Γιατί η απόφαση κατά του τεχνολογικού κολοσσού αποτελεί ορόσημο
Παρά τις δυσκολίες και την πολυπλοκότητα των υποθέσεων που αφορούν τις διαδικτυακές πρακτικές σε σχέση με τη συμμόρφωση με τις αρχές και τις παραμέτρους του δικαίου του ανταγωνισμού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προστατεύει σθεναρά τους καταναλωτές. Τούτο μαρτυρεί η πρόσφατη καταδικαστική απόφαση κατά της Google και το πρόστιμο δισεκατομμυρίων.
*Του Παναγιώτη Τσαγγάρη
Στις 10 Σεπτεμβρίου 2024, το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (εφεξής ΕΕ) επικύρωσε την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (εφεξής Επιτροπή) κατά της Google στην πολύκροτη υπόθεση «Google και Alphabet κατά Επιτροπής (Google Shopping)» (C-48/22 P), επιβεβαιώνοντας το πρόστιμο των €2,4 δις ευρώ που είχε επιβληθεί στην Google και τη μητρική της εταιρεία Alphabet.
Το εν λόγω πρόστιμο επιβλήθηκε από την Επιτροπή στις 27 Ιουνίου 2017 λόγω του ότι η Google καταχράστηκε τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά των υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο, ευνοώντας τη δική της υπηρεσία σύγκρισης προϊόντων έναντι αντίστοιχων ανταγωνιστικών υπηρεσιών. Συγκεκριμένα, κρίθηκε ότι η Google εκμεταλλευόταν τη δεσπόζουσα θέση της στην αγορά προηγούμενου σταδίου των υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο, προκειμένου να αποκτήσει ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα στην αγορά επόμενου σταδίου των υπηρεσιών εξειδικευμένης αναζήτησης στην οποία δεν κατείχε τέτοια θέση, ευνοώντας τη δική της υπηρεσία σύγκρισης προϊόντων. Η επίμαχη συμπεριφορά συνίστατο στο ότι η Google τοποθετούσε το δικό της εργαλείο σύγκρισης προϊόντων σε περίοπτη και ελκυστική θέση μέσα σε ειδικά «boxes» στις σελίδες γενικών αποτελεσμάτων, χωρίς να εφαρμόζει ως προς αυτό τους αλγορίθμους προσαρμογής που χρησιμοποιούνταν για τη γενική αναζήτηση, ενώ ταυτόχρονα τα ανταγωνιστικά εργαλεία σύγκρισης προϊόντων μπορούσαν να εμφανίζονται στις ίδιες σελίδες μόνο υπό τη μορφή αποτελεσμάτων γενικής αναζήτησης (μπλε υπερσυνδέσμων) και ποτέ σε εμπλουτισμένο μορφότυπο, και η σειρά κατάταξής τους στα γενικά αποτελέσματα υποβιβαζόταν μέσω των εν λόγω αλγορίθμων προσαρμογής. Η επίμαχη πρακτική είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση της κίνησης από τις σελίδες γενικών αποτελεσμάτων της Google προς τα ανταγωνιστικά εργαλεία σύγκρισης προϊόντων και την αύξηση της κίνησης προς το εργαλείο σύγκρισης της Google. Οι δύο εταιρίες προσέβαλαν την απόφαση της Επιτροπής ενώπιον του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, το οποίο την επικύρωσε κατ’ ουσία και διατήρησε σε ισχύ το επιβληθέν πρόστιμο.
Η απόφαση του Δικαστηρίου της ΕΕ επί της ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης που ακολούθησε, με την οποία επικυρώθηκε η απόφαση του Γενικού Δικαστηρίου της ΕΕ, αποτελεί αναντίλεκτα απόφαση-ορόσημο όσον αφορά τη δημόσια επιβολή του δικαίου του ανταγωνισμού. Αφενός, διότι το πρόστιμο των €2,4 δις ευρώ ήταν το μεγαλύτερο πρόστιμο που επιβλήθηκε ποτέ από την Επιτροπή μέχρι τότε, αν και βέβαια έναν χρόνο αργότερα, ήτοι το 2018, επιβλήθηκε στην Google το πρόστιμο των €4,3 δις ευρώ στην υπόθεση για το λειτουργικό σύστημα Android (AT.40099). Αφετέρου, διότι το Δικαστήριο της ΕΕ τοποθετήθηκε σε σημαντικά ζητήματα του δικαίου του ανταγωνισμού. Σε αυτό τον σύντομο σχολιασμό θα αναφερθώ συγκεκριμένα στις τοποθετήσεις του Δικαστηρίου αναφορικά με τις αρχές που διέπουν τον υγιή ανταγωνισμό, το δόγμα του «εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή» και το θέμα της αιτιώδους συνάφειας.
Καταρχάς, αναφορικά με τις αρχές του υγιούς ανταγωνισμού, το Δικαστήριο της ΕΕ επισήμανε ότι μια επιχείρηση που κατέχει δεσπόζουσα θέση έχει δικαίωμα να επιφυλάσσει στα προϊόντα της ή στις υπηρεσίες της ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με εκείνη την οποία επιφυλάσσει στα προϊόντα ή τις υπηρεσίες των ανταγωνιστών της. Η συμπεριφορά αυτή από μόνη της δεν συνιστά συμπεριφορά που αποκλίνει από τον υγιή ανταγωνισμό. Είναι οι περιστάσεις της συγκεκριμένης περίπτωσης που ενδεχομένως να καθιστούν μια συμπεριφορά προβληματική από τη σκοπιά του δικαίου του ανταγωνισμού. Οι περιστάσεις αυτές μπορεί να αφορούν στην ίδια τη συμπεριφορά ή στις οικείες αγορές ή στη λειτουργία του ανταγωνισμού στις αγορές αυτές. Στην προκειμένη περίπτωση, η Google κατείχε δεσπόζουσα θέση στην αγορά προηγούμενου σταδίου των υπηρεσιών γενικής αναζήτησης στο διαδίκτυο, η οποία χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη ιδιαιτέρως ισχυρών φραγμών εισόδου. Το γεγονός αυτό, σε συνδυασμό με τη συνδρομή τριών ειδικών περιστάσεων, ήτοι, πρώτον, του πόσο σημαντική είναι η κίνηση που δημιουργείται από τη μηχανή γενικής αναζήτησης της Google για τα εργαλεία σύγκρισης προϊόντων, δεύτερον, της συμπεριφοράς των χρηστών όταν πραγματοποιούν αναζητήσεις στο διαδίκτυο που συνήθως επικεντρώνονται στα πρώτα αποτελέσματα της αναζήτησης, και, τρίτον, του ότι η εκτρεπόμενη κίνηση από τις σελίδες γενικών αποτελεσμάτων της Google αντιπροσωπεύει μεγάλο ποσοστό της κίνησης προς τα ανταγωνιστικά εργαλεία σύγκρισης προϊόντων και είναι ουσιαστικά αδύνατο να αντικατασταθεί από άλλες πηγές, η επίμαχη συμπεριφορά, με τα δύο συστατικά στοιχεία της, ήτοι την προνομιακή προβολή των δικών της αποτελεσμάτων και τον υποβιβασμό των αποτελεσμάτων των ανταγωνιστών, ήταν ικανή να οδηγήσει σε εξασθένιση του ανταγωνισμού στην αγορά. Ένεκα των περιστάσεων αυτών και προς αποφυγή της δυσμενούς διάκρισης σε βάρος των ανταγωνιστικών εργαλείων σύγκρισης προϊόντων, η Google έπρεπε να εξασφαλίσει ότι τα τελευταία δεν υπόκεινται σε δυσμενέστερη θέση ως προς την προβολή και την κατάταξή τους. Το Δικαστήριο επισήμανε ότι αυτό δεν σημαίνει απαραίτητα ότι θα έπρεπε να έχουν πρόσβαση στα ειδικά “boxes” αλλά η όλη μεταχείριση τους από την Google είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία δυσμενούς διάκρισης σε βάρος τους.
Κατά δεύτερον, αναφορικά με το δόγμα του «εξίσου αποτελεσματικού ανταγωνιστή», το Δικαστήριο της ΕΕ υπογράμμισε ότι το άρθρο 102 ΣΛΕΕ δεν αποσκοπεί στο να εμποδίσει τις επιχειρήσεις να κατακτήσουν, με την αξία τους, δεσπόζουσα θέση εντός μίας ή περισσότερων αγορών, ούτε στο να διασφαλίσει ότι οι λιγότερο αποτελεσματικές ανταγωνίστριες των επιχειρήσεων που κατέχουν δεσπόζουσα θέση θα παραμείνουν στην αγορά. Αντιθέτως, ο υγιής ανταγωνισμός δύναται εξ ορισμού να έχει ως αποτέλεσμα την εξαφάνιση από την επίμαχη αγορά ή την περιθωριοποίηση ανταγωνιστριών επιχειρήσεων λιγότερο αποτελεσματικών και, ως εκ τούτου, λιγότερο ελκυστικών για τους καταναλωτές, ιδίως από απόψεως τιμών, παραγωγής, επιλογών, ποιότητας ή καινοτομίας.
Περαιτέρω, αναφορικά με το θέμα της αιτιώδους συνάφειας το Δικαστήριο επισήμανε ότι απόκειται στην Επιτροπή να επικαλεστεί τη συνδρομή όλων των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν την παράβαση και να αποδείξει την αιτιώδη συνάφεια μεταξύ της συμπεριφοράς και των πραγματικών ή δυνητικών αποτελεσμάτων της στην αγορά. Η επιχείρηση με δεσπόζουσα θέση στην αγορά μπορεί να προβάλει μια ανάλυση αντιπαραδείγματος (counterfactual), ήτοι να προβεί στην ανάλυση των συνθηκών στην αγορά αν η επίμαχη συμπεριφορά δεν λάμβανε χώρα, προκειμένου να αμφισβητήσει την εκ μέρους της Επιτροπής εκτίμηση των δυνητικών ή των πραγματικών αποτελεσμάτων της επίμαχης συμπεριφοράς και να αποδείξει ότι το αντιπαράδειγμα πρέπει να γίνει δεκτό. Η Επιτροπή, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωμένη από μόνη της να προβαίνει σε κάθε περίπτωση στην απόδειξη ενός τέτοιου αντιπαραδείγματος για να αποδείξει την ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας. Χωρίς να υποτιμάται η χρησιμότητα της ανάλυσης αντιπαραδείγματος, επισημάνθηκε ότι αυτό αποτελεί ένα μόνο εργαλείο για την απόδειξη της ύπαρξης αιτιώδους συνάφειας.
Εν κατακλείδι, οι τεχνολογικοί κολοσσοί υπόκεινται στον αυστηρό έλεγχο της Επιτροπής για συμμόρφωση με τις αρχές και τις παραμέτρους του δικαίου του ανταγωνισμού. Παρά τις δυσκολίες και την πολυπλοκότητα των υποθέσεων που αφορούν σε τέτοιες διαδικτυακές πρακτικές, η Επιτροπή υπερασπίζεται σθεναρά τη διατήρηση υγιούς ανταγωνισμού στην ΕΕ και την προστασία των καταναλωτών. Παράλληλα με τα εργαλεία που παρέχει το δίκαιο του ανταγωνισμού, αξίζει να σημειωθεί ότι στα χέρια της Επιτροπής έχει πλέον προστεθεί ένα επιπλέον εργαλείο ελέγχου των τεχνολογικών κολοσσών, ήτοι η νομοθετική ρύθμιση για τις ψηφιακές αγορές (Digital Markets Act), που πλέον τους απαγορεύει να ευνοούν στις διαδικτυακές τους πλατφόρμες τα δικά τους προϊόντα και υπηρεσίες έναντι αυτών των ανταγωνιστών τους.
*Ο Δρ. Παναγιώτης Τσαγγάρης είναι Senior Associate της δικηγορικής εταιρείας Tassos Papadopoulos & Associates LLC