«Η παρούσα βουλή οφείλει, προς την κοινωνία, και το σύνολό των μελών της προς τους εαυτούς τους, να τροποποιήσει τον νόμο της ασυλίας. Να περιοριστεί στις διεργασίες που έχουν να κάνουν με το νομοθετικό έργο».
Η πολιτική διεργασία υποβαθμίζεται για άλλη μια φορά σε κουτσομπολιό. Δεν μειώνω καθόλου τα αδικήματα των βουλευτών, ούτε τις αλαζονικές συμπεριφορές τους. Κάθε άλλο. Με τον τρόπο που πολιτεύονται δίνουν δικαιώματα και τροφή για την δημιουργία και συντήρηση του κουτσομπολιού και ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το επίπεδο της πολιτικής ζωής. Όσα καθημερινά ακούμε είναι στην καλύτερη των περιπτώσεων κατακριτέα. Στην καλύτερη. Και είναι λυπηρό που τίποτα απ΄ όλα αυτά δεν αφορά την ουσία της πολιτικής, αλλά προσωπικές συμπεριφορές και επιλογές. Όταν γράφεις στα παλαιότερα των υποδημάτων σου τους νόμους που ως νομοθέτης ψηφίζεις και είσαι ο θεματοφύλακάς τους, τότε το πρόβλημά μας είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι στην αρχή όλοι θεωρήσαμε.
Δεν μπορώ να καταλάβω από που αντλούν αυτή την έπαρση και την αλαζονεία οι βουλευτές μας, την στιγμή που η πλειοψηφία της κοινωνίας φτύνει πατόκορφα τους πολιτικούς. Γιατί όποιος θεωρεί πως γλιτώνει από τον ορυμαγδό, πιστεύω πως είναι βαθιά νυχτωμένος. Προσωπικά δεν κρατώ μεζούρα για τις παραβάσεις. Είτε αυτές αφορούν τροχαία παράβαση είτε άλλα σοβαρότερα αδικήματα. Βέβαια, και η δημόσια παραδοχή, πως τα χρήματα των βουλευτών δεν αρκούν είτε για κομμωτήριο ή για να βγάλουν τον μήνα, έχουν τον δικό τους κίνδυνο. Η αναφορά τους και μόνο αποδεικνύει στο πόσο στον κόσμο τους ζουν αυτοί οι βουλευτές.
Ο Γενικός Εισαγγελέας βέβαια, λειτουργεί με τον δικό του κώδικα δεοντολογίας, και κάτω από την δική του στέγη ασυλίας. Το δόγμα πως οι αποφάσεις της Εισαγγελίας είναι σεβαστές, δεν μπορεί να παραβιάζει την αρχή της λογικής. Τα δύο μέτρα και δύο σταθμά, τα έχει ξεπεράσει κατά πολύ. Για τον Θεμιστοκλέους, και μόνο όταν ξεσκεπάστηκε η υπόθεση από εφημερίδα, προχώρησε, στην άρση της ασυλίας του. Μια μέρα πριν, εξέδιδε ανακοίνωση - απάντηση σε άλλη εφημερίδα για να δικαιολογήσει την μη άρση της ασυλίας του Κυπριανού. Για τον Χαμπουλλά ανέφερε ως άλλος κριτής των όλων το «θα τον κρίνει ο λαός» ενώ για την Χρυστάλλα είπε το περισπούδαστο «όλοι στην Κύπρο είμαστε κουμπάροι και συγγενείς». Ο Γενικός Εισαγγελέας δεν κάνει πολιτική. Όσο πιο γρήγορα το καταλάβει τόσο το καλύτερο για όλους μας και σίγουρα και για τον τόπο.
Το μέτρο όμως χάθηκε και από μια άλλη εξουσία. Όταν μια ιστορική εφημερίδα του τόπου γράφει στον τίτλο της, κάτω από το λογότυπό της, την λέξη «τσουλί», τότε συμπεραίνεις ότι η μετάδοση και μεταβίβαση των μηνυμάτων γίνεται με εντελώς λάθος κριτήρια. Θα μπορούσε να μεταδώσει την είδηση με πολλούς άλλους τρόπους χωρίς να χρειαστεί να «θυσιαστεί». Στον βωμό των πωλήσεων και της αναγνωσιμότητας, στον ανταγωνισμό να το γράψω πιο εμφαντικά από όλους, στέλνονται τα εντελώς λανθασμένα μηνύματα.
Το μέτρο χάθηκε. Υπάρχει τρόπος να το βρούμε; Υπάρχει περίπτωση να γλιτώσουμε από όλο αυτόν τον καταιγισμό; Η παρούσα βουλή οφείλει, προς την κοινωνία, και το σύνολό των μελών της προς τους εαυτούς τους, να τροποποιήσει τον νόμο της ασυλίας. Να περιοριστεί στις διεργασίες που έχουν να κάνουν με το νομοθετικό έργο. Χρειάζεται όμως και τροποποίηση των νομοθεσιών που αφορούν τους κρατικούς αξιωματούχους. Η εφ΄ όρου ζωής υπηρεσία στις διάφορες νευραλγικές υπηρεσίες ή η υπηρεσία μέχρι τον διορισμό τους από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας σε άλλη θέση, χρειάζεται να αλλάξει άμεσα. Είτε αυτός είναι Γενικός Ελεγκτής ή Γενικός Εισαγγελέας ή άλλος.
Πριν είκοσι πέντε χρόνια, με ένα κανάλι και 3 εφημερίδες, χωρίς ίντερνετ και social media ο καβγάς βουλευτών θα περνούσε στα χαμηλά αν τον παίρναμε χαμπάρι. Πριν δεκαπέντε χρόνια κανείς δεν θα μάθαινε για τις τροχαίες παραβάσεις, και πριν δέκα χρόνια δεν υπήρχε τρόπος να μεταδώσει κανείς την αγάπη του για τα πτηνά. Η σημερινή υπέρ έκθεση των δημόσιων προσώπων ξεγυμνώνει όσους στα αλήθεια είναι γυμνοί. Δεν μπορεί να υπάρξει «τεχνητή κάλυψη». Παραμένω αισιόδοξος πως η κοινωνία, όλοι οι ενεργοί πολίτες, θα καταφέρουν να φιλτράρουν και να ξεχωρίσουν την αμετροέπεια από την παραγωγή πολιτικής και τον ορθολογισμό από τον λαϊκισμό.
Γράφει: Δημήτρης Μ. Δημητρίου
Follow me: @dmdemetriou