Δεν είναι μόνο η εμετική προσπάθεια της Χρυσής Αυγής και του ΕΛΑΜ να αμαυρώσουν την εξέγερση του Πολυτεχνείου, που αποτελεί παραχάραξη της ιστορίας.
Είναι και η επίσημη, η κυρίαρχη προσέγγιση της εξέγερσης, ως ιστορία και ως μήνυμα, που είναι υποταγμένη σε πολιτικές σκοπιμότητες. Κοινός παρονομαστής είναι η ανομολόγητη επιθυμία να μπει το Πολυτεχνείο στο μουσείο της ιστορίας για να το βλέπουν οι νέες γενιές αλλά να μην το αγγίζουν, να μην το καταλαβαίνουν, να μην το νιώθουν. Να μην ξυπνά το νου, να μη φωτίζει την αλήθεια ότι δεν υπάρχουν ουτοπίες. Και βεβαίως να μην διαταράσσει με τα σκουριασμένα του συνθήματα τις σχέσεις της Κύπρου και της Ελλάδας με τους εταίρους «μας». Μισές αλήθειες και ψέματα διάβρωναν σταδιακά την ιστορικοπολιτική ουσία του Πολυτεχνείου προκειμένου να ξεριζωθεί η ψυχή της εξέγερσης από τη λαϊκή συνείδηση.
Πρώτον. Οι συνταγματάρχες δεν ήταν παρανοϊκοί ή άφρονες, όπως παρουσιάζονται. Ούτε ήταν μόνο φασίστες και αρρωστημένοι αντικομμουνιστές. Ήταν άνθρωποι του σκληρού πυρήνα του ελληνικού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος βρισκόταν σε ανοικτή γραμμή με τη CIA και τις ΗΠΑ. Η χούντα επιβλήθηκε στο σβέρκο του ελληνικού λαού με εντολή, καθοδήγηση και στήριξη των ΗΠΑ και του συνδεόμενου με αυτές τμήματος της ελληνικής αστικής τάξης. Μόνο ένα τέτοιο καθεστώς θα μπορούσε να καταστείλει με το κνούτο του κράτους τους λαϊκούς αγώνες που ξεδιπλώνονταν εκείνη την περίοδο, αμφισβητώντας την οικονομικοπολιτική εξάρτηση της Ελλάδας από τις ΗΠΑ. Στη χούντα όμως ανατέθηκε από τις ΗΠΑ ακόμα ένα καθήκον: να τελειώνουν με την υπόθεση της νατοποίησης της Κύπρου, είτε μετατρέποντας ενιαίο το νησί σε στρατιωτική βάση του ΝΑΤΟ είτε διαμελίζοντας το σε δύο τμήματα που το καθένα θα ενωνόταν με την αντίστοιχη νατοϊκή μητέρα πατρίδα. Ευθύνη της χούντας ήταν να φροντίσει ώστε ή ο Μακάριος να το αποδεχόταν ή ο Μακάριος να ανατρεπόταν...
Δεύτερο. Στην Ελλάδα τότε, δεν υπήρχε ένας παράδεισος δημοκρατίας και ελευθερίας που τον χάλασε το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967. Η χούντα ήταν συνέχεια του μετεμφυλιακού κράτους που –είτε με κεντρώες είτε με δεξιές κυβερνήσεις- έστειλε χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες στην πολιτική προσφυγιά, στα εκτελεστικά αποσπάσματα, στα ξερονήσια, τις εξορίες και στα μπουντρούμια των βασανιστηρίων. Η «δημοκρατική» Ελλάδα ήταν αυτή που δολοφόνησε το Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και το Λαμπράκη...
Τρίτον. Όπως σε κάθε άλλη παρόμοια στιγμή της Ιστορίας, στην Ελλάδα της επταετίας δεν «ήταν όλοι μαζί». Υπήρχαν οι δυνάμεις που πάλευαν για να αποκαλυφθεί ποιος ήταν πίσω από τη δικτατορία, να οργανωθεί η μετωπική αναμέτρηση, να ανοίξει ο δρόμος για την ανατροπή της χούντας, όχι όμως με την αντικατάσταση της με ένα καθεστώς όπως αυτά προ του 67. Από την άλλη, υπήρχαν οι πολιτικές δυνάμεις που διαβουλεύονταν τρόπους ομαλής και συμφωνημένης μετάβασης στον κοινοβουλευτισμό καθώς και αυτοί που δελεάστηκαν με την προσπάθεια φιλελεύθερης μεταμφίεσης της δικτατορίας μέσα από το εγχείρημα της κυβέρνησης Μαρκεζίνη που διόρισαν οι χουντικοί το 1973. Υπήρχαν βέβαια και οι σεσημασμενοι συνεργάτες της χούντας. Ανάμεσα τους ήταν και ο σύλλογος των Κυπρίων φοιτητών της Αθήνας που ανέλαβε ρόλο ρουφιάνου της χούντας μέσα στο φοιτητόκοσμο. Ορισμένοι εξ αυτού του σιναφιού, χρόνια μετά, κόσμησαν και την κυπριακή πολιτική ζωή.
Τέταρτον. Η εξέγερση του Πολυτεχνείου δεν ήταν -όπως εργολαβικά προπαγανδίζεται στην Ελλάδα- η αποθέωση της «αυθόρμητης», «μακριά από κόμματα και συνδικάτα» δράσης. Αναμφισβήτητα τα γεγονότα εκείνων των ημερών δεν ξετυλίχθηκαν με κεντρική καθοδήγηση ή στη βάση ενός προαποφασισμένου σχεδίου. Όμως η εξέγερση δεν έπεσε από τον ουρανό. Ήταν το αποκορύφωμα της αντιδικτατορικής λαϊκής πάλης που κλιμακωνόταν σταθερά όλα τα προηγούμενα χρόνια. Οι απεργίες, οι κινητοποιήσεις συνδικάτων και αγροτών, οι διαδηλώσεις με πολιτικό χαρακτήρα (κηδεία Γεώργιου Παπανδρέου, η 28η Οκτωβρίου του ‘72, η επέτειος πραξικοπήματος και η Πρωτομαγιά του ’73) πλήθαιναν διαρκώς ενώ αντίσταση εκδηλώθηκε και μέσα στις ένοπλες δυνάμεις, όπως ήταν η ανταρσία του αντιτορπιλικού «Βέλος». Οι αντιδικτατορικές οργανώσεις –παρά τις μεταξύ τους διαφορές πολιτικής- προοδευτικά πολιτικοποιούσαν τους φοιτητικούς αγώνες για την παιδεία, υπέσκαπταν το καθεστώς και ζύμωναν μέσα στις συνειδήσεις της νεολαίας τα αντιμπεριαλιστικά αιτήματα και την προοπτική της μετωπικής ρήξης με το καθεστώς. Η ίδρυση της Κομμουνιστικής Νεολαίας το 1968 ήταν καθοριστική στην ώθηση που πήρε το νεολαιίστικο κίνημα ενώ η Αντιδικτατορική ΕΦΕΕ πρωταγωνίστησε στις εξελίξεις. Η κατάληψη της Νομικής το Φλεβάρη του 1973 και οι κινητοποιήσεις που ακολούθησαν σε πανεπιστήμια άλλων μεγάλων πόλεων φανερώνουν ότι το Πολυτεχνείο δεν ήταν ξέσπασμα της στιγμής. «...Ήτανε εξέγερση και πάλη λαϊκή». Τις μέρες της ίδιας της εξέγερσης του Πολυτεχνείου λειτουργούσε Συντονιστική Επιτροπή και παράνομος ραδιοσταθμός, πραγματοποιούνταν συνελεύσεις, λαμβάνονταν μέτρα περιφρούρησης, ενωνόταν το φοιτητικό και το εργατικό κίνημα, εκδηλωνόταν η αλληλεγγύη του λαού, συνδεόταν το αίτημα της εθνικής ανεξαρτησίας με τη λαϊκή κυριαρχία. Αγώνας χωρίς τέτοια χαρακτηριστικά δεν έχει ελπίδες νίκης.
Σε όλη αυτή τη πορεία, οι κομμουνιστές -παρότι βρίσκονταν στην παρανομία και ήταν πρώτοι στο στόχαστρο του καθεστώτος- ήταν πρωτοπόροι στους μικρούς και μεγάλους ξεσηκωμούς. Και βεβαίως ήταν …παρόντες στους τόπους βασανιστηρίων, στις εξορίες, στις φυλακές. Το τεράστιο κύρος και η δυναμική του κομμουνιστικού κινήματος που εκδηλώθηκε μετά την πτώση της χούντας, είναι αποτέλεσμα και μάρτυρας της συμβολής που είχε στον αντιδικτατορικό αγώνα.
Πέμπτο. Η αστική ιστοριογραφία και οι αντίστοιχοι εορτασμοί θέλουν το Πολυτεχνείο να είναι απλώς μια «φοιτητική διαδήλωση», αποκρύβοντας έτσι την αγωνιστική συμπαράταξη του εργατικού κινήματος με τους εξεγερμένους φοιτητές. Τις μέρες της εξέγερσης, χιλιάδες εργάτες -με πρώτους τους οικοδόμους- και μαθητές ενώθηκαν με τους φοιτητές. Χιλιάδες λαού από τις εργατικές συνοικίες της Αθήνας συνέρρευσαν στο Πολυτεχνείο ενώ δεκάδες μικρότερες διαδηλώσεις ξεσπούσαν συνεχώς σε όλο το κέντρο της πόλης. Οι πρώτες συμπλοκές με την αστυνομία φανέρωσαν την αποφασιστικότητα των -ενωμένων πια- εργατών και φοιτητών. Αυτό ακριβώς -ο αποφασισμένος λαός που παίρνει τη μοίρα στα χέρια του- είναι που φόβισε τη χούντα (όπως και κάθε αστική εξουσία) και την οδήγησε στην απόφαση να κατεβάσει τα τανκς. Το σύνθημα «φοιτητές-εργατιά, μια φωνή και μια γροθιά» πάντως, συνεχίζει να προκαλεί αναφυλαξία στους αστούς. Δημοκράτες και φασίστες. Φιλελεύθερους και χρυσαυγίτες.
Έκτο. Κοπτοραπτική με την ιστορία δεν γίνεται. Στις πύλες του ηρωικού Πολυτεχνείου οι εξεγερμένοι φοιτητές έγραψαν «Έξω οι ΗΠΑ – Έξω το ΝΑΤΟ». Δεν έγραψαν «μέσα το ΝΑΤΟ» ούτε «μέσα ο Συνεταιρισμός για την Ειρήνη». Όποιος θέλει να τιμά το Πολυτεχνείο, θα πρέπει να το τιμά με το περιεχόμενο, τα αιτήματα, τις ιδέες και το πνεύμα του. Και συνεταιρισμούς με το ΝΑΤΟ και τιμές στο Πολυτεχνείο δεν γίνεται. Οι πύλες του Πολυτεχνείου –ξέρετε- συνθλίβονται και με τις ερπύστριες της αμνησίας.
Έβδομο. Το Πολυτεχνείο κλόνισε αλλά δεν έριξε τη Χούντα. Ήταν η προδοσία της Κύπρου από τη Χούντα που ξεχείλισε το ποτήρι της κατακραυγής του ελληνικού λαού, ο οποίος εκείνες τις ώρες έψαχνε όπλα για να πολεμήσει στο πλευρό της Κύπρου που δεχόταν την εισβολή του Αττίλα. Ούτε οι ΗΠΑ, ούτε ο αστικός πολιτικός κόσμος της Ελλάδας μπορούσαν να μην ανησυχούν για την τροπή που θα μπορούσαν να πάρουν τα πράγματα. Τότε, η δικτατορία διατάχθηκε από τις ΗΠΑ να παραδώσει τη διακυβέρνηση στους αστούς πολιτικούς με επικεφαλής τον Καραμανλή. Έγινε δηλαδή, συμβιβασμός και συνδιαλλαγή μεταξύ χούντας και συντηρητικής δεξιάς, προκειμένου να απορροφηθούν οι λαϊκές αντιδράσεις και να αποφευχθούν τα χειρότερα. Αυτό «καθόρισε τον περιορισμένο χαρακτήρα της μεταβολής της 23ης του Ιούλη» και άφησε αδικαίωτο το δρόμο που χάραξε ο Νοέμβρης του ΄73.
Όγδοον. Στην Ελλάδα –όχι μόνο από τους χρυσαυγίτες που μισούν την ίδια την αντιφασιστική εξέγερση- είναι πολύ διαδεδομένη η θεωρία της «γενιάς του Πολυτεχνείου που ξεπουλήθηκε και διέλυσε τη χώρα». Πίσω μάλιστα από τη θεωρία των «αγωνιστών που μεγαλώνοντας συμβιβάστηκαν» κρύβεται και η ύπουλη υποβολή στις συνειδήσεις των νέων ότι οι αγώνες, οι εξεγέρσεις και η ρήξη με την εξουσία είναι νεανικά ξεσπάσματα που θεραπεύονται με την ενηλικίωση. Η υπεραπλούστευση είναι χυδαιότατη αλλά ομολογουμένως εξαιρετικά αποτελεσματική. Αυτό όμως που ονομάστηκε «γενιά του Πολυτεχνείου» δεν είναι κάτι ομοιογενές. Υπάρχουν σίγουρα αυτοί που χωνεύτηκαν μέσα στη σοσιαλδημοκρατία, η οποία άλλωστε είναι ιστορικά προορισμένη να προδίδει τις λαϊκές προσδοκίες. Που εξαργύρωσαν το αγωνιστικό τους cv με αξιώματα και από τα μαρμαρένια αλώνια των αγώνων βρέθηκαν στα σαλόνια της Κομισιόν. Άλλοι πάλι «στο σπιτάκι τους για πάντα». Υπάρχουν όμως και οι ανώνυμοι σεμνοί βιοπαλαιστές που δεν καταδέχτηκαν να εξαργυρωθούν και αποτέλεσαν όλα αυτά τα χρόνια τη σιωπηλή δημοκρατική συνείδηση του ελληνικού λαού. Αυτοί που ποτέ δεν εγκατέλειψαν τα ιδανικά του Πολυτεχνείου, τους αγώνες για το ψωμί, την παιδεία και την ελευθερία. Ακόμα και όταν όλα αυτά έφυγαν από τη μόδα. Την ιστορία άλλωστε δεν την γράφουν οι γενιές, αλλά οι τάξεις. Με τις ιδέες, τα οράματα, τα κινήματα και τους αγώνες τους.
Ένατον. Αυτές τις μέρες πολλοί θα χειροκροτήσουν ξανά για τη «δημοκρατία που εδραιώθηκε πια» και θωρακίστηκε μάλιστα ευρωενωσιακά. Όμως η αλήθεια είναι ότι ο αγώνας του Πολυτεχνείου δεν δικαιώθηκε, έστω κι αν τα τανκς δεν είναι στους δρόμους. Σίγουρα έχει τεράστια σημασία αν ο καπιταλισμός ασκείται ως φασιστική δικτατορία ή αν ασκείται ως αστική δημοκρατία. Και για να μην περάσει ο φασισμός αξίζει νεκροί χιλιάδες να ‘ναι στους τροχούς, αξίζει και οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους. Όμως αυτό το σύστημα -ούτε ως φασισμός, ούτε ως δημοκρατία- θα μπορέσει ή θα θελήσει ποτέ να εξασφαλίσει ψωμί, παιδεία και ελευθερία για όλους και για όλες. Ποια κοινωνία και ποια οικονομία λοιπόν –ποια εξουσία;- μπορεί να τα εγγυηθεί αυτά; Και ποιο υποκείμενο της Ιστορίας είναι άξιο για τέτοια όνειρα; Το σύνθημα «λαϊκή κυριαρχία» περιμένει στα κάγκελα, να το κατανοήσουμε ξανά…
Γράφει: Γιώργος Κουκουμάς