Στην βιβλιογραφία των πολιτικών κομμάτων έχουν καταγραφεί αρκετοί στόχοι με τους οποίους ένα κόμμα μπορεί να διεκδικήσει την οποιαδήποτε εκλογική μάχη.
Καταγράφω μερικούς -οι οποίοι είναι και εύκολα εντοπίσιμοι λόγω και του σχετικού μαθήματος το οποίο διδάσκω αυτή την περίοδο για τα πολιτικά κόμματα- χωρίς προφανώς να τους εξαντλώ. Ένα πολιτικό κόμμα, λοιπόν, μπορεί να επιδιώκει μέσα από την κάθοδο στις εκλογές:
- την υλοποίηση του προγράμματος του,
- τη μεγιστοποίηση της εκλογικής του δύναμης,
- την αύξηση της γενικής πολιτικής του επιρροής,
- την προβολή της ιδεολογίας του,
- την ενίσχυση της κομματικής του συνοχής
Ορισμένοι από τους στόχους αυτούς είναι μεταξύ τους συμβατοί, ενώ άλλοι ανταγωνιστικοί, μπορούν, δηλαδή, να επιδιωχθούν μόνο εις βάρος κάποιων άλλων. Παράδειγμα συμβατών μεταξύ τους στόχων είναι η απόφαση ενός μικρού κόμματος να κατέρχεται αυτόνομα σε όλες τις εκλογικές μάχες προκειμένου να ενισχύσει την γενική πολιτική επιρροή του και την προβολή της ιδεολογίας του.
Έχοντας αυτά υπόψη η κάθοδος του παραρτήματος της Χρυσής Αυγής στην Κύπρο, ΕΛΑΜ, με δικό του υποψήφιο και ειδικά τον πρόεδρο του (τον τοπικό Φύρερ) έχω την άποψη ότι εξυπηρετεί το παράδειγμα που τέθηκε ακριβώς πιο πάνω. Ένα μικρό και ακροδεξιό κόμμα, το οποίο μόλις πρόσφατα απέκτησε κοινοβουλευτική εκπροσώπηση δεν είχε, κατά την άποψη μου, άλλη εναλλακτική από το να κατέλθει αυτόνομα, επιδιώκοντας την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη προβολή της ακροδεξιάς, εθνικιστικής του ιδεολογίας σε μια εκλογική μάχη η οποία προσελκύει μεγάλο ενδιαφέρον από την κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ (μεγαλύτερο από οποιαδήποτε άλλη εκλογική μάχη στην Κύπρο) λόγω των διακυβευμάτων της.
Η ξεχωριστή παρουσία λειτουργεί ως ένας ακόμη κρίκος στην αλυσίδα μιας διπλής στρατηγικής την οποία έχει υιοθετήσει το ΕΛΑΜ εδώ και καιρό. Αφενός της εδραίωσης του κόμματος στο πολιτικό σκηνικό μέσω της ξεχωριστής αυτόνομης παρουσίας και δράσης και αφετέρου της προβολής μιας δήθεν αντισυστημικότητας. Η προβολή του «αντισυστημικού» επιβάλλει στο κόμμα αυτό να μην ταυτιστεί, ούτε έστω να δοθεί το έμμεσο μήνυμα ότι ταυτίζεται με οποιοδήποτε άλλο κόμμα ή υποψήφιο. Η ταύτιση, έστω και έμμεση (πόσο μάλλον η άμεση), με οποιονδήποτε άλλον υποψήφιο, ή κόμμα θα αποτελούσε, ουσιαστικά, αναίρεση της μέχρι σήμερα επιχειρηματολογίας τους ότι αποτελούν το νέο και το διαφορετικό έναντι όλων των άλλων κομμάτων ενός «σαθρού πολιτικού συστήματος» (την γνωστή πολιτική συνταγή πλασαρίσματος όλων των παρόμοιων ακροδεξιών εγχειρημάτων ανά την Ευρώπη).
Η οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση συσχέτιση/στήριξη άλλου κόμματος ή υποψηφίου θα τους επέτρεπε ενδεχομένως να εμβολιάσουν τον πολιτικό λόγο και το πολιτικό πρόγραμμα ενός δυνητικού προέδρου, ή ενός πιο μεγάλου μπλοκ συλλογικοτήτων με δικές τους θέσεις (αν και αυτό μπορεί εύλογα να υποστηριχθεί ότι το πετυχαίνουν έτσι και αλλιώς, ενώ και η υποψηφιότητα του προέδρου του ΕΛΑΜ από μόνη της θα συνεχίσει να ασκεί πιέσεις προς αυτή την κατεύθυνση). Από την άλλη, όμως, θα συνιστούσε αυτόματα πράξη αυτοακύρωσης της μέχρι σήμερα παρουσίας τους και συνέργειας/ταύτισης με αυτόν/αυτούς με τους οποίους θα επιλέξουν να στοιχηθούν. Κάτι που δεν έχει την πολυτέλεια να κάνει το ΕΛΑΜ, τουλάχιστον σε αυτή την χρονική στιγμή διότι αυτόματα χάνει αυτό που το ίδιο το κόμμα θεωρεί ως το βασικό του πλεονέκτημα: το στίγμα του ξεχωριστού, του αντισυστημικού και του διαφορετικού από όλους τους άλλους στο οποίο στηρίζει την όλη του ύπαρξη (μια μεγάλη πλάνη βέβαια, αλλά αυτό εκπίπτει του παρόντος άρθρου).
Για όλους τους παραπάνω λόγους θεωρώ ότι η αυτόνομη κάθοδος του ΕΛΑΜ με τον πρόεδρο του αποτελεί raison d'être για το κόμμα. Η αυτόνομη κάθοδος δίνει τη δυνατότητα στο συγκεκριμένο μόρφωμα να προβάλει από πολλαπλά κανάλια και σε διαφορετικά ακροατήρια τον εαυτό του και τις θέσεις του αυξάνοντας έτσι την προσβασιμότητα και την έκθεση του σε μεγαλύτερο μέρος του εκλογικού σώματος. Αυτό δεν θα το πετύχαινε χωρίς δικό του υποψήφιο. Ταυτόχρονα, δεν πρέπει να υποτιμούνται οι οργανωτικές παράμετροι μιας τέτοιας εκλογικής επιλογής: η υποψηφιότητα του προέδρου του κόμματος λειτουργεί συσπειρωτικά για τον στελεχικό του πυρήνα και δημιουργεί δυνατότητες συσπείρωσης του κομματικού ακροατηρίου τους οποίους θέλουν να διατηρήσουν κοντά στο κόμμα και να μην τους αφήσουν να σκορπιστούν σε άλλα κόμματα και υποψήφιους, όπως έγινε την προηγούμενη φορά. Θέλουν, δηλαδή, να διατηρήσουν μια άμεση και ει δυνατόν οργανωτική σχέση και επαφή με αυτούς που ήδη τους ψήφισαν εξυπηρετώντας και τα δυο σκέλη της στρατηγικής τους στα οποία έγινε αναφορά πιο πάνω.
Ελλοχεύει, βέβαια, ο κίνδυνος ο υποψήφιος και πρόεδρος του κόμματος να μην πάρει στην κάλπη το 3.71% (ή έστω των 13,040 ψήφων) των πρόσφατων βουλευτικών εκλογών που θα αποτελεί και το μέτρο σύγκρισης με ότι αυτό μπορεί να συνεπάγεται για την δυναμική του ακροδεξιού σχήματος, αλλά και των εσωκομματικών του διεργασιών. Θα διακινδυνεύσω και μια πρόβλεψη. Ούτε στο δεύτερο γύρο θα κάνει επιλογή το ΕΛΑΜ. Αντίθετα, μάλλον, θα καλέσει σε αποχή διότι τα όσα έχουν αναλυθεί πιο πάνω θα ισχύουν και στον δεύτερο γύρο όπου η κάθε ψήφος ενδεχομένως να είναι καθοριστική και άρα αν κερδίσει αυτός που θα επιλέξουν θα μπορεί να τους καταλογίζεται μελλοντικά ευθύνη για την εκλογή του. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι όσοι ψηφίσουν τη συγκεκριμένη υποψηφιότητα (ή έστω μια μερίδα τους) δεν θα κάνουν επιλογή στον δεύτερο γύρο. Σε κάθε περίπτωση ο ακροδεξιός σχηματισμός φαίνεται να έχει και να ακολουθεί μια στρατηγική η οποία χρήζει μελέτης και προσοχής, χωρίς υποτίμηση, ως πρώτο βήμα αντιμετώπισης.
Γράφει: Γιάννος Κατσουρίδης