Η διαδικασία των συνομιλιών στο Κυπριακό κορυφώνεται.
Αξιόπιστες και έγκυρες απαντήσεις για τις επιμέρους πτυχές μπορούμε να έχουμε αν και όταν υπάρξει συμφωνία. Τότε θα πρέπει πρώτα να μιλήσουν και να ενημερώσουν οι ηγέτες, οι διαπραγματευτές, γενικά όσοι συμμετείχαν ενεργά στις συνομιλίες. Βεβαίως και τα πολιτικά κόμματα, που όμως είναι τα τελευταία που δικαιούνται να διαμαρτύρονται για έλλειψη ενημέρωσης. Μέχρι τότε, ας αναζητήσουμε απαντήσεις σε γενικά ερωτήματα, που για πολλούς πολίτες ενδεχομένως να είναι πιο κρίσιμα.
• Είναι έτοιμη η Τουρκία για λύση του Κυπριακού;
Το ίδιο ερώτημα μπορεί να τεθεί προς όλους τους συντελεστές. Είναι έτοιμοι οι Ελληνοκύπριοι να ζήσουν σε ένα κοινό ομοσπονδιακό κράτος και να μοιραστούν εξουσίες με τους Τουρκοκύπριους; Είναι έτοιμοι οι Τουρκοκύπριοι να σμίξουν ξανά με τους πολυπληθέστερους Ελληνοκύπριους και να οραματιστούν μαζί τους ένα κοινό πολιτικό μέλλον χωρίς εξαρτήσεις από «μητέρες πατρίδες»; Σε τελική ανάλυση, το ερώτημα της «ετοιμότητας» καταλήγει να απευθύνεται προσωπικά στον κάθε πολίτη και θα απαντηθεί με δημοψήφισμα σε περίπτωση συμφωνίας ανάμεσα στους ηγέτες.
Επί της ουσίας του ερωτήματος, η τουρκική κυβέρνηση δεν έχει ανάγκη να πείσει εμάς τους δύσπιστους Ελληνοκύπριους για την ετοιμότητά της, καθώς έχει πειστικά επιχειρήματα για τα αυτιά των ξένων: α) Οδήγησε σε παραγκωνισμό τον Ρ. Ντεντκάς το 2003-04 για χάρη της λύσης, β) Εξανάγκασε τον Έρογλου να υπογράψει το κοινό ανακοινωθέν του 2014 ώστε να παραμείνει ανοικτός ο δρόμος για λύση ομοσπονδίας, γ) Στηρίζει πλήρως τον Ακιντζί, σε μια διαδικασία που φαίνεται ότι μπορεί, όσο καμιά στο παρελθόν, να καταλήξει σε συμφωνημένη λύση ανάμεσα στους ηγέτες.
Όσοι έχουμε επικοινωνία με τον έξω κόσμο γνωρίζουμε ότι ουδείς στη διεθνή κοινότητα, των φίλων μας περιλαμβανομένων, αμφισβητεί την ετοιμότητα και τη βούληση της Τουρκίας για λύση. Ό,τι άλλο λέγεται είναι για εσωτερική κατανάλωση.
• Μπορούμε να εμπιστευτούμε την Τουρκία;
Όχι. Η εμπιστοσύνη κερδίζεται πολύ δύσκολα και μπορεί να χαθεί σε μια στιγμή, είτε πρόκειται για τις διαπροσωπικές είτε για τις διακρατικές σχέσεις. Την ίδια όμως δυσπιστία νιώθουν οι Τουρκοκύπριοι έναντι των Ελλήνων. Ο πληθωρισμός δυσπιστίας, ωστόσο, δεν σταματά εδώ. Στο εσωτερικό της κάθε κοινότητας οι πολιτικές δυνάμεις δηλώνουν με κάθε ευκαιρία την έλλειψη εμπιστοσύνης έναντι των «άλλων». Αρχηγοί κομμάτων, και στις δύο πλευρές, δηλώνουν χωρίς κανένα ενδοιασμό ότι δεν εμπιστεύονται τον ηγέτης της κοινότητάς τους. Η δυσπιστία και η καχυποψία μας χαρακτηρίζει γενικά ως λαούς στην ευρύτερη περιοχή, στοιχείο που δεν είναι άμοιρο ευθύνης για τις ατελείωτες συγκρούσεις.
Επειδή, ακριβώς, δεν εμπιστευόμαστε την Τουρκία, θέλουμε να υπάρξει μια συμφωνημένη λύση με τους Τουρκοκύπριους που θα μηδενίζει ή έστω θα μειώνει σημαντικά τα περιθώρια ξένων παρεμβάσεων. Τα περιθώρια μιας αυταρχικής εξουσίας στην Τουρκία να αναμιγνύεται στην Κύπρο είναι πολύ μικρότερα αν το νησί, με όλη του την επικράτεια και με όλο τον πληθυσμό του, είναι μέρος του θεσμικού πλαισίου της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Αν η μισή επικράτεια συνεχίσει να είναι «ψευδοκράτος» ή, ακόμη χειρότερα, αν γίνει και επίσημα έδαφος της Τουρκίας, οι εστίες και οι αφορμές ξένης ανάμιξης και αποσταθεροποίησης είναι πολύ μεγαλύτερες. Κρίμα που οι διαφορές μας δεν είναι με τη Σουηδία, όπου ο βαθμός εμπιστοσύνης θα ήταν πολύ υψηλότερος, αλλά δεν έχουμε την πολυτέλεια και δεν μας συμφέρει να περιμένουμε μέχρι η Τουρκία είτε να εξαφανιστεί από το χάρτη είτε η ηγεσία και η κοινωνία της να αποκτήσουν σκανδιναβικά χαρακτηριστικά.
• Ποια λύση μπορεί να προκύψει από αυτές τις συνομιλίες;
Κράτος ομοσπονδιακό. Ένα κράτος, με μία ιθαγένεια και μία διεθνή προσωπικότητα, αποτελούμενο από δύο πολιτείες, που θα ασκούν εξουσίες σαφώς προσδιορισμένες στο ομοσπονδιακό σύνταγμα. Κράτος που θα διασφαλίζει τις βασικές ελευθερίες για όλους τους πολίτες του σε όλη την επικράτεια και θα είναι μέλος της ΕΕ και της Ευρωζώνης.
Αυτή τη λύση έχουμε συμφωνήσει σε επίπεδο ηγετών εδώ και δεκαετίες. Κι είμαστε αρκετά κοντά. Τα γεωγραφικά όρια των πολιτειών, η ρύθμιση των περιουσιών, ακόμη και το θέμα της ασφάλειας, όσο σημαντικά κι αν είναι (και είναι), δεν ακυρώνουν το ομοσπονδιακό πλαίσιο. Αν κάποιος διαφωνεί επί της αρχής με το πλαίσιο της ομοσπονδίας, κι έχει κάθε δικαίωμα να διαφωνεί, ας μην ψάχνει αφορμές στις επιμέρους ρυθμίσεις που σίγουρα δεν θα ικανοποιούν όλους.
Το ερώτημα λοιπόν είναι προσωπικό. «Εσύ», πόσο έτοιμος είσαι;
Γράφει: Βασίλης Πρωτοπαπάς