Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να θεσμοθετήσει ένα καθεστώς αόριστου παγώματος – και εν δυνάμει αξιοποίησης – ρωσικών κυριαρχικών περιουσιακών στοιχείων για τη χρηματοδότηση της Ουκρανίας δεν αποτελεί απλώς μια πολιτικά τολμηρή επιλογή. Είναι ένα θεσμικό άλμα στο κενό, που υπονομεύει το ίδιο το νομικό και οικονομικό οικοδόμημα πάνω στο οποίο στηρίχθηκε μεταπολεμικά η Ευρώπη.
Με πρόσχημα την «έκτακτη ανάγκη» και αξιοποιώντας το Άρθρο 122, οι Βρυξέλλες επιχειρούν να παρακάμψουν τόσο τις εσωτερικές αντιρρήσεις κρατών-μελών όσο και τις βασικές αρχές του διεθνούς δικαίου. Το μήνυμα είναι σαφές: όταν οι πολιτικοί στόχοι δεν εξυπηρετούνται από τους κανόνες, τότε αλλάζουμε τους κανόνες. Ή, ακόμη χειρότερα, δημιουργούμε ένα νομικό γκρίζο πεδίο που βαφτίζεται «αναγκαιότητα».
Η ουσία του σχεδίου είναι απλή και συνάμα επικίνδυνη: περίπου 200 δισ. ευρώ ρωσικών κρατικών αποθεμάτων, κυρίως κατατεθειμένων στο Euroclear στο Βέλγιο, παραμένουν παγωμένα επ’ αόριστον και μετατρέπονται σε χρηματοδοτικό εργαλείο για την Ουκρανία – είτε άμεσα είτε μέσω δανειακών μηχανισμών. Δεν πρόκειται για κυρώσεις με σαφές χρονικό και πολιτικό ορίζοντα, αλλά για μια de facto δήμευση χωρίς δικαστική απόφαση και χωρίς ειρηνευτική συμφωνία.
Ακόμη πιο ανησυχητικό είναι ότι η ίδια η Ευρώπη γνωρίζει το ρίσκο. Το Βέλγιο, η χώρα που φιλοξενεί τα κεφάλαια, μιλά ανοιχτά για «κλοπή» και δεν αποκλείει δικαστική προσφυγή. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα εκφράζει σοβαρές επιφυλάξεις για τη συμβατότητα του σχεδίου με το διεθνές δίκαιο και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. Χώρες όπως η Ιταλία, η Μάλτα και η Βουλγαρία ζητούν λιγότερο ριψοκίνδυνες λύσεις. Κι όμως, η Κομισιόν επιμένει. Γιατί; Επειδή η ΕΕ έχει εξαντλήσει τα πολιτικά της περιθώρια. Δεν θέλει – ή δεν τολμά – να ζητήσει από τους Ευρωπαίους πολίτες να πληρώσουν ανοιχτά για τη στήριξη της Ουκρανίας. Δεν μπορεί να εκδώσει κοινό χρέος λόγω εσωτερικών βέτο. Και δεν θέλει να παραδεχθεί ότι το αφήγημα «όσο χρειαστεί» δεν συνοδεύτηκε ποτέ από βιώσιμο χρηματοδοτικό σχέδιο.
Έτσι, η Ευρώπη καταφεύγει στη χειρότερη δυνατή λύση: μετατρέπει το κράτος δικαίου σε εργαλείο πολιτικής σκοπιμότητας. Στέλνει το μήνυμα ότι τα κρατικά αποθεματικά δεν είναι πλέον ιερά, αλλά υπό αίρεση. Ότι το ευρώ και το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως όπλο – με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εμπιστοσύνη τρίτων χωρών, επενδυτών και κεντρικών τραπεζών.
Η ειρωνεία είναι πικρή. Στο όνομα της υπεράσπισης της διεθνούς τάξης, η Ευρώπη διαβρώνει τα ίδια τα θεμέλιά της. Και όπως σε κάθε τραγωδία, το πρόβλημα δεν είναι μόνο η πράξη, αλλά η ψευδαίσθηση ότι δεν υπήρχε άλλη επιλογή.
Ω.







