Μια από τις πιο παλιές μουσικές μου αναμνήσεις, είναι η "Ενδεκάτη Εντολή", της Νανάς Μούσχουρη.
Περιλαμβάνεται στον ομώνυμο δίσκο του 1984 και μάλλον έφτασε για πρώτη φορά στα αυτιά μου όταν ήμουν εφτά ή οκτώ χρονών. Μου είχε κάνει εντύπωση η φωνή της Μούσχουρη και η μελωδία του Χατζηνάσιου, όμως περισσότερη εντύπωση μου έκαναν οι στίχοι του Γκάτσου: Μιλούσαν για τις Δέκα Εντολές και για τον Μωυσή, μιλούσαν για μια επιπρόσθετη και απροσδιόριστη Ενδέκατη Εντολή, μιλούσαν για τρελούς, για σκλάβους, για καθαρά γυαλιά και για κοφτερά μαχαίρια. Είμαι σίγουρος ότι έφερνα σε δύσκολη θέση τους γονείς μου όταν τους ρωτούσα “Ποιά είναι η Ενδεκάτη Εντολή;” και παρά τις φιλότιμες προσπάθειές τους, δεν κατάφερνα να καταλάβω τι ακριβώς ήθελε να πει ο ποιητής... Αρκετά χρόνια μετά από τότε, επιχειρώ να αποκωδικοποιήσω τους στίχους και να εξηγήσω ποιά είναι η Ενδεκάτη Εντολή.
Το τραγούδι ξεκινά ως εξής: "Ρίξ’ ένα βλέμμα σιωπηλό στον κόσμο τον αμαρτωλό και δες η γη πως καίει. Και με το χέρι στην καρδιά αν δε σ’ αγγίξει η πυρκαγιά, ψάξε να βρεις ποιος φταίει." Ο ποιητής καλεί τον ακροατή να στρέψει το βλέμμα του προς την πραγματικότητα και προς την κοινωνία, για να εντοπίσει την αδικία που καίει τη γη, και αν δεν παρασυρθεί από την επικρατούσα κατάσταση, τότε να ψάξει να βρει ποιός είναι ο φταίχτης που δημιουργεί την αδικία. Και συνεχίζει: "Σα χαμοπούλι ταπεινό που δεν εγνώρισ’ ουρανό και περπατάει στο χώμα, την Ενδεκάτη Εντολή δεν την σεβάστηκες πολύ γι’ αυτό πονάς ακόμα." Εάν ο ακροατής παραμείνει παθητικός σαν ένα πουλί που δεν μπορεί να πετάξει, τότε δεν θα γνωρίσει την ελευθερία και θα πονά για πάντα, αφού θα έχει παραβεί την Ενδεκάτη Εντολή. "Τράβα να βρεις τον Μωυσή και ξαναρώτα τον κι εσύ μήπως αυτός την ξέρει, την Ενδεκάτη Εντολή που `ν’ ολοκάθαρο γυαλί και κοφτερό μαχαίρι." Ο ποιητής εισηγείται ειρωνικά στον αδιάφορο ακροατή, που βρέθηκε σε αδιέξοδο, να απευθυνθεί στον ίδιο το Μωυσή για να του εξηγήσει το νόημα της Ενδεκάτης Εντολής, για την οποία του δίνει δύο κλειδιά: είναι καθαρή (σε αντίθεση με τον αμαρτωλό κόσμο και τη γη που καίγεται) και είναι κοφτερή (όπως κοφτερά είναι τα μαχαίρια που κόβουν τα σχοινιά των σκλάβων). "Στην παγωμένη σου ερημιά το γέλιο γίνεται ζημιά κι η ομορφιά σκοτάδι. Έτσι είναι φίλε μου η ζωή φέρνει τον ήλιο το πρωί την καταχνιά το βράδυ." Και εάν ο ακροατής επιμείνει να μην τηρήσει την Ενδεκάτη Εντολή περιοριζόμενος στην ερημιά της ιδιωτικότητας, τότε θα βιώσει και ο ίδιος την αδικία, με αποτέλεσμα το γέλιο του να γίνει ζημιά και η ομορφιά να γίνει σκοτάδι, έτσι όπως το σκοτάδι της νύχτας αντικαθιστά το φως της ημέρας. "Κάνε λοιπόν υπομονή τώρα που φως δε θα φανεί κι ούτε θα `ρθει καράβι. Την ενδεκάτη εντολή την ξέρουν μόνο οι τρελοί κι όλοι της γης οι σκλάβοι." Στην περίπτωση που ο ακροατής δεν αντιμετωπίσει την αδικία και δεν εντοπίσει για να τιμωρήσει τους υπαίτιους, δεν θα έχει άλλη επιλογή εκτός από τη (μάταιη) υπομονή, ενώ οι μόνοι που μπορούν πραγματικά να τολμήσουν και να τηρήσουν την Ενδεκάτη Εντολή είναι οι τρελοί (που θα αψηφήσουν τους κινδύνους) και οι σκλάβοι (που δεν έχουν τίποτα να χάσουν εκτός από τις αλυσίδες τους).
Εν ολίγοις, η Ενδεκάτη Εντολή λέει ότι ο άνθρωπος δεν δικαιούται να είναι αδιάφορος για την αδικία, δεν δικαιούται να παρακολουθεί παθητικά την εκμετάλλευση, δεν δικαιούται να μην αναζητά τους ενόχους και δεν δικαιούται να μην επιζητά την τιμωρία τους. Μάλιστα, εάν ο άνθρωπος επιμείνει να μην ανταποκριθεί στην Ενδεκάτη Εντολή, τότε θα πληρώσει το τίμημα και θα υπομείνει ο ίδιος σε υπερπολλαπλάσιο βαθμό εκείνα που προηγουμένως τον άφηναν αδιάφορο επειδή νόμιζε εσφαλμένα ότι δεν τον αφορούν και δεν τον επηρεάζουν. Και, δυστυχώς, στη χώρα μας, η Ενδεκάτη Εντολή παραβιάστηκε σφόδρα, τόσο από τους ηγέτες, όσο και από την κοινωνία, τόσο από το λαό, όσο και από την πολιτεία.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου