To πόρισμα περιέχει μεγάλες αλήθειες, αλλά έχει σημαντικές αδυναμίες που δεν μας επιτρέπουν να έχουμε μια σφαιρική άποψη των παραγόντων που οδήγησαν στην καταστροφή της οικονομίας.
Σκίτσο του Τάσου Λουκαίδη…
Τα λάθη αποδυναμώνουν την τεκμηρίωση για όσα λέει το πόρισμα, ενώ αυτά που δεν μας λέει είναι πολύ σημαντικά. Αναλύοντας πρώτα τα λάθη και τις παραλείψεις θα μπορέσουμε να φθάσουμε σε πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα. Θα γράψω γι΄ αυτά στο επόμενο άρθρο.
Ωστόσο, και επειδή η κριτική μου χρησιμοποιήθηκε για να μηδενιστεί το πόρισμα και να απαλλαγεί ο τέως Πρόεδρος από τις ευθύνες του ξεκαθαρίζω τι ακριβώς λέει η κριτική μου: Ότι το πόρισμα δεν τεκμηρίωσε τις ευθύνες όσο θα μπορούσε για να είναι συγκεκριμένες και όχι απλουστευμένες και, επίσης, οτι κατατέθηκαν τεκμήρια για επιπρόσθετες ευθύνες που αφορούν τόσο το τραπεζικό σύστημα όσο και την κυβέρνηση.
Ας δούμε τα λάθη σε ουσιώδη σημεία του Πορίσματος:
1. Αναφορικά με την δικαιολογία του τ. Προέδρου να μην υποβληθεί σε προφορική εξέταση διότι «δεν ήταν οικονομολόγος» η Επιτροπή αποφαίνεται οτι «ως εάν να χρειάζονται οικονομικές γνώσεις για να διαγράψει την αλήθεια» ή «ότι αν ένας ξοδεύει περισσότερα απ΄ ό,τι κερδίζει, οδηγείται προς πτώχευση». Το σχόλιο τις Eπιτροπής είναι εσφαλμένο. Για μια επιδερμική περιγραφή των γεγονότων βεβαίως δεν απαιτούνται ειδικές γνώσεις, αλλά η κατανόηση τους το απαιτεί. Ο καθένας μας μπορεί να αποφανθεί αν ένα αεροπλάνο πέφτει, η εξήγηση όμως το γιατί πέφτει απαιτεί άριστες γνώσεις αεροναυπηγικής. Ιδιαίτερα εσφαλμένο είναι το δεύτερο μέρος του σχολίου. Όταν ξοδεύει κάποιος περισσότερα από ότι κερδίζει συσσωρεύει χρέος, ωστόσο οι συνθήκες υπό τις οποίες το χρέος οδηγεί σε πτώχευση απαιτούν ανάλυσηβιωσιμότητας -debt sustainability analysis- παραγόντων όπως πληθωρισμός, παραγωγικότητα, προοπτικές για μεγέθυνση της οικονομίας, contingent liabilities κ.α.
Ο τ. Πρόεδρος όφειλε βεβαίως να απαντήσει στην Επιτροπή και ας επεδείκνυε την ίδια σεμνότητα για τις ελλιπείς γνώσεις του στα οικονομικά όταν κυβερνούσε την χώρα. Ομοίως, η Επιτροπή όφειλε να έχει επίγνωση του δικού της «τυφλού σημείου» για να αποφύγει λάθη.
2. Απόρροια της ελλιπούς κατανόησης είναι ο πρωτοφανής ισχυρισμός οτι «Οι κραδασμοί της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης έγιναν αισθητοί, πρώτα στον τομέα της πραγματικής οικονομίας και ακολούθως στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα». Η κρίση άρχισε με πτωχεύσεις ή διασώσεις χρηματοπιστωτικών οργανισμών (Lehman Brothers, Bear Sterns, Northern Rock, Royal Bank of Scotland, Fannie Mae, Freddie Mac, Anglo-Irish) και αυτό επιβάρυνε τα δημόσια οικονομικά. Όσες χώρες είχαν ασθενή δημόσια οικονομικά (Ιρλανδία) ή προβληματικά (Κύπρος) είδαν τον φαύλο κύκλο τραπεζών-δημόσιων οικονομικών να ενεργοποιείται και να προκαλεί κρίση στην πραγματική οικονομία.
Αυτό το λάθος της Επιτροπής δεν είναι απλά ένα επιστημονικό ατόπημα. Καθοδηγεί την συλλογιστική προς την τελική απόδοση ευθυνών με ασύμμετρη βαρύτητα στα δημόσια οικονομικά από ότι στις τράπεζες και αγνοώντας τις αμοιβαίες ευθύνες του ενός προς τον άλλο.
3. Ορθώς παρατηρεί η Επιτροπή οτι «ο θεσμός Ερευνητικών Επιτροπών είναι διαδεδομένος σε πολλές χώρες». Θα ήταν ωστόσο ωφέλιμο να μελετούσε την εμπειρία πρόσφατων ερευνητικών επιτροπών για τις κρίσεις σε Ισλανδία, Ιρλανδία και ΗΠΑ αντί να αναζητά καθοδήγηση σε αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου του Καναδά του 1977 για «Inquiry on the Blood System».
4. Σχολιάζοντας γνώμη της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για ανακεφαλαιοποίηση της Λαϊκής αναφέρει απλά οτι «πρότεινε διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του θέματος από εκείνους που είχαν ήδη υιοθετηθεί». Η ΕΚΤ δεν πρότεινε απλά διαφορετικούς τρόπους. Διακριτικά αλλά με σαφήνεια μας είπε να μην το κάνουμε και προειδοποίησε για τους κινδύνους:
i. “οι σκοποί τους οποίους επιδιώκουν τα εν λόγω μέτρα [ανακεφαλαιοποίησης] μπορούν να επιτευχθούν καλύτερα με τη χρήση εργαλείων εξυγίανσης ”, και ότι
ii. “μια σειρά από μειονεκτήματα από άποψη χρηματοπιστωτικής σταθερότητας […] μπορεί να ενισχύσει την αλληλεπίδραση μεταξύ του κράτους και της τράπεζας, κάτι το οποίο θα πρέπει να αποφευχθεί”.
Πόσο πιο σαφής έπρεπε να ήταν η ΕΚΤ για να καταλάβουν οι τότε υπεύθυνοι οτι αυτό που έκαναν ήταν λάθος; Η Διερευνητική Επιτροπή όφειλε να θέσει τρία ερωτήματα: Γιατί δεν ζητήσαμε την γνωμάτευση έγκαιρα ως οφείλαμε, Γιατί να μείνει εμπιστευτική για έξη μήνες, και Ποιός ευθύνεται?
5. Για την αγορά ομολόγων ελληνικού δημοσίου ΟΕΔ από την Τράπεζα Κύπρου αναφέρεται οτι «ο κύριος Ηλιάδης [...] είχε τον κύριο λόγο στα πραττόμενα. Χαρακτηριστική της αποστασιοποίησης του Διοικητικού Συμβουλίου είναι η μαρτυρία από μέλη του ότι η αγορά ελληνικών ομολόγων [...] δεν περιήλθε σε γνώση του [...] μέχρι το 2011 ή το 2012.» Ωστόσο η Επιτροπή ALCO-Asset and Liability στις 21 Δεκ. 2009 και 19 Φεβ. 2010 αύξησε τα όρια για αγορά ΟΕΔ στα 2.3δις. Η ανώτατη διεύθυνση της Τράπεζας ήταν παρούσα και η Επιτροπή Διαχείρισης Κινδύνων του Συμβουλίου εγκρίνει την απόφαση τον Μάρτιο 2010. Πως μπορεί να γίνει αποδεκτή η μαρτυρία οτι δεν γνώριζαν; Γνώριζαν, όφειλαν να γνωρίζουν, και η Επιτροπή όφειλε να το υποδείξει στο πόρισμα της αντί να αποδέχεται την μαρτυρία. Αυτό το λάθος της Επιτροπής αναδεικνύει και την αδυναμία ενός πορίσματος που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε μαρτυρίες.
Αυτά τα λάθη αποκαλύπτουν μια γενικότερη προσέγγιση που οδήγησε στο να μείνουν ανεξιχνίαστα σημαντικά άρθρα από το διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου:
1. Διερεύνηση για τη διάθεση του μεριδίου της HSBC στην MIG και στο Tosca Fund χωρίς να επιβεβαιωθεί οτι οι δύο οργανισμοί είναι ανεξάρτητοι μεταξύ τους, καθώς και οι «άκρως εμπιστευτικές» συμφωνίες μεταξύ διεύθυνσης και των νέων μετόχων της Λαϊκής. Οι έρευνες των εποπτικών αρχών ήταν υποτυπώδεις και δεν οδήγησαν σε συμπεράσματα ενώ σημαντικό μαρτυρικό υλικό δεν εξετάστηκε (Άρθρο iii).
2. Διερεύνηση για παροχή δανείων σε συνδεδεμένα πρόσωπα ή εταιρείες και ιδιαίτερα οι ισχυρισμοί των Reuters για μετοχοδάνεια μεταξύ μεγαλομετόχων Τράπεζας Πειραιώς και Μαρφίν-Λαική[1] καθώς και δάνεια με ελλειμματικές εξασφαλίσεις περίπου 1δις που συνδέονται κυρίως με την Marfin Investment Group (Άρθρο xiv).
3. Τις συνθήκες αποξένωσης των δραστηριοτήτων των κυπριακών τραπεζών στην Ελλάδα η οποία φαίνεται ότι ισοδυναμούσε με απώλεια πλούτου δισεκατομμυρίων (Άρθρα xiii και xxi).
4. Την διαφυγή κεφαλαίων αμέσως πριν τις αποφάσεις του Eurogroup καθώς και κατά την τραπεζική αργία που ακολούθησε (Άρθρα ii και xvii).
5. Τη διάθεση ρευστότητας από κυπριακές τράπεζες στα υποκαταστήματα στην Ελλάδα χωρίς επαρκείς εξασφαλίσεις (Άρθρα xvii).
Χωρίς να διορθωθούν τα λάθη και να καλυφθούν οι ελλείψεις, όσα μάθαμε από το πόρισμα περί πολιτικών ευθυνών χάνουν, δυστυχώς, τη βαρύτητα τους. Και η κοινωνία μας διχάζεται αντί να αφυπνίζεται.
[1]Special Report: Clandestine loans were used to fortify Greek bank, αναρτημένο στο διαδίκτυο http://www.reuters.com/article/2012/07/16/us-greece-banks-idUSBRE86F0CL20120716
Γράφει: Σταύρος Α. Ζένιος