑΛΟΓΟ |
ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΑΝΑ ΕΤΟΣ |
|
2006 |
317 |
|
2007 |
286 |
|
2008 |
301 |
|
2009 |
213 |
|
2010 |
435 |
|
2011 |
606 |
|
2012 |
648 |
|
2013 |
460 |
|
2014 |
356 |
Οι κυριότεροι παράγοντες που επηρέασαν τα σκαμπανεβάσματα στον συγκεκριμένο κατάλογο την τελευταία δεκαετία είναι δύο: α. Η πτωτική τάση οφείλεται στον κορεσμό του επαγγέλματος. Υπάρχουν ελάχιστες, έως μηδαμινές, προοπτικές απασχόλησης και β. Η απότομη ανοδική τάση οφείλεται στην ανωτατοποίηση των ιδιωτικών κολλεγίων, το 2007. Η μαζική προσέκλυση φοιτητών στα ιδιωτικά πανεπιστήμια άρχισε από το 2006 (απόφοιτοι του 2010) και συνεχίστηκε μέχρι το 2008 (απόφοιτοι του 2012). Από το 2013 και μετά, επανήλθε η πτωτική τάση. Ως αποτέλεσμα της ανωτατοποίησης όμως, όπως φαίνεται και στον πίνακα, ακολούθησαν το επάγγελμα περίπου 1000 (!) περισσότεροι απόφοιτοι, μόνο στη Δημοτική εκπαίδευση, οι οποίοι σήμερα είναι άνεργοι ή εργοδοτούνται σε άλλα επαγγέλματα. Εκπαιδευτικοί τους οποίους ο ίδιος ο Υπουργός και τα ίδια τα πανεπιστήμια σήμερα κρίνουν ως υποδεέστερους, λόγω των χαμηλών κριτηρίων εισδοχής στα Πανεπιστήμια[4].
Ποια είναι όμως τα σημερινά δεδομένα; Συζητείται η αλλαγή του συστήματος διορισμού για να διορίζονται οι καλύτεροι στα σχολεία. Για να διδάσκουν οι καλύτεροι στα σχολεία μας και να φοιτούν στα πανεπιστήμια περισσότεροι και καλύτεροι φοιτητές. Ας υποθέσουμε για μια στιγμή, πως μια πιθανή αλλαγή στον τρόπο πρόσληψης εκπαιδευτικών, θα έχει παρόμοια αποτελέσματα με την ανωτατοποίηση των ιδιωτικών κολλεγίων που έγινε το 2007.
Μια πιθανή αλλαγή στον τρόπο διορισμού των εκπαιδευτικών, θα οδηγήσει σε αύξηση του αριθμού αποφοίτων, από το 2018 και μετά. Η παραγωγή φοιτητών δε θα μπορεί να συμβαδίσει με τις αφυπηρετήσεις και ο αριθμός των ανέργων δασκάλων, τουλάχιστον θα διπλασιαστεί μέσα σε 15 χρόνια. Είναι ενδεικτικό πως περίπου όσες νέες θέσεις θα προκύψουν από αφυπηρετήσεις στη δημοτική μέχρι το 2030, καλύφτηκαν σε εγγραφές στον κατάλογο το 2012, σε μια χρονιά. Όλα αυτά, χωρίς να υπολογίσουμε τη μαζική κάθοδο των Ελλαδιτών συναδέλφων, η οποία ήδη έχει αρχίσει. Την ίδια ώρα, σύμφωνα με την Έκθεση Ευρυδίκη (2013)[5], σχεδόν όλες οι Ευρωπαϊκές χώρες έχουν λάβει μέτρα παρακολούθησης της ισορροπίας στην προσφορά και στη ζήτηση εκπαιδευτικών,με στόχο να προεξοφλούν και να ανταποκρίνονται στις ανάγκες πρόσληψης εκπαιδευτικών. Εξαίρεση αποτελούν η Γερμανόφωνη κοινότητα του Βελγίου, η Δανία, η Κύπρος, η Πολωνία και η Κροατία (Σχήμα Β1). Το ΥΠΠ και η κοινωνία είναι με την εντύπωση πως οι καλύτεροι απόφοιτοι του σχολικού μας συστήματος θα επιλέξουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού, με τις απειροελάχιστες πιθανότητες διορισμού που θα έχουν;
Τι μπορούμε να κάνουμε; Τι γίνεται σε άλλες χώρες για να διασφαλιστεί η ποιότητα των ατόμων που επιλέγουν το επάγγελμα του εκπαιδευτικού; Σύμφωνα με τους KcKinsey & Company (2007), τα εκπαιδευτικά συστήματα έχουν δύο συνήθεις τρόπους επιλογής των εκπαιδευτικών: α. Επιλέγουν τους εκπαιδευτικούς πριν να αρχίσουν το πτυχίο τους στο Πανεπιστήμιο και περιορίζουν τις προσλήψεις για εκείνους που έχουν επιλεγεί και β. Η επιλογή των εκπαιδευτικών αφήνεται μετά την αποφοίτηση από τα Πανεπιστήμια. Ενώ στην Κύπρο γίνονται προσπάθειες να εφαρμοστεί η δεύτερη επιλογή, τα πιο επιτυχημένα εκπαιδευτικά συστήματα, χρησιμοποιούν την πρώτη, ή παραλλαγές της. Το σκεπτικό της πρώτης επιλογής είναι πως μια πιθανή αποτυχία περιορισμού του αριθμού των αποφοίτων από τα Πανεπιστήμια, οδηγεί αναπόφευκτα σε υπερπροσφορά υποψηφίων εκπαιδευτικών, που συνεπώς επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα των εκπαιδευτικών. Σε μια έρευνα σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ακολουθεί την επιλογή Β, από τα 100 άτομα που έκαναν αίτηση για να σπουδάσουν δάσκαλοι, 75 δέχθηκαν προσφορές να σπουδάσουν εκπαιδευτικοί, όμως μόνο 20 εργοδοτήθηκαν. Αυτό το γεγονός υποδηλώνει πως, στη συγκεκριμένη χώρα, είναι σχετικά εύκολο να δίνει κάποιος δεκτός στο πανεπιστήμιο. Παρόλα αυτά, με την αποφοίτησή τους, λόγω της υπερπροσφοράς και της δυσκολίας εξεύρεσης εργασίας, το επάγγελμα γινόταν λιγότερο ελκυστικό για τους πιο ικανούς μαθητές. Σε τέτοιες συνθήκες, σπούδαζαν εκπαιδευτικοί οι λιγότερο ικανοί μαθητές και εκείνοι που δεν είχαν άλλες επαγγελματικές επιλογές. Όσο μειώνεται η ποιότητα των φοιτητών, αρχίζει να μειώνεται η ποιότητα των μαθημάτων στα πανεπιστήμια. Συνεπώς, η δεύτερη επιλογή υποβαθμίζει σημαντικά το επίπεδο των προγραμμάτων που προσφέρονται, των αποφοίτων και μακροπρόθεσμα την ποιότητα της παρεχόμενης εκπαίδευσης. Αυτό το παράδειγμα, αν και δεν είναι παρμένο από την Κύπρο, μας θυμίζει πολύ τη δική μας χώρα.
Από την άλλη, τα καλύτερα εκπαιδευτικά συστήματα επιλέγουν την πρώτη μέθοδο. Επιτυγχάνουν να προσλαμβάνουν τους καλύτερους εκπαιδευτικούς, με τον έλεγχο ή τον περιορισμό των θέσεων που προσφέρονται στα πανεπιστήμια, έτσι ώστε η προσφορά να ανταποκρίνεται στη ζήτηση. Στη Σιγκαπούρη, οι αιτούντες στα Πανεπιστήμια ελέγχονται και δοκιμάζονται πριν γίνουν δεκτοί. Έπειτα, εργοδοτούνται από το Υπουργείο Παιδείας μέχρι να τελειώσουν τις σπουδές τους. Έτσι, δεν επιλέγουν το επάγγελμα μόνο αυτοί που δεν έχουν άλλες επιλογές, αλλά οι καλύτεροι. Επιπρόσθετα, ο μειωμένος αριθμός φοιτητών, επιτρέπει στη Σιγκαπούρη να ξοδεύει περισσότερα στην εκπαίδευση του κάθε φοιτητή. Η Φινλανδία, περιορίζει τον αριθμό των φοιτητών, υποβάλλοντας όλους τους υποψηφίους σε εθνικές εξετάσεις και προσφέροντας περιορισμένο αριθμό θέσεων στα Πανεπιστήμια, έτσι ώστε η προσφορά να ανταποκρίνεται στη ζήτηση. Ένα άλλο παράδειγμα είναι η Νότιος Κορέα. Για να γίνει κάποιος δάσκαλος στη Νότιο Κορέα, πρέπει να παρακολουθήσει ένα τετραετές πρόγραμμα σπουδών. Η είσοδος σε όλα τα προγράμματα σπουδών επιτυγχάνεται μέσα από εθνικές εξετάσεις. Για την επιλογή των δασκάλων, απαιτείται οι υποψήφιοι να βρίσκονται στο πρώτο 5% της χρονιάς τους. Έτσι, μόνο οι καλύτεροι υποψήφιοι γίνονται δεκτοί στο πανεπιστήμιο και είναι το πιο πιθανό να προσληφθούν άμεσα. Αντίθετα, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση δεν υπάρχουν τέτοιοι περιορισμοί. Οι υποψήφιοι εκπαιδευτικοί μπορούν να σπουδάσουν ελεύθερα σε οποιοδήποτε από τα 350 περίπου πανεπιστήμια. Λόγω της υπερπροσφοράς, η Νότιος Κορέα παράγει 5 φορές περισσότερους αποφοίτους κάθε χρόνο σε σχέση με την προσφορά, στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Ως αποτέλεσμα, το κύρος και η ελκυστικότητα του επαγγέλματος του καθηγητή δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης είναι πολύ κατώτερα από την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, καθιστώντας το μη ελκυστικό για τους καλύτερους μαθητές.
Ενώ το Υπουργείο Παιδείας προσπαθεί να πείσει για τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης και την αλλαγή στον τρόπο διορισμού με στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας του προσωπικού, δεν αναφέρει πουθενά κάποια επιστημονική έρευνα που να διασυνδέει την αποτελεσματικότητα με την επιτυχία σε εξετάσεις. Οι τεχνοκράτες της ομάδας εκπόνησης του ΝΣΔΕ, ενώ προβαίνουν σε υπεραπλουστεύσεις και άτοπες συνδέσεις του σχεδίου με τους «λαμπρότερους εκπαιδευτικούς», δεν καταφέρνουν να αποδείξουν πως το όλο εγχείρημα στηρίζεται σε επιστημονικό υπόβαθρο. To ΝΣΔΕ προσπαθώντας να πείσει για την επιστημονικότητά του, επικαλείται επιλεκτικά κομμάτια των πορισμάτων ερευνών, αφήνοντας έξω τα «άβολα» ή μη επιθυμητά ευρήματα. Για παράδειγμα η προαναφερθείσα αναφορά της Έκθεσης Ευρυδίκη (2013) για προγραμματισμό από τις χώρες της Ε.Ε. με στόχο τη διατήρηση ισορροπίας μεταξύ προσφοράς και ζήτησης εκπαιδευτικών, δεν παρουσιάζεται στο προτεινόμενο σχέδιο, επειδή προφανώς αποδυναμώνει τη φιλοσοφία του, δημιουργώντας όμως εύλογα και σοβαρά ερωτήματα.
Περιέργως, ενώ το σχέδιο προβάλλεται ως η πανάκεια των κακών της εκπαίδευσης, δεν ώθησε την επιστημονική ομάδα να παρουσιάσει πειστήρια για το πού στηρίχτηκε το όλο εγχείρημα. Ενώ δε, είναι περιεκτικότατη ως προς τις διαπιστώσεις οργανισμών ιδιωτικών συμφερόντων με συγκεκριμένες αναφορές για το εκπαιδευτικό γίγνεσθαι της Κύπρου, αποτυγχάνει να προβάλει αντίστοιχες αναφορές ως προς τη θεραπεία και σαφώς να την τεκμηριώσει με πειστικό τρόπο. Αβίαστα λοιπόν, είναι εύλογη η καχυποψία για τα κίνητρα και τους στόχους της όλης προσπάθειας και η βιασύνη και η προχειρότητα στην εφαρμογή προκαλεί αμηχανία και βασανιστικούς συνειρμούς ως προς τις δυσμενείς επιπτώσεις που θα έχει στην Παιδεία του τόπου.
[1]ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ (2014). Νέο Σύστημα Διορισμών στην Εκπαίδευση – ΝΣΔE.
[2]World Bank. (2014). Teacher policies in the Republic of Cyprus. Washington D.C.: World Bank.
[3] McKinsey & Company (2007). How the world's best-performing school systems come out on top.
[4] http://www.moec.gov.cy/anakoinoseis/2014/pdf/2014_11_24_arthro_avoles_alitheis_systima_diorismon_dilimma.pdf
[5] Ευρωπαϊκή Επιτροπή, EACEA, Eurydice, 2013. Αριθμοί Κλειδιά για Εκπαιδευτικούς και Διευθυντές
Σχολείων στην Ευρώπη. Έκδοση 2013. Έκθεση Ευρυδίκη. Λουξεμβούργο: Γραφείο Δημοσιεύσεων
της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Γράφουν: Λεωνίδας Χατζηλοΐζου και Μιχάλης Αλεξόπουλος