Στη Μογγολία εντοπίστηκε μια άριστα διατηρημένη μούμια βουδιστή μοναχού σε στάση διαλογισμού που εκτιμάται ότι είναι ηλικίας 200 ετών.
Σύμφωνα με τον Δρ. Μπάρι Κερζίν, στενό συνεργάτη του Δαλάι Λάμα, ο συγκεκριμένος μοναχός δεν είναι νεκρός, αλλά βρίσκεται στην ανώτατη κατάσταση διαλογισμού που ονομάζεται "tubkdam", όπου εάν καταφέρει να φτάσει ο διαλογιστής, τότε "γίνεται Βούδας". Στα πλαίσια της εφαρμογής των πολιτικών της λιτότητας, η αντίστοιχη κατάσταση με το "tubkdam" είναι η επίτευξη του λεγόμενου “πρωτογενούς πλεονάσματος”, που καταδεικνύει ότι το κράτος έχει καταφέρει να τιθασεύσει τα “πάθη” του και να περιορίσει τις “σπατάλες” του, βαδίζοντας στην οδό της δημοσιονομικής αρετής. Όμως στην πραγματικότητα, θα έχει την ίδια κατάληξη με το βουδιστή μοναχό της Μογγολίας.
Στα κράτη που βρίσκονται υπό μνημονιακό καθεστώς επιβάλλονται όροι αυστηρότεροι από αυτούς του ισοσκελισμένου προϋπολογισμού, αφού υποχρεώνονται να διαμορφώνουν πλεονασματικούς προϋπολογισμούς, οι οποίοι χαρακτηρίζονται από σκληρή λιτότητα και ανύπαρκτες αναπτυξιακές δυνατότητες, αφού τα ποσά του πλεονάσματος πηγαίνουν κατευθείαν στην αποπληρωμή του παλαιού χρέους. Π.χ., το Μνημόνιο της Ελλάδας ορίζει ότι πρέπει να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3% για το 2015 και 4,5% για το 2016 και για το 2017. Αντίστοιχα, το Μνημόνιο της Κύπρου ορίζει ότι πρέπει να επιτευχθεί πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 2.5% για το 2017 και 4% από το 2018 και εντεύθεν. Τα πλεόνάσματα είναι προφανώς θετικά όταν προκύπτουν μέσα από την ανάπτυξη της οικονομίας και όταν αξιοποιούντα για την ανάπτυξη της οικονομίας. Όμως όταν δεν συμβαίνει αυτό, τα πράγματα περιπλέκονται.
Για να επιτευχθεί ο στόχος του πρωτογενούς πλεονάσματος, τα κράτη υποχρεώνονται να εφαρμόζουν πολιτικές σκληρής λιτότητας μέσα από μειώσεις μισθών, μειώσεις κοινωνικών δαπανών και μειώσεις δημοσίων δαπανών οι οποίες οδηγούν σε ένα φαύλο κύκλο ύφεσης. Π.χ. αντί εξορθολογισμού του κρατικού μισθολογίου γίνονται άκριτες μειώσεις μισθών των δημοσίων υπαλλήλων, υπό το φως του κοινωνικού αυτοματισμού. Όμως αυτό οδηγεί στην υποτίμηση της αξίας της εργασίας και στην περαιτέρω μείωση των μισθών των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα, ενώ ταυτόχρονα μειώνεται η αγοραστική δύναμη ενός σημαντικού μέρους της κοινωνίας, με αποτέλεσμα τη μείωση του κύκλου εργασιών των επιχειρήσεων, τις απολύσεις και την αύξηση της ανεργίας. Κατά ανάλογο τρόπο, οι μειώσεις των κοινωνικών δαπανών αφήνουν εκτεθειμένες τις ευάλωτες κοινωνικές ομάδες και οι μειώσεις των δημοσίων δαπανών περιορίζουν τις αναπτυξιακές δυνατότητες της οικονομίας.
Στην πράξη, λόγω της ύφεσης που προκύπτει από τη λιτότητα, το μέγεθος της οικονομίας των χωρών που εφαρμόζουν αυτές τις πολιτικές μειώνεται, με αποτέλεσμα τα πλεονάσματα να είναι επίσης σημαντικά μειωμένα. Π.χ., το ΑΕΠ της Ελλάδας ήταν €233.2 δις το 2008 και μετά από την εφαρμογή των πολιτικών λιτότητας συρρικνώθηκε στα €185.0 το 2014, δηλαδή μειώθηκε κατά 20.6%. Έτσι, ενώ ένα πλεόνασμα ύψους 4.5% το 2008 θα ήταν €10.5 δις, το ίδιο ποσοστό πλεονάσματος για το 2014 θα ήταν μόνο €8.3 δις.
Μέσα από όλα αυτά δημιουργείται ένα οξύμωρο σχήμα, όπου οι πολίτες κάνουν συνεχώς θυσίες, οι κυβερνήσεις πληρώνουν διαρκώς πολιτικό κόστος, και η οικονομία βυθίζεται διαρκώς όλο και βαθύτερα στην ύφεση. Δηλαδή, ενώ ταλαιπωρούνται όλοι, στο τέλος δεν κερδίζει κανένας. Και όταν μέσα από την εφαρμογή μιας πολιτικής δεν κερδίζει κανείς, τότε παράλληλα με το μεγάλο κόστος του παρόντος, δημιουργούνται απορίες για τον πολιτικό αναλυτή του μέλλοντος, αντίστοιχες με τις σύγχρονες απορίες για τη μούμια του βουδιστή μοναχού της Μογγολίας.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου