...Τα κεφάλαια των διαπραγματεύσεων και οι σχολές σκέψης.
Αφορμή για το παρόν κείμενο είναι η επιστημονική ημερίδα που διοργάνωσε ο Προμηθέας με το τμήμα Τουρκικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Κύπρου με θέμα Τουρκία και Τουρκοκύπριοι σε ένα μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Παρόλο τον επιστημονικό χαρακτήρα της ημερίδας, είναι ισχυρή πεποίθηση του γράφοντος ότι επιστήμη και πολιτική είναι έννοιες διαπλεκόμενες, όπου η μια πληροφορεί την άλλη σε μια αέναη διαδικασία. Με αφορμή την ημερίδα αλλά και τις προσπάθειες επανέναρξης του διαλόγου για επίλυση του κυπριακού, τίθενται αναπόφευκτα στη συζήτηση οι πτυχές και οι προσεγγίσεις αντιμετώπισης του κυπριακού προβλήματος.
Η μετά το 1974 θεώρηση του κυπριακού προβλήματος βρήκε έκφραση σε μια κοινή προσέγγιση του εκ μέρους των πολιτικών δυνάμεων ως πρόβλημα με δύο πτυχές: τη διεθνή και την εσωτερική. Αυτό αποτυπώθηκε, περαιτέρω, στην εξειδίκευση των διαφόρων διαπραγματευτικών κεφαλαίων: εγγυήσεις, ασφάλεια, στρατεύματα, συμμετοχή σε διεθνείς οργανισμούς, εντάσσονται στη διεθνή πτυχή. Έποικοι, εδαφικό, περιουσιακό, διακυβέρνηση και συμμετοχή στην εξουσία, οικονομία, εντάσσονται στην εσωτερική πτυχή. Μετά την ένταξη στην ΕΕ προστέθηκε, βέβαια, και η αντίστοιχη πτυχή.
Η μεθοδολογία επίλυσης ήταν, τουλάχιστον, μέχρι πρόσφατα, επίσης, κοινά συμφωνημένη και αποδεχτή. Η εσωτερική πτυχή θα επιλυόταν μέσω διαπραγματεύσεων των δύο κοινοτήτων και η διεθνής, μέσω μιας διεθνούς διάσκεψης στην οποία θα παρευρίσκεται και η Κυπριακή Δημοκρατία.
Σε όλους αυτούς τους βασικούς πυλώνες της επίλυσης του κυπριακού διαμορφώθηκαν με την πάροδο του χρόνου, δύο εκ διαμέτρου αντίθετες φιλοσοφικές προσεγγίσεις. Οι οπαδοί της λύσης με οποιοδήποτε κόστος, από τη μια και αυτοί που ουσιαστικά αντιτίθενται σε λύση επανένωσης, ειδικά όπως αυτή εκφράστηκε με την διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία, από την άλλη. Είναι περιττό, νομίζω, να προστεθεί ότι και στις δύο πλευρές συναντούμε πολιτικές ηγεσίες (ακόμα και ολόκληρα κόμματα), εφημερίδες, οικονομικά συμφέροντα, κτλ.
Η μια πλευρά πιέζει και προσπαθεί να πείσει ότι μπορούμε να δεχτούμε οτιδήποτε περίπου ως λύση και θα δούμε στην πορεία πως θα δουλέψει, ενώ η άλλη εναντιώνεται σε κάθε πρόταση ή προσπάθεια να οδηγηθούμε σε λύση. Οι πρώτοι είναι έτοιμοι να δεχτούν επιδιαιτησία και χρονοδιαγράμματα, παρουσία στρατευμάτων, ένταξη στο ΝΑΤΟ, ακόμα και επεμβατικά δικαιώματα της Τουρκίας, στο όνομα της όποιας λύσης. Οι άλλοι, απορρίπτουν κάθε έννοια συμμετοχής της τουρκοκυπριακής κοινότητας στο μελλοντικό ομοσπονδιακό κράτος, κάθε συμβιβασμό με την πραγματικότητα που δυστυχώς μας περιβάλλει. Οι μεν χρησιμοποιούν την κινδυνολογία περί απομόνωσης, ταιβανοποίησης και τελευταίας ευκαιρίας, οι δε χρησιμοποιούν μια άλλη μορφή κινδυνολογίας περί καταστροφής του ελληνισμού και της κρατικής μας υπόστασης.
Οποιοδήποτε δρόμο ακολουθήσουμε από τους δύο, το πιθανότερο είναι να μην έχουμε την ποθητή κατάληξη. Η μια οδός παραπέμπει σε σίγουρη απόρριψη από τον λαό διότι θα είναι πολύ ετεροβαρής εις βάρος της ελληνοκυπριακής πλευράς και του κυπριακού λαού στο σύνολο του προς όφελος ξένων δυνάμεων, όπως το 2004. Η άλλη, οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη μη λύση από άλλο δρόμο, διότι δεν θα γίνει ποτέ αποδεχτή από την τουρκοκυπριακή πλευρά, πέραν των όποιων άλλων επιχειρημάτων επί της ουσίας θα μπορούσαν να αντιπαραταχθούν και στις δύο προσεγγίσεις.
Η κάθε σχολή έχει και τις εσωτερικές της αντιφάσεις. Δεν μπορεί, για παράδειγμα, να αντιδρούν πολιτικές δυνάμεις ή/και πρόσωπα σε οποιασδήποτε μορφής συμμετοχή των Τουρκοκυπρίων στην εξουσία, ως κοινότητα, επειδή «παραβιάζονται» ανθρώπινα δικαιώματα θεωρώντας μάλιστα ότι αυτό γίνεται καθ’ υπόδειξη των Αμερικανοβρετανών και από την άλλη, οι ίδιες δυνάμεις να αποδέχονται ένταξη στο ΝΑΤΟ, ή σε παρακλάδια του, που με τη δράση τους παραβιάζουν σε ολόκληρο τον κόσμο ατομικά και κρατικά δικαιώματα. Από την άλλη, δεν μπορεί να πρεσβεύουν άλλες δυνάμεις μια «ευρωπαϊκή προδιαγραφών λύση», την οποία να ακυρώσουμε, στην ουσία, αποδεχόμενοι παραμονή στρατευμάτων και εγγυήσεις της Τουρκίας. Η κατάσταση αυτή είναι και αντιφατική και επικίνδυνη.
Κρίνοντας συνολικά, δεν έχουμε την πολυτέλεια ως Κύπρος και ως κυπριακός λαός στο σύνολο του στην μία πτυχή να θεωρηθούμε ικανοποιημένοι και στην άλλη πτυχή να βγούμε εντελώς χαμένοι και να θεωρούμε ότι είναι καλή η λύση. Μια καλή λύση στην διακυβέρνηση παραδείγματος χάριν, δεν μπορεί να ακυρωθεί στην πράξη με την αποδοχή ένταξης στο ΝΑΤΟ και παραμονή στρατευμάτων. Είναι αντικειμενικά ανισοβαρής η σχέση των δύο πτυχών σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Μια λύση για να είναι καλή, βιώσιμη και σε τελική ανάλυση αποδεχτή από αυτούς που θα κληθούν να ζήσουν με αυτή, δεν μπορεί να μην είναι ισοζυγισμένη και υπό τις περιστάσεις δίκαιη.
Η αίσθηση που δημιουργείται είναι ότι όσοι πρεσβεύουν μια διαφορετική προσέγγιση, μια αντιμετώπιση με φάρο την λογική και όχι κατ’ ανάγκη τη μέση οδό, κάπου χάνονται, ευρισκόμενοι στην μέγγενη των αντιδράσεων από τις δύο άλλες σχολές σκέψης. Όπως δεν χωρούν επιδιώξεις που το πραξικόπημα και η εισβολή τις έχουν καταστήσει ανέφικτες και επικίνδυνες, άλλο τόσο δεν χωρούν μοιρολατρικές προσεγγίσεις και υπακοή σε ένα δήθεν ρεαλισμό που πάντα ταυτίζεται με συγκεκριμένες θέσεις, συγκεκριμένων διεθνών δρώντων.
Η αριστερά στην Κύπρο, παραδοσιακά, πρεσβεύει αυτή την τρίτη προσέγγιση στο κυπριακό, ως την μοναδική που μπορεί να επανενώσει την πατρίδα μας και το λαό της.
Γράφει: Γιάννος Κατσουρίδης