Η έννοια της δικοινοτικότητας εμφανίζεται για πρώτη φορά στο δοτό σύνταγμα του 1960 όπως αυτή προέκυψε μέσα από τις συμφωνίες Ζυρίχης – Λονδίνου.
Επί της ουσίας, εξασφάλιζε την ποσοστιαία συμμετοχή Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων στην διοίκηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Το σύνταγμα βρίσκεται εν ισχύ μέχρι και σήμερα αλλά επί του πρακτέου συμπληρώθηκαν φέτος πενήντα χρόνια από τότε που απώλεσε το δικοινοτικό χαρακτήρα του.
Κάπου στο 1965, αφού προηγήθηκαν τα τραγικά γεγονότα του 1963-64 με τα οποία οι Τουρκοκύπριοι είχαν αποχωρήσει από την κυβέρνηση και κλείστηκαν σε θύλακες, προτάθηκε για πρώτη φορά από τα Ηνωμένα Έθνη η ομοσπονδιακή λύση. Όπως ήταν φυσικό, η Ελληνοκυπριακή πλευρά είχε απορρίψει μια τέτοια πρόταση, καθώς δεν υπήρχε καμία ανάγκη με τα μέχρι τότε δεδομένα να υπαναχωρήσει σε εδαφικό προσδιορισμό. Με την τουρκική εισβολή όμως και την κατάληψη του 37% του κυπριακού εδάφους τα δεδομένα είχαν αλλάξει άρδην. Παράλληλα στηριζόμενο στα εγκλήματα και τις βιαιοπραγίες ένθεν κι ένθεν, αρχίζει να γίνεται ευρύτατη χρήση του επιχειρήματος από την τουρκική προπαγάνδα, ότι οι δύο κοινότητες δεν μπορούν να ζήσουν μαζί σε ένα ενιαίο κράτος.
Στις 12 Φεβρουαρίου του 1977 ακολουθεί η συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς. Καθορίζεται πλέον ξεκάθαρα για πρώτη φορά, το δικοινοτικό ομοσπονδιακό πλαίσιο της λύσης με εδαφικό προσδιορισμό[1]. Οι τέσσερις κατευθυντήριες γραμμές της συμφωνίας ήταν οι εξής:
- Επιζητούμε μια ανεξάρτητη, αδέσμευτη δικοινοτική ομόσπονδη Δημοκρατία.
- Το έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας πρέπει να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας και της ιδιοκτησίας γης.
- Θέματα αρχών όπως η ελευθερία διακίνησης, ελευθερία εγκατάστασης, το δικαίωμα περιουσίας και άλλα εξειδικευμένα ζητήματα, είναι ανοικτά για συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες, οι οποίες μπορεί να προκύψουν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
- Οι εξουσίες και αρμοδιότητες της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα είναι τέτοιες, ώστε να διασφαλίζουν την ενότητα της χώρας λαμβανομένου υπόψη και του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους.
Στις 15 Ιουνίου 1979 ακολουθεί δεύτερη Συμφωνία υψηλού επιπέδου, αυτή τη φορά μεταξύ Κυπριανού – Ντενκτάς. Η συμφωνία έλαβε χώρα υπό την αιγίδα του Γενικού Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών Δρα Βάλτχαϊμ. Ως βάση επανέναρξης των συνομιλιών καθορίζονται οι κατευθυντήριες γραμμές της προαναφερθείσας Συμφωνίας της 12ης Φεβρουαρίου 1977 και τα σχετικά ψηφίσματα του ΟΗΕ. Ολόκληρο το κείμενο της «Συμφωνίας των 10 σημείων» μπορεί να το βρει κανείς στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών[2].
Με βάση δημοσιεύματα του τύπου της εποχής, υπήρξε μια σύγχυση περί του όρου της Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Όπως ξεκαθάρισε βέβαια ο ίδιος ο Μακάριος αλλά και ο Σπύρος Κυπριανού αργότερα, πρόκειται για Δι-περιφερειακή Δικοινοτική Ομοσπονδία.
Στο υπ' αριθμόν 37/25 ψήφισμα της, η Γενικής Συνέλευση του ΟΗΕ αναγνωρίζει το απαράδεχτο της κατοχής και της απόκτησης εδαφών δια της βίας από την Τουρκία. Επαναλαμβάνει την πλήρη υποστήριξή της προς την κυριαρχία, την ανεξαρτησία, την εδαφική ακεραιότητα, την ενότητα και το αδέσμευτο της Κυπριακής Δημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα ζητά τον τερματισμό κάθε ξένης επέμβασης στις υποθέσεις της. Παράλληλα στο σημείο πέντε, δηλώνει την πλήρη στήριξή της στις υψηλού επιπέδου Συμφωνίες της 12ης Φεβρουαρίου 1977 και της 19ης Μαΐου 1979. Ως εκ τούτου, νοείται ξεκάθαρα η στήριξη της επίλυσης στη βάση της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας όπου η Κυπριακή Δημοκρατία παραμένει κυρίαρχη σε όλο το νησί. Όλα τα ψηφίσματα του ΟΗΕ μπορούν να αναζητηθούν αυτούσια στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών[3].
Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ έχει υιοθετήσει από το 1964 έως και το 2010 εκατόν είκοσι εφτά (127) ψηφίσματα για το κυπριακό[4]. Το ψήφισμα 458 του 1979 που υιοθετήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του ίδιου έτους, στηρίζει την επανάληψη των συνομιλιών στα πλαίσια της «Συμφωνίας των 10 σημείων» και καλεί τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων να προχωρήσουν επ' αυτού σε διαπραγματεύσεις χωρίς άλλη καθυστέρηση. Από το σημείο αυτό μέχρι και τα τέλη του 1983 σε κάθε νέο ψήφισμά του, το Συμβούλιο Ασφαλείας τονίζει την στήριξή του στη Συμφωνία Κυπριανού – Ντενκτάς και συνεπώς στη δικοινοτική ομοσπονδία με εδαφικό προσδιορισμό. Το ίδιο έτος, οι διάφορες προτάσεις ομοσπονδιακού χαρακτήρα των Ηνωμένων Εθνών είχαν απορριφθεί από τον Κυπριανού, ενώ ο Ντενκτάς προχωρεί στην “ίδρυση” της μέχρι σήμερα νομικά άκυρης «Τουρκικής Δημοκρατίας της Βόρειας Κύπρου».
Ακολουθούν πέτρινα χρόνια για το κυπριακό. Οι επόμενες προτάσεις δε δίνονται παρά μόνο πέντε χρόνια αργότερα. Τον Ιανουάριο του 1989, ο πρόεδρος Γιώργος Βασιλείου καταθέτει προτάσεις συνολικής διευθέτησης οι οποίες υποβάλλονται στον Τουρκοκύπριο ηγέτη Ραούφ Ντενκτάς και στις εγγυήτριες δυνάμεις[5]. Στο εισαγωγικό σημείωμα καταγράφονται τα εξής: “Το πνεύμα που διέπει τις προτάσεις είναι η προώθηση του στόχου της εγκαθίδρυσης μιας ανεξάρτητης, κυρίαρχης, εδαφικά ακέραιης, αδέσμευτης Ομόσπονδης Δημοκρατίας που θα προάγει την ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιοχή και φιλικές σχέσεις και συνεργασία µε όλους τους γείτονές της... Η προτεινόμενη Ομοσπονδία προνοεί ισότητα των περιφερειών που θα την αποτελούν και την εφαρμογή της δικοινοτικότητας ενώ και οι δύο κοινότητες θα μετέχουν σε όλα τα συνταγματικά όργανα της Ομόσπονδης Δημοκρατίας...”.
Άξιο λόγου αποτελεί το γεγονός ότι παρά την αποτυχημένη υιοθέτηση των πιο πάνω προτάσεων από τον Ντενκτάς, οι προτάσεις Βασιλείου αναγνωρίστηκαν από το Εθνικό Συμβούλιο ως η προσδοκώμενη στρατηγική της ελληνοκυπριακής πλευράς επί της μορφής επίλυσης του κυπριακού. Η τελευταία απόφαση επ’ αυτών λήφθηκε την 1η Αυγούστου 1996.
Το 1992 υποβάλλεται άλλη μια πρόταση επίλυσης, η οποία κινείται στα ίδια μήκη κύματος με τις προτάσεις Βασιλείου[6]. Αναγνωρίζει ως βάση λύσης του κυπριακού, τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 με τη διαφορά ότι χρησιμοποιεί πλέον επίσημα τον όρο Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Οι “Ιδέες Γκάλι” προβλέπουν για πρώτη φορά τη διεξαγωγή χωριστών δημοψηφισμάτων ενώ εξασφαλίζουν τα γνωστά τρία singles.“... Το πλαίσιο συνολικής συμφωνίας διασφαλίζει ότι η διευθέτηση του Κυπριακού στηρίζεται σε ένα µόνο κράτος της Κύπρου µε µια κυριαρχία και διεθνή προσωπικότητα και µια ιθαγένεια, µε την ανεξαρτησία και εδαφική του ακεραιότητα κατοχυρωμένες, και αποτελούμενο από δύο πολιτικά ίσες κοινότητες όπως καθορίζει η παράγραφος 11 της έκθεσης του Γενικού Γραμματέα της 3ης Απριλίου 1992 ((S/23780) σε µια δικοινοτική και διζωνική ομοσπονδία και ότι η διευθέτηση πρέπει να αποκλείει ένωση ολόκληρης ή μέρους της µε οποιαδήποτε άλλη χώρα ή οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης ή απόσχισης”.
Στις εκλογές του 1993, εκλέγεται πρόεδρος ο Γλαύκος Κληρίδης. Εγκαταλείπει τις Ιδέες Γκάλι αλλά συνεχίζει να καταθέτει στο Εθνικό Συμβούλιο τις προαναφερθείσες προτάσεις Βασιλείου, αποδεχόμενος τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία ως τη μόνη εφικτή λύση. Το Νοέμβριο του 2002, ο Γενικός Γραμματέας των Ηνωμένων Εθνών παραδίδει στους δύο ηγέτες ένα νέο σχέδιο συνολικής διευθέτησης. Ήταν το γνωστό σε όλους μας Ανάν 1 με πλαίσιο λύσης τη Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία. Το πλαίσιο αυτό διατηρήθηκε σε όλες τις παραλλαγές του σχεδίου μέχρι και το Ανάν 5 που υποβλήθηκε σε δημοψήφισμα τον Απρίλιο του 2004.
Ούτε η απόρριψη του σχεδίου άλλαξε την προσδοκώμενη μορφή λύσης για τις δύο πλευρές. Η περίφημη συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 μεταξύ του προέδρου Τάσσου Παπαδόπουλου και του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ, ως πρώτο όρο της, θέτει: “Δέσμευση για την επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας”[7]. Η μορφή αυτή διευθέτησης επαναλαμβάνεται ρητώς και στις κοινές δηλώσεις που έλαβαν χώρα από τον πρόεδρο Χριστόφια και τον Ταλάτ το 2008[8].
Αυτή είναι η ίδια μορφή επίλυσης που επιδιώκει και σήμερα η ελληνοκυπριακή πλευρά. Μέσα από τις αποφάσεις του εκάστοτε Προέδρου της Κυπριακής Δημοκρατίας αλλά και του Εθνικού Συμβουλίου, μάλλον εκλαμβάνεται ως η κύρια στρατηγική που ακολουθούμε κοντά σαράντα χρόνια για τη διευθέτηση του εθνικού μας προβλήματος. Πώς να ερμηνεύσει τώρα κανείς το ανυπέρβλητο κενό μεταξύ της διαχρονικά εθνικής στρατηγικής μας και της κρατούσας κοινής γνώμης;
Εικάζω πως ο λαϊκισμός και η θρασύτατη διάσταση λόγων και έργων της πλειοψηφίας του πολιτικού μας κόσμου, μάλλον καλύπτουν επαρκώς το κενό.
[5] Η πρόταση Βασιλείου βρίσκεται αυτούσια στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών
[6] Η Δέσμη Ιδεών Γκάλι βρίσκεται αυτούσια στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Εσωτερικών.
[7] Η συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 βρίσκεται αυτούσια στην ιστοσελίδα του Υπουργείο Εσωτερικών
[8] Κοινές δηλώσεις, 23 Μαΐου 2008, 1η Ιουλίου 2008 και 23 Ιουλίου 2008.
Γράφει: Πάνος Λοΐζου Παρράς