Υπό κανονικές συνθήκες ο Αρχιεπίσκοπος της Κύπρου Χρυσόστομος ο Β’ θα άνηκε στη σφαίρα του γραφικού. Εντούτοις, δεν ανήκει εκεί γιατί διαθέτει την οικονομική και πολιτική ισχύ να παράγει εξελίξεις.
Να παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα, στις αποφάσεις του κράτους, στο νομοθετικό έργο της βουλής, στην οικονομική ζωή, στο Κυπριακό. Να συμπεριφέρεται περισσότερο ως διευθύνων σύμβουλος ομίλου εταιριών παρά ως ηγέτης της Εκκλησίας. Εντούτοις, το πρόβλημα μας δεν πρέπει να είναι ο Αρχιεπίσκοπος. Ή τουλάχιστον πρόβλημα (θα έπρεπε ναι) είναι για την Εκκλησία και το ποίμνιο της, που ο επικεφαλής της ενδιαφέρεται περισσότερο για τα επίγεια παρά για τα επουράνια. Για την πολιτεία, τους πολίτες και την πολιτική ζωή του τόπου το πρόβλημα πρέπει να είναι άλλο.
Πρόβλημα λοιπόν δεν είναι που ο Αρχιεπίσκοπος εκφράζει τις γνωστές του απόψεις για την ομοφυλοφιλία, τις αμβλώσεις, την εξωσωματική γονιμοποίηση και την καύση νεκρών. Ειδικά σε αυτά, θα μπορούσε να πει κανείς, είναι συνεπής με το εκκλησιαστικό δόγμα. Πρόβλημα είναι που η Πρόταση Νόμου για τις αμβλώσεις, παραμένει εδώ και δύο χρόνια στα συρτάρια επειδή ο ΔΗΣΥ (που έχει τις Προεδρίες των αρμόδιων κοινοβουλευτικών Επιτροπών και θέτει την ατζέντα των συνεδριών τους) συντάσσεται, -εκών ή ακών, αδιάφορο αυτό- με τον Αρχιεπίσκοπο και φοβάται τις εκστρατείες συλλογής υπογραφών στους ναούς. Πρόβλημα είναι ότι ακόμα και κόμματα που συνυπέγραψαν την Πρόταση Νόμου, αρχίζουν να τα μασούν μόλις τούς τρίξει τα δόντια. Πρόβλημα επίσης είναι που για τον ίδιο λόγο επί ένα χρόνο, δεν προχωρά για συζήτηση το θέμα που ενέγραψε το ΑΚΕΛ στην Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε σχέση με τις συστηματικές χλευαστικές δηλώσεις του Αρχιεπισκόπου εναντίον των ξένων, των ΛΟΑΤ κλπ. Πρόβλημα είναι που και ο Γενικός Εισαγγελέας ποτέ δεν βρίσκει το παραμικρό στα λόγια του Μακαριότατου που να εμπίπτει στη νομοθεσία της ρητορικής μίσους. Πρόβλημα είναι που τα κόμματα -από το κέντρο και δεξιότερα- στον ένα ή στον άλλο βαθμό αποδέχονται τις αντιλήψεις του και δεν κατανοούν ότι το κράτος νομοθετεί για τους πολίτες ενώ η Εκκλησία θέτει ηθικούς κανόνες για το ποίμνιο της.
Πρόβλημα δεν είναι που ο Αρχιεπίσκοπος εκτοξεύει ιταμές απειλές κατά των κρατικών υπηρεσιών προκειμένου να αφεθεί να καταπατήσει αρχαία μνημεία και να ανεγείρει πολυτελές ξενοδοχείο στη Γεροσκήπου. Άλλωστε είναι συνήθης πρακτική πολλών μεγαλοεπιχειρηματιών αυτή. Πρόβλημα είναι το απερχόμενο υπουργικό συμβούλιο που σύσσωμο προχώρησε με σπουδή και χαρά στην ικανοποίηση της αρχιεπισκοπικής απαίτησης, προχωρώντας για πρώτη φορά στα χρονικά του κυπριακού κράτους σε αποχαρακτηρισμό αρχαίου μνημείου. Πρόβλημα είναι επίσης που και ο Νικόλας Παπαδόπουλος, όπως ξεκαθάρισε δια της εκκωφαντικής του σιωπής, θα έπραττε το ίδιο αν μπορούσε να γίνει Πρόεδρος. Πρόβλημα λοιπόν δεν είναι τα τρακτέρ του Αρχιεπισκόπου, αλλά οι βενζινοκουβαλητές του τρακτέρ.
Πρόβλημα δεν είναι που είχε την απαίτηση να παραδίδονται στις Εκκλησιαστικές Επιτροπές –και όχι στην οικογένεια του νεκρού ή σε φιλανθρωπικές οργανώσεις!- οι εισφορές από εράνους σε κηδείες. Πρόβλημα ήταν που ΔΗΣΥ και ΔΗΚΟ ψήφισαν στη Βουλή αυτό ακριβώς που απαίτησε ο Αρχιεπίσκοπος απορρίπτοντας την τροπολογία του ΑΚΕΛ.
Αντιστοίχως, δεν πρέπει να πέφτει κανείς από τα σύννεφα όταν ο Αρχιεπίσκοπος προωθεί την ανέγερση καθεδρικού ναού-μαμούθ ύψους 26 μέτρων και κόστους 9 εκατ. ευρώ, μέσα στην παλιά Λευκωσία επειδή «του προκαλεί εντροπή» να υποδέχεται ξένους στο φτωχικό παρεκκλήσι του Αγίου Ιωάννη. Όποιος θέλει να εκπλαγεί, ας εκπλαγεί με το πρώην δημοτικό συμβούλιο Λευκωσίας, όπου ΔΗΣΥ, ΔΗΚΟ, ΕΔΕΚ και μακαριστό ΕΥΡΩΚΟ έκαναν το χατίρι του Αρχιεπισκόπου ενώ και ο μεγαλοεπιχειρηματίας Ν. Σιακόλας ένιωσε την ανάγκη «ως ορθόδοξος Χριστιανός και ως επικεφαλής του Ομίλου Εταιρειών που επένδυσε εκατομμύρια» καθώς είπε, να συνταχθεί δημόσια με τα σχέδια του Αρχιεπισκόπου.
Όταν δε, επί προηγούμενης κυβέρνησης, άνοιξε το θέμα των οικονομικών της Εκκλησίας, ο Αρχιεπίσκοπος διακήρυσσε με το γνωστό ύφος ότι δεν θα καταβάλει τα 169 εκατ. ευρώ που χρωστούσε η Εκκλησία στο κράτος, τα οποία μάλιστα αποκαλούσε «ψωροπαράδες». (Τις ίδιες ακριβώς μέρες που Εκκλησιαστική Επιτροπή σε χωριό της Πάφου κατέδωσε στην αστυνομία μια ηλικιωμένη που έκλεψε πέντε ευρώ από το παγκάρι). Καθώς όμως μαινόταν η αντιπαράθεση, ο Νικόλας Παπαδόπουλος, μάλλον αγαλλιασμένος από το αντικυβερνητικό μένος του Αρχιεπισκόπου, έμπαινε ασπίδα υπεράσπισης του και δήλωνε: «Γίνεται μια συνειδητή προσπάθεια να μετατραπεί η εκκλησία σε εχθρό του λαού και να της αποδοθούν ευθύνες για την οικονομική κρίση που αντιμετωπίζουμε σήμερα. Εγώ δεν θεωρώ ότι η Εκκλησία είναι εχθρός του λαού αλλά αντίθετα θεωρώ ότι η εκκλησία είναι δίπλα στο λαό» (13.10.2010).
Άδικα ενοχλούνται –όσοι ενοχλούνται- που ο Αρχιεπίσκοπος, διεκδικώντας ρόλο και στην παιδεία, καλούσε τους μαθητές να κάψουν τα σχολικά βιβλία της ιστορίας που θα εισήγαγε η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση ή που θέλει να δημιουργήσει δικά του, χριστιανικά σχολεία για να παράγει «στρέιτ» και θεοσεβούμενους πολίτες. Αυτό που θα έπρεπε να ενοχλεί είναι το γεγονός ότι σε ολόκληρη τη σύγχρονη ιστορία του κράτους μόνο μία κυβέρνηση –η προηγούμενη, του ΑΚΕΛ, η «καταραμένη»- είχε υπουργό Παιδείας που δεν έτυχε της εκ των προτέρων έγκρισης του Αρχιεπισκόπου.
Αναμενόμενο είναι επίσης που ο Αρχιεπίσκοπος ζει ακόμα στα χρόνια της Εθναρχίας και κάθε Κυριακή μετά το κήρυγμα, κηρύσσει και τη δική του γραμμή στο Κυπριακό, μπροστά στα πάντα πρόθυμα μικρόφωνα των δημοσιογράφων. Δεν είναι αναμενόμενο όμως να δηλώνουν εκσυγχρονιστές, ευρωπαϊστές και τα ρέστα ο Νίκος Αναστασιάδης και ο Νικόλας Παπαδόπουλος που νομιμοποιούν τον Αρχιεπίσκοπο ως συνδιαμορφωτή της «εθνικής γραμμής» και γίνονται τα χερουβείμ και σεραφείμ της πολιτικής που αξιώνει ο Αρχιεπίσκοπος και το υπόλοιπο εθνικιστικό ακροατήριο.
Αφού βρίσκει τις πόρτες ορθάνοιχτες, ο Αρχιεπίσκοπος θα παρεμβαίνει στα πολιτικά πράγματα και θα παίρνει και δημόσια θέση σε κάθε εκλογές. Έτσι θα συμβαίνει αφού ο αστικός πολιτικός κόσμος του τόπου είναι διατεθειμένος να του κρατά τα εξαπτέρυγα και βεβαίως να τον «βάζει μπροστά» όποτε θέλει μια επίθεση στην Αριστερά. Άλλωστε ο Χρυσόστομος ο Β’ έχει πάντα παρά πόδας τον αντικομμουνισμό. Διαθέτει ακόμα ισχύ –έστω τόσα χρόνια μετά τη δεκαετία του 1930- η διαβεβαίωση του κυβερνήτη της Κύπρου προς τον Υπουργό Αποικιών: «Προς το παρόν η εκκλησία μ' όλη της την διαφθορά είναι αντικομμουνιστική και αυτό είναι ένας μεγάλος θησαυρός». Το γεγονός δε ότι επιπρόσθετα, ο Αρχιεπίσκοπος χαϊδεύει ανοικτά το κυπριακό παράρτημα της Χρυσής Αυγής, ΕΛΑΜ δεν πρέπει να προσεγγίζεται ξέχωρα από τη στάση που τηρούν όλα τα αστικά κόμματα προς το νεοναζιστικό κόμμα.
Βέβαια, για να είμαστε ειλικρινείς όλα τα πιο πάνω δεν συνιστούν προσωπική λόξα του Χρυσόστομου του Β΄, ούτε οφείλονται μόνο στη συνδιαλλαγή του με τα 2/3 σχεδόν του πολιτικού κόσμου. Η αλήθεια είναι ότι η ισχύς που διαθέτουν οι ανώτατοι εκκλησιαστικοί ηγέτες στην Κύπρο έλκει την καταγωγή της στην προνομιούχα θέση που απολάμβανε ο ανώτατος κλήρος στα χρόνια της τουρκοκρατίας, όταν ενσωματώθηκαν πλήρως στην οθωμανική διοίκηση και αναγορεύθηκε σε δικαστή και φοροεισπράκτορα για τους χριστιανούς, με αντάλλαγμα την υποταγή του στο Σουλτάνο. Παρά τα θρυλούμενα...
Συνεπώς, η εκτόνωση των αντιδράσεων μας στον Αρχιεπίσκοπο είναι η εύκολη οδός. Άλλωστε ο Αρχιεπίσκοπος και η συμπεριφορά του προσφέρεται στο πιάτο για εύκολο τρολάρισμα και ολίγον αντικληρικαλιστικό λαϊκισμό. Όμως, το πρόβλημα μας δεν είναι ο Αρχιεπίσκοπος. Είναι βαθύτερο και ατόφια πολιτικό. Την επόμενη φορά λοιπόν, που θα εξοργιστείτε με μια δήλωση ή ενέργεια του Αρχιεπισκόπου, ρωτήστε καλύτερα «ποιος του το επιτρέπει;» και μετά, αποφασίστε τα δέοντα.
Γράφει: Γιώργος Κουκουμάς