Η δυσοίωνη προοπτική του κοινοτικού αφανισμού
Έως και το 1974, Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι δεν κατάφεραν σε καμία χρονική περίοδο να μοιραστούν κοινούς πολιτικούς οραματισμούς, να οικοδομήσουν κοινές πολιτικές διεκδικήσεις. Από το 1878 και εντεύθεν, όταν η Κύπρος περνά στην κυριότητα της βρετανικής αυτοκρατορίας, οι διεκδικήσεις των δύο κοινοτήτων για τη διακυβέρνηση και το πολιτικό μέλλον της Κύπρου δεν συνέκλιναν ποτέ. Υπήρξαν διαρκώς αντιπαραθετικές και αλληλοαναιρούμενες. Η γέννηση και η κορύφωση της εθνοτικής διένεξης στην Κύπρο υπήρξε, πρωτίστως, το προϊόν της ασυμβατότητας των πολιτικών αντιλήψεων των δύο κοινοτήτων ως προς το πολιτικό μέλλον της Κύπρου.
Το υπαρξιακό διακύβευμα για τους Τουρκοκύπριους υπήρξε εξ αρχής να αποφύγουν το ενδεχόμενο διολίσθησής τους σε καθεστώς μειονότητας. Ειδικότερα, να αποφύγουν την μοίρα των μουσουλμάνων της Κρήτης και άλλων περιοχών οι οποίες τέθηκαν υπό τον έλεγχο του ελληνικού κράτους μετά το 1830 και στις οποίες οι τουρκικοί πληθυσμοί υπέστησαν διώξεις και εκτοπισμούς.[1] Επομένως, η υπαγωγή της Κύπρου στην βρετανική διοίκηση το 1878 υπήρξε η ιστορικότερη στιγμή «υπαρξιακής αγωνίας» για τους Τουρκοκυπρίους. Η μεταβολή του κυριαρχικού καθεστώτος της νήσου επέφερε, εν μία νυκτί, μια γενικευμένη μεταβολή της ισχύος εις βάρος της μουσουλμανικής κοινότητας. Ακύρωσε τις δομές ισχύος της οθωμανικής περιόδου οι οποίες, επί 3 αιώνες, είχαν προσδώσει στους κύπριους – μουσουλμάνους το καθεστώς της άρχουσας κοινότητας της νήσου.[2]
Με την άφιξη των Βρετανών οι Τουρκοκύπριοι, παρά την δημογραφική τους υστέρηση, έθεσαν ως στρατηγικό τους στόχο τη διατήρηση, της κοινοτικής υπόστασης που κληρονόμησαν από την οθωμανική περίοδο. Περαιτέρω, ότι καμία συνταγματική εξέλιξη αναφορικά με το μέλλον της Κύπρου δεν θα ήταν εφικτή χωρίς την τουρκοκυπριακή συγκατάθεση. Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, αντιτάχθηκαν από πολύ νωρίς και με σθένος κατά της ελληνοκυπριακής διεκδίκησης για Ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα, καθώς και σε κάθε διευθέτηση που καθιστούσε κυρίαρχη την ελληνοκυπριακή Κοινότητα στο νησί. Θεωρούσαν ότι μια τέτοια εξέλιξη θα οδηγούσε είτε στον εκτοπισμό τους από την Κύπρο είτε στην μετατροπή τους σε μια μειονότητα υπό την κηδεμονία της ελληνοκυπριακής πλειοψηφίας.
Με την συνομολόγηση των συμφωνιών Ζυρίχης-Λονδίνου και την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας το 1960, οι Τουρκοκύπριοι πέτυχαν να διασφαλίσουν τις στρατηγικές πολιτικές τους επιδιώξεις. Η τουρκοκυπριακή συλλογιστική ενσωματώθηκε στις θεμελιώδεις διατάξεις του κυπριακού συντάγματος, με πληθώρα προνοιών που κατοχύρωναν τους Τουρκοκυπρίους ως πολιτικά ισότιμη και διακριτή κοινότητα, η οποία δεν θα υπαγόταν στην κυριαρχία της πλειοψηφίας. Αξιοποιώντας το γεωπολιτικό βάρος της Τουρκίας, οι Τουρκοκύπριοι ακύρωσαν την Ένωση και πέτυχαν να αναβαθμιστούν από μια θρησκευτική μειονότητα με περιορισμένη επίδραση στις πολιτικές εξελίξεις του νησιού σε ισότιμο μέρος ενός δικοινοτικού συνεταιρισμού.
Το εγχείρημα του κοινού κράτους κατέρρευσε μέσα σε μία τριετία, αφού οι πολιτικές ελίτ και των δύο κοινοτήτων δεν πίστεψαν στην ιδέα της δικοινοτικής Κυπριακής Δημοκρατίας. Ούτε επιδίωξαν τη διαμόρφωση συνεργειών που θα υπερέβαιναν τους εθνοκοινοτικούς διαχωρισμούς. Αντιθέτως, παρέμειναν εγκλωβισμένες στις μαξιμαλιστικές πολιτικές τους διεκδικήσεις. Οι Τουρκοκύπριοι, έχοντας αποτιμήσει θετικότερα τις συμφωνίες του 1960 αρχικά επέδειξαν μεγαλύτερη διάθεση τήρησης των συμφωνηθέντων. Από την άλλη, οι Ελληνοκύπριοι θεώρησαν εξ αρχής ως αδιανόητη την εξίσωσή τους με τους Τουρκοκυπρίους και επιδίωξαν συστηματικά την απάλειψη των «στρεβλώσεων» και της «άδικης» εξίσωσης. Η ελληνοκυπριακή ηγεσία, αισθανόμενη «προδομένη» από την τροπή των εξελίξεων, αντίκρισε το νέο κρατικό «μόρφωμα» ως μεταβατικό στάδιο προς την Ένωση και στοχοποίησε ως «υπαίτια» για την ακύρωση των ελληνοκυπριακών εθνικών διεκδικήσεων την τουρκοκυπριακή κοινότητα.
Όλες οι ελληνοκυπριακές ενέργειες και αποφάσεις από το 1963 εντάσσονταν στη στρατηγική της αποψίλωσης των τουρκοκυπριακών προνομίων και στη διαμόρφωση των πολιτικών προϋποθέσεων που θα καθιστούσαν εφικτή είτε την Ένωση είτε τον ολοκληρωτικό έλεγχο του κράτους από τους Ελληνοκυπρίους. Ο ελληνοκυπριακός Τύπος διαμόρφωνε κλίμα αναθεωρητισμού, προτάσσοντας τη θέση πως «Ουδεμία Συνθήκη ή Συμφωνία Ισχύει», ενώ οι ελληνοκύπριοι βουλευτές παραβιάζοντας το σύνταγμα καταργούσαν τα κοινοτικά δικαιώματα των Τουρκοκυπρίων υιοθετώντας «Χάρτα Μειονοτικών Δικαιωμάτων» και υπερψηφίζοντας ομόφωνα τη θέση πως «ο αγών αυτός (θα) ευοδωθεί δια της άνευ ενδιαμέσου σταθμού Ενώσεως ενιαίας και ολοκλήρου της Κύπρου μετά της Μητρός Ελλάδος» [3]. Ανάμεσα στους Ελληνοκυπρίους καλλιεργήθηκαν αισθήματα απέχθειας κατά της «ασήμαντης μειονότητας» που απέτρεψε την ιστορική διεκδίκηση της Ένωσης. Σε αυτό το περιβάλλον νομιμοποιήθηκε μια άτυπη αλλά πολιτικά οργανωμένη βία που στόχευε στην «υποταγή» της τουρκοκυπριακής Κοινότητας. Η τουρκοκυπριακή ηγεσία, που είχε προετοιμαστεί για αυτή την εξέλιξη, εξώθησε με κάθε μέσο τους Τουρκοκυπρίους στους θύλακες θέτοντας υπό την ολοκληρωτική πολιτικοιδεολογική «επίβλεψη» της ΤΜΤ[4] το σύνολο των τουρκοκυπριακών κοινοτικών θεσμών.
Η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων θα θεωρήσει ως μοναδική υπαίτια για τις κακουχίες και τις πρωτόγνωρες συνθήκες κοινωνικοοικονομικής ανέχειας που βίωσε την περίοδο 1963 – 1974, την ελληνοκυπριακή ηγεσία. Μία ηγεσία που μετέτρεψε σε ιδεολόγημα την ψευδαίσθηση ότι η οικονομική απομόνωση και ο αποκλεισμός των Τουρκοκυπρίων θα τους υποχρέωνε να αποδεχθούν την ελληνοκυπριακή επικυριαρχία. Και η οποία δεν δίστασε να καταφύγει σε ενέργειες και πρακτικές που συνέβαλαν, εν τέλει, στην ακραία διάρρηξη των διακοινοτικών σχέσεων. Οι ελληνοκυπριακοί μεγαλοϊδεατισμοί και τα «επιτεύγματα» παραστρατιωτικών οργανώσεων είχαν ως μοιραία συνέπεια να εξωθηθεί η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων στον αγώνα για επίτευξη της «σωτήριας» διχοτόμησης. Ακόμη και όταν τα τραγικά γεγονότα της Κοφίνου το 1967 και η αποχώρηση της ελληνικής μεραρχίας υποχρέωναν τους Ελληνοκυπρίους να υπαναχωρήσουν ατάκτως το καλοκαίρι του 1968 από τη διεκδίκηση της Ένωσης η ελληνοκυπριακή ηγεσία, μη αντιλαμβανόμενη τις προεκτάσεις της διακοινοτικής ρήξης, έκανε ελάχιστα στην κατεύθυνση της επανένταξης των Τουρκοκυπρίων στον κοινωνικό και πολιτειακό ιστό της Δημοκρατίας.
Η «επώδυνη δεκαετία» (1963 - 1974) είχε σημαδέψει τόσο βαθιά την τουρκοκυπριακή συλλογική μνήμη, σε βαθμό που η πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων υποδέχθηκε τον Ιούλιο του 1974 τα τουρκικά στρατεύματα εισβολής ως απελευθερωτές Τα τραγικά γεγονότα του 74’ έθεσαν κατά τρόπο τραυματικό και επώδυνο τους Ελληνοκυπρίους ενώπιον της αναγκαιότητας εγκατάλειψης των ανεδαφικών τους διεκδικήσεων και του επανακαθορισμού των στρατηγικών τους στόχων, με την υιοθέτηση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Από την άλλη, η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων, επηρεασμένοι από τα επώδυνα βιώματα του παρελθόντος, «εθισμένοι» στην λαφυραγώγηση των ελληνοκυπριακών περιουσιών και με την ψευδαίσθηση της οικοδόμησης μιας διακριτής κρατικής οντότητας, προσχώρησε ολοκληρωτικά στην διαλεκτική της διχοτόμησης. Η συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων θεώρησε πως η επίτευξη, μιας διχοτομικής επί του εδάφους ρύθμισης και η παρουσία του τουρκικού στρατού εξουδετέρωναν οριστικά την ελληνοκυπριακή απειλή και εγγυούνταν κατά τρόπο αμετάκλητο την εθνοκοινοτική τους ύπαρξη στο νησί.
Επρόκειτο, όπως διαφάνηκε στην εξέλιξη του χρόνου, για πλάνη. Μία σειρά από εξελίξεις στην πορεία του χρόνου υπέσκαψαν το αξίωμα πως μόνο η Τουρκία και η διχοτόμηση διασφάλιζαν την διαιώνιση της κοινοτικής υπόστασης των Τουρκοκυπρίων. Καταρχάς, η ευημερία που οι Τουρκοκύπριοι απόλαυσαν μετά την εισβολή απεδείχθη πρόσκαιρη. Η αδυναμία οικοδόμησης ενός βιώσιμου μοντέλου οικονομικής ανάπτυξης, σε συνάρτηση με την αποδυνάμωση και εν τέλει την κατάρρευση των δικτύων οικονομικής και πολιτικής πατρωνίας που οικοδομήθηκαν από την ηγεσία της τουρκοκυπριακής Δεξιάς, συνέβαλε στην ανάδυση μιας βαθιά συστημικής και οικονομικής κρίσης. Η κρίση, που κορυφώθηκε στις αρχές του 2000, σηματοδότησε την αποδυνάμωση της εθνικιστικής ιδεολογίας και των φορέων έκφρασής της. Μια εξέλιξη που μέχρι τότε φάνταζε ως εξωπραγματική[5].
Ένας δεύτερος παράγοντας σχετίζεται με τη μεθοδευμένη προσπάθεια να αλλοιωθεί ο πολιτισμικός και δημογραφικός χαρακτήρας του βόρειου μέρους του νησιού. Η συστηματική προσπάθεια μεταφοράς εποίκων από την Τουρκία, ιδιαίτερα στα πρώτα χρόνια μετά την εισβολή, εργαλειοποιήθηκε για την επίτευξη ενός βασικού πυλώνα της τουρκοκυπριακής εθνικιστικής θεώρησης που αφορούσε στον εκτουρκισμό του κυπριακού χώρου. Με την παρέλευση του χρόνου, αυτή η μεθόδευση του Ραούφ Ντενκτάς εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ καθότι λειτούργησε ως καταλύτης για την εμφάνιση δυναμικών που άρχισαν να αμφισβητούν το status quo του 74’. Σε πρώτο στάδιο στον χώρο της Αριστεράς όπου αρχίζει να αμφισβητείται η ιδεολογία της τουρκικότητας των Τουρκοκυπρίων, και παύει να αντικρίζεται η Τουρκία ως φορέας υπεράσπισης των τουρκοκυπριακών συμφερόντων. Αντιθέτως, αντικρίζεται ως εν δυνάμει απειλή για την ίδια την ύπαρξη των Τουρκοκυπρίων.
Αυτές οι κοινωνικές δυναμικές θα μορφοποιηθούν πολιτικά την περίοδο 2002 -2004. Τα δυνητικά οφέλη από τη διαφαινόμενη ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ καθώς και η εντεινόμενη οικονομική δυσπραγία στην τουρκοκυπριακή Κοινότητα, επιταχύνουν τις εξελίξεις και λειτουργούν καταλυτικά για την αναδιάταξη του τουρκοκυπριακού πολιτικού σκηνικού με την άνευ προηγουμένου εκλογική ενίσχυση της τουρκοκυπριακής Αριστεράς.[6] Με δεδομένο ότι τα τετελεσμένα του 74’ φάνταζαν έως τότε μη αναστρέψιμα και η πολιτική ηγεμονία Ντενκτάς αδιαμφισβήτητη, το 2004 θα πρέπει να ιδωθεί ως μια ιστορική ανατροπή μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Οι Τουρκοκύπριοι, υπερψηφίζοντας την ομοσπονδιακή λύση στο δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου, απέρριπταν εκκωφαντικά το διχοτομικό status quo και την «ΤΔΒΚ» και ταυτόχρονα αποδοκίμαζαν τις πολιτικές της χειραγώγησης από την Τουρκία. Ανεξάρτητα από την έκβαση του δημοψηφίσματος στην ελληνοκυπριακή κοινότητα, Τουρκοκύπριοι και Ελληνοκύπριοι για πρώτη φορά από το 1878 μοιράζονται στο τραπέζι της διαπραγμάτευσης το ίδιο όραμα αναφορικά με το μέλλον της Κύπρου: Λύση Ομοσπονδίας και ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν, από την συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, καθώς και η ελληνοκυπριακή απροθυμία να υπάρξει κατάληξη σε ένα συμφωνημένο πλαίσιο λύσης τόσο το 2010 (Χριστόφιας - Ταλάτ) όσο και το 2017 (Αναστασιάδης - Ακιντζί) υπονόμευσαν ανεπανόρθωτα το φεντεραλιστικό κίνημα μέσα στην τουρκοκυπριακή κοινότητα. Το ναυάγιο της διαπραγματευτικής διαδικασίας στο Κραν Μοντανά υπήρξε η οδυνηρή κατάληξη μίας δεκαπενταετούς προσπάθειας για επίλυση του Κυπριακού με συνομιλητές στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων τους πιο διαλλακτικούς εκπροσώπους των δύο κοινοτήτων. Από τουρκοκυπριακής πλευράς, οι Ταλάτ και Ακιντζί κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για την επιτυχή ολοκλήρωση της διαπραγματευτικής διαδικασίας. Αναλαμβάνοντας ρίσκα και υπερβαίνοντας ιστορικές αγκυλώσεις της τουρκικής και τουρκοκυπριακής εθνικιστικής θεώρησης σε σχέση με το εδαφικό, την διασταυρούμενη ψήφο για την εκλογή προέδρου και αντιπροέδρου, αλλά και για την ανεμπόδιστη εφαρμογή των βασικών και θεμελιωδών ελευθεριών.
Οι Ελληνοκύπριοι απέτυχαν να αναγνώσουν τις κοσμογονικές μεταβολές εντός της τουρκοκυπριακής κοινότητας. Κυρίως, ότι η εκλογή του Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και ακολούθως του Μουσταφά Ακιντζί αναδείκνυαν την συλλογική αγωνία μίας κοινότητας, η οποία αναζητούσε τρόπους διαφύλαξης της κοινοτικής της υπόστασης και της ταυτότητας της έναντι των απειλών που διαμορφώνει η διαιώνιση του status quo. Και η οποία απέβλεπε, μέσω της Ομοσπονδίας, στην πολιτική και οικονομική χειραφέτηση από τον ασφυκτικό εναγκαλισμό της Τουρκίας.
Το ναυάγιο στο Κραν Μοντανά το 2017 προκάλεσε βαθιά απογοήτευση και έντονο σκεπτικισμό σε μια μεγάλη μερίδα της τουρκοκυπριακής κοινότητας και ερμηνεύθηκε ως η οριστική επιβεβαίωση της απροθυμίας των Ελληνοκυπρίων να αποδεχθούν ένα αμοιβαία αποδεκτό συμβιβασμό στο Κυπριακό. Έκτοτε το πολιτικό και συναισθηματικό χάσμα με τους Ελληνοκυπρίους έχει διευρυνθεί, με το σύνολο των τουρκοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων να ομοφωνούν πως η διαιώνιση του status quo προκύπτει από την άρνηση των Ελληνοκυπρίων να διαμοιραστούν την εξουσία στο πλαίσιο ενός κοινού κράτους.[7] Ανεξάρτητα από τα ακριβή αίτια που οδήγησαν σε αδιέξοδο τη διαδικασία στο Κραν Μοντανά, αποτελεί γεγονός ότι εντός της ελληνοκυπριακής κοινότητας δεν υπάρχουν δυναμικές αμφισβήτησης του status quo. Τουναντίον, ένα πλειοψηφικό ρεύμα της κοινωνίας επιλέγει τη «σιγουριά» και την «ασφάλεια» της ελεγχόμενης από τους Ελληνοκυπρίους Κυπριακής Δημοκρατίας, από την αβεβαιότητα και τους πειραματισμούς του διαμοιρασμού της εξουσίας με τους Τουρκοκυπρίους στο πλαίσιο μιας ομοσπονδιακής Κύπρου.
Οι συνέπειες του ναυαγίου στο Κραν Μοντανά υπήρξαν καταλυτικές. Οι Τουρκοκύπριοι, έχοντας πλέον πλήρη αντίληψη των ελληνοκυπριακών πολιτικών πραγματικοτήτων, άρχισαν να προσχωρούν στην λογική της αναζήτησης άλλων επιλογών πέραν της Ομοσπονδίας, οι οποίες δυνητικά θα μπορούσαν να μεταβάλλουν το απειλητικό για την ύπαρξή τους status quo. Σε αυτή τη συλλογιστική έχουν προσχωρήσει ακόμη και προοδευτικές πολιτικές δυνάμεις, αντιλαμβανόμενες πως, με την προοπτική της λύσης να έχει απομακρυνθεί, διολισθαίνουν όλο και περισσότερο σε μία σχέση απειλητικής εξάρτησης από την Άγκυρα, η οποία στην πορεία του χρόνου θα οδηγήσει στην ενσωμάτωση της τουρκοκυπριακής κοινότητας στην Τουρκία.
Αυτή η δυσοίωνη προοπτική αποτελεί εφιάλτη για τη συντριπτική πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων και υποθάλπει την ανάδυση ενός ιδιότυπου εθνικισμού επιβίωσης έναντι των αφομοιωτικών πιέσεων της Τουρκίας. Αλλά και έναντι των Ελληνοκυπρίων και της Κυπριακής Δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτής της αντίληψης αρχίζει σταδιακά να αποκτά ερείσματα σε ολόκληρο το τουρκοκυπριακό πολιτικό φάσμα η ιδέα της υιοθέτησης ενός τρίτου δρόμου: ούτε κηδεμονευόμενη «ανεξαρτησία», ούτε ομοσπονδία, ούτε προσάρτηση. Ήδη, είτε ανοιχτά είτε συγκεκαλυμμένα, είτε ως προϋπόθεση έναρξης των διαπραγματεύσεων είτε ως ένα σενάριο που θα υιοθετηθεί σε περίπτωση ενός ακόμη διαπραγματευτικού αδιεξόδου, η πλειονότητα των τουρκοκυπριακών πολιτικών δυνάμεων έχει υιοθετήσει τη λογική της θεσμικής αναβάθμισης της «ΤΔΒΚ».
Ωστόσο, η συγκεκριμένη οπτική εδράζεται σε ένα θεμελιώδες σφάλμα. Η τουρκοκυπριακή Κοινότητα δεν ευρίσκεται στο 1963, αντιμέτωπη με τις επικυριαρχικές φιλοδοξίες των Ελληνοκυπρίων. Από την άλλη ο κίνδυνος της αφομοίωσης συνεπεία τη δεσποτικής παρουσίας της Τουρκίας στο βόρειο μέρος της Κύπρου την Τουρκία είναι υπαρκτός. Και η προσδοκία ότι μέσω της οικοδόμησης κράτους θα καταστεί εφικτή η πολιτική χειραφέτηση από την Τουρκία αποτελεί μία ψευδαίσθηση. Εν πρώτοις, διότι δεν διαφαίνεται μια τέτοια ρεαλιστική προοπτική στον ορίζοντα. Κυρίως επειδή η Κυπριακή Δημοκρατία διαθέτει τους μηχανισμούς και τα εργαλεία να αναχαιτίζει, ακόμη, μεθοδεύσεις που αποβλέπουν στην αναγνώριση ή την ουσιαστική αναβάθμιση της «ΤΔΒΚ». Κατά δεύτερο, διότι είναι εξαιρετικά αμφίβολο αν οι Τουρκοκύπριοι μπορούν, με τους μηχανισμούς ενσωμάτωσης της Τουρκίας σε πλήρη ανάπτυξη, να διατηρηθούν ως μια συνεκτική κοινότητα πέραν του χρονικού ορίζοντα μίας γενιάς.
Με την εκλογή του Ερσίν Τατάρ στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων τον Οκτώβριο του 2020, οι δυναμικές της διάβρωσης της υπόστασης της τουρκοκυπριακής κοινότητας έχουν πολλαπλασιαστεί. Απαλλαγμένη από τις ευθύνες των εξελίξεων στο Κραν Μοντανά και θεωρώντας ότι είχε εγκλωβιστεί σε ένα φαύλο κύκλο ατελέσφορων διαπραγματεύσεων, η Άγκυρα αποστασιοποιήθηκε από την επιλογή της Ομοσπονδίας. Με απροκάλυπτες παρεμβάσεις, μεθόδευσε την επάνοδο της Δεξιάς στην ηγεσία της τουρκοκυπριακής Κοινότητας, με βασικό πολιτικό πρόταγμα τη λύση των δύο κρατών. Το κυβερνών Κόμμα Εθνικής Ενότητας (UBP)[8], προκειμένου να διαιωνίσει την ύπαρξη του ως κόμμα εξουσίας, έχει μετατραπεί σε ένα άβουλο υποχείριο της τουρκικής κυβέρνησης. Στη διάρκεια της διακυβέρνησης του UBP οι πολιτογραφήσεις εποίκων έχουν αυξηθεί κατακόρυφα, η διείσδυση του τουρκικού κεφαλαίου στις δομές και την οικονομία του ψευδοκράτους έχει διευρυνθεί, οι πλείστοι θεσμοί έχουν υπαχθεί στον απόλυτο έλεγχο της Άγκυρας, ενώ έχουν ενταθεί οι διεργασίες που οδηγούν ακόμη και στην άνοδο της θρησκευτικότητας στην τουρκοκυπριακή κοινωνία. Καμία απόφαση της τουρκοκυπριακής ηγεσίας σε σχέση με το Κυπριακό ή αναφορικά με την εκτέλεση αναπτυξιακών έργων και έργων υποδομής ή την προώθηση εσωτερικών μεταρρυθμίσεων δεν μπορεί να ληφθεί χωρίς την συγκατάθεση της τουρκικής πρεσβείας στην Λευκωσία[9]. Ακόμη και οι εσωκομματικές διεργασίες των κομμάτων της τουρκοκυπριακής Δεξιάς καθορίζονται πλέον από «κατευθυντήριες οδηγίες» ή και απροκάλυπτες επεμβάσεις της τουρκικής κυβέρνησης.
Στο επίπεδο της οικονομίας ο έλεγχος της Άγκυρας είναι ηγεμονικός. Η επιβολή των τρίχρονων πρωτοκόλλων οικονομικής συνεργασίας διαμορφώνει ένα πλαίσιο «σφικτής» πολιτικής και θεσμικής εποπτείας από την τουρκική γραφειοκρατία. Η οποία φτάνει στα όρια μιας απροκάλυπτης και ετσιθελικής παρέμβασης στα οικονομικά δρώμενα. Αυτή η πραγματικότητα αναδεικνύει τους ασφυκτικούς περιορισμούς που προκύπτουν από την στενή διασύνδεση της τουρκικής και της τουρκοκυπριακής οικονομίας και η οποία εκ των πραγμάτων δυσχεραίνει τις φιλοδοξίες των Τουρκοκυπρίων για πολιτική και οικονομική αυτονόμηση. Όσο και αν η μεγάλη πλειονότητα των Τουρκοκυπρίων επιζητεί την κοινοτική αυτοτέλεια, έχει επίγνωση ότι η πλήρης οικονομική απεξάρτηση από την Άγκυρα δεν είναι μια ρεαλιστική διεκδίκηση στο ισχύον status quo, καθότι θα συνέβαλλε στην αποσύνθεση του «κράτους» πρόνοιας και θα οδηγούσε σε επικίνδυνους κλυδωνισμούς. Η τουρκοκυπριακή οικονομία βασίζεται σε ένα κρατικοδίαιτο μοντέλο ανάπτυξης με υπερδιογκωμένο το δημόσιο τομέα[10]. Αυτή η πραγματιστική «ανάγνωση» των περιορισμών που διαμορφώνει το status quo παθητικοποιεί τις τουρκοκυπριακές πολιτικές δυνάμεις και υπονομεύει την εμφάνιση μίας πιο ριζοσπαστικής αντίδρασης κατά της Άγκυρας. Και αυτό παρότι η πλειοψηφία των Τουρκοκυπρίων, περιλαμβανομένης και μιας σημαντικής μερίδας ψηφοφόρων του UBP, παρακολουθούν με βαθιά ανησυχία την απροκάλυπτη παρέμβαση της Άγκυρας σε όλα τα τουρκοκυπριακά δρώμενα.
Η άσκηση κριτικής κατά της «Μητέρας Πατρίδας» είναι επιμελημένα διατυπωμένη και εκπηγάζει από την υπαρξιακή ανασφάλεια που προκαλεί η συνεχιζόμενη αλλοίωση της δημογραφικής σύνθεσης στον βορρά. Η διαφύλαξη της διακριτής ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων και της κοσμικής φυσιογνωμίας της κοινότητας αναδεικνύονται ως το κρισιμότερο υπαρξιακό διακύβευμα. Στην «οπτική» μίας μεγάλης μερίδας της κοσμικής και κεμαλικής τουρκοκυπριακής κοινότητας η συντηρητική/ισλαμική Τουρκία του Ερτογάν είναι μια Τουρκία πολιτισμικά «ξένη» για τους Τουρκοκυπρίους.[11] Αναντίρρητα πιο «ξένη» από την Τουρκία των κεμαλιστών. Είναι διάχυτη πλέον η πεποίθηση ότι η κοινότητα ευρίσκεται αντιμέτωπη με μη αναστρέψιμα δημογραφικά/πολιτισμικά τετελεσμένα. Ανεξαρτήτως του αριθμού των εποίκων που έχει λάβει την υπηκοότητα του ψευδοκράτους - πέριξ του 40% των υπηκόων της λεγόμενης ΤΔΒΚ - στο επίπεδο της βιωματικής καθημερινότητας οι Τουρκοκύπριοι έχουν καταστεί μειονότητα σε μια ευρύτερη τουρκική πλειοψηφία.
Αυτή η πραγματικότητα δεν αντανακλάται στους αιρετούς θεσμούς της κοινότητας, με τους Τουρκοκυπρίους να ελέγχουν ακόμη τους βασικούς θεσμούς «εξουσίας»: Κοινοβούλιο, Προεδρία, Κυβέρνηση. Εντούτοις, είναι σχεδόν βέβαιο πως αν συνεχιστεί η πολιτογράφηση εποίκων και αυτή η παράμετρος θα μεταβληθεί δυσμενώς για τους Τουρκοκυπρίους. Όπως εξελίσσονται οι δυναμικές της δημογραφίας είναι ζήτημα χρόνου, είτε η πλήρης ανατροπή των πληθυσμιακών δεδομένων είτε η ανάδειξη ενός κόμματος εποίκων ως καθοριστικού παράγοντα των πολιτικών ισορροπιών στα κατεχόμενα. Ταυτόχρονα, η εξελισσόμενη διαδικασία δημογραφικής αλλοίωσης του πληθυσμού διαμορφώνει δυναμικές, που σε κάποιο ορίζοντα ενδέχεται να επανακαθορίσουν το περιεχόμενο της συλλογικής ταυτότητας των Τουρκοκυπρίων. Λαμβάνοντας υπόψη ότι την τελευταία εικοσαετία, έχουν πληθύνει ραγδαία οι θρησκευτικές δραστηριότητες και έχει ενταθεί η έκθεση των Τουρκοκυπρίων στις συντηρητικές αξίες που αναπαράγονται από ένα ελεγχόμενο από την τουρκική κυβέρνηση ραδιοτηλεοπτικό πεδίο. Με δεδομένο, επίσης, ότι η πλειοψηφία των πολιτογραφηθέντων «Τουρκοκυπρίων» είναι φορείς πιο συντηρητικών αξιών. Η διαιώνιση του status quo θα επιφέρει, νομοτελειακά, ανατροπή των δημογραφικών δεδομένων και ενδέχεται να αλλοιώσει τις κοσμικές αναφορές των Τουρκοκυπρίων.
Η δεσπόζουσα παρουσία της Τουρκίας και οι δυναμικές του status quo, σε συνάρτηση με την παντελή απουσία κάθε προοπτικής επίλυσης του Κυπριακού, έχουν βραχυκυκλώσει τους φορείς και τα κόμματα που τάσσονται υπέρ τη ειρηνικής συνύπαρξης και της Ομοσπονδίας. Ο Μουσταφά Ακιντζί είναι εκτός πολιτικής ζωής, με το κόμμα που ίδρυσε (Κόμμα Κοινοτικής Απελευθέρωσης, TDP) να έχει εκλογικά καταρρεύσει. Στη ρητορική του ισχυρότερου κόμματος της αντιπολίτευσης, του Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος (CTP), η διεκδίκηση της λύσης του Κυπριακού υποκαθίσταται όλο και περισσότερο από την ανάγκη μεταρρύθμισης και ανασυγκρότησης της «ΤΔΒΚ» για «αυτόνομη» οικονομική ανάπτυξη και για μια ισότιμη σχέση και διακριτή σχέση με την «Μητέρα Πατρίδα». Η πρόταξη δίδεται πλέον στην ανάγκη για μία σχέση αξιοπρέπειας με την Τουρκία, στο πλαίσιο της οποίας δεν θα ποδηγετείται η βούληση και η αυτοτέλεια των Τουρκοκυπρίων, τουλάχιστον στις εσωτερικές τους υποθέσεις. Το CTP αντιλαμβάνεται ότι η προοπτική επανόδου του στην «εξουσία» θα εξαρτηθεί από τη δυνατότητα του να μην οδηγηθεί σε μια ανοιχτή ρήξη με την Τουρκία και ότι δεν θα αμφισβητήσει ανοιχτά την ιεραρχική σχέση εξουσίας που έχει επιβάλει η Άγκυρα, η οποία ορίζει ότι η Κύπρος ως η «μικρή πατρίδα» οφείλει να υποτάσσεται στις υποδείξεις της «Μητέρας Πατρίδας».
Και ενώ η τουρκοκυπριακή Αριστερά είναι σε αναζήτηση προσανατολισμού, η Δεξιά απαλλαγμένη από τις δεσμεύσεις που της επιβλήθησαν όταν ο ιστορικός της ηγέτης Ντερβίς Έρογλου πειθαναγκάστηκε να συνυπογράψει το Κοινό Ανακοινωθέν της 11ης Φεβρουαρίου 2014, ύψωσε εκ νέου τα λάβαρα των «δύο κρατών». Η εκλογή του δεξιού Ερσίν Τατάρ στην ηγεσία των Τουρκοκυπρίων υπήρξε μια κομβική εξέλιξη αφού επανάφερε τις δύο Κοινότητες στον αστερισμό των αντιπαραθετικών διεκδικήσεων. Είναι προφανές πως ο Ερσίν Τατάρ και το UBP εκφράζουν τις αγωνίες μιας «άλλης» τουρκοκυπριακής κοινότητας. Αυτής που ακόμη και αν δυσανασχετεί με την Τουρκία του Ερτογάν παραμένει αγκιστρωμένη στις επώδυνες μνήμες του παρελθόντος. Αυτής που αντιτίθενται στην προοπτική επιστροφής εδαφών και περιουσιών στους Ελληνοκυπρίους. Εκφράζουν όσους αποβλέπουν στην διαιώνιση της «ΤΔΒΚ», προκειμένου να συνεχίσουν να επωφελούνται από τις δομές εξουσίας του παράνομου κρατικού μορφώματος και από το συνεχιζόμενο πλιάτσικο επί των ελληνοκυπριακών περιουσιών. Όσους ιεραρχούν ως σοβαρότερη απειλή για την επιβίωση των Τουρκοκυπρίων το ενδεχόμενο της αφομοίωσης από τους Ελληνοκυπρίους στο πλαίσιο ενός κοινού κράτους. Στο δίλημμα Ομοσπονδία ή status quo, η ηγεσία της τουρκοκυπριακής Δεξιάς τοποθετείται χωρίς αμφιταλαντεύσεις. Επιλέγει την διαιώνιση του status quo, με τα ρίσκα που αυτό εμπεριέχει, και την νεφελώδη προοπτική οικοδόμησης ανεξάρτητης κρατικής οντότητας.
Μισό αιώνα από το 1974, η τουρκοκυπριακή να κοινότητα ευρίσκεται αντιμέτωπη με τους ίδιους υπαρξιακούς κινδύνους που κλήθηκε να αποτρέψει στη διάρκεια της αποικιακής περιόδου. Η τραγική ειρωνεία είναι πως το εφιαλτικό σενάριο μίας δημογραφικής, πολιτισμικής και οικονομικής απορρόφησης, που τόσο έντονα κινητοποίησε στο παρελθόν τις τουρκοκυπριακές μάζες έναντι κάθε διεκδίκησης που έθετε το νησί υπό τον έλεγχο των Ελληνοκυπρίων, φαντάζει σήμερα ως μια αναπόδραστη ιστορική εξέλιξη. Μέσα σε μισό αιώνα η «Μητέρα Πατρίδα» εξελίχθηκε από «ελευθερωτής» στην κατεξοχήν υπαρξιακή απειλή για τους Τουρκοκυπρίους. Η τουρκοκυπριακή κοινότητα κινείται χωρίς πυξίδα, ανήμπορη να αναχαιτίσει τον οικονομικό και πολιτικό μετασχηματισμό που βρίσκεται σε εξέλιξη στο βόρειο μέρος του νησιού. Με την προοπτική της Ομοσπονδίας να δείχνει πως έχει ολοκληρώσει τον ιστορικό της κύκλο, οι Τουρκοκύπριοι αναζητούν προσανατολισμό επιβίωσης στο ασφυκτικό πλαίσιο που διαμορφώνει ένα status quo που φαντάζει αμετάβλητο Ευρισκόμενη σε ένα ιδιότυπο καθεστώς απομόνωσης από την διεθνή κοινότητα και με τη διείσδυση της Τουρκίας σε όλες τις εκφάνσεις της πολιτικής και κοινωνικής ζωής των κατεχομένων να έχει γιγαντωθεί. Σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου η προοπτική επίλυσης του Κυπριακού ζητήματος και η συνεπακόλουθη θεσμική συμμετοχή της κοινότητας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έπαυσαν μετά το 2017 να λειτουργούν ως καταλύτες επί των πολιτικών εξελίξεων. Με την αναδυόμενη αυταπάτη ότι η θεσμική αναβάθμιση και αναγνώριση της «ΤΔΒΚ» θα μπορούσε δυνητικά να αποτελέσει διέξοδο στα υπαρξιακά τους αδιέξοδα.
Αναμφίβολα οι εκτιμήσεις είναι δυσοίωνες και η πολιτική συγκυρία δυσμενής. Παραταύτα, με ορόσημο τις επερχόμενες εκλογές για ανάδειξη «προέδρου», οι οποίες τοποθετούνται εντός του 2025, οι Τουρκοκύπριοι ενδέχεται να ξαναβρεθούν ενώπιον του διλήμματος που καθόρισε την πορεία της κοινότητας από το 2004 και εντεύθεν: Ομοσπονδία ή Status Quo. Με την Ομοσπονδία διασφαλίζεται η κοινοτική τους υπόσταση, η διατήρηση της ταυτότητας τους, καθώς και η συμμετοχή τους στο διεθνές και ευρωπαϊκό γίγνεσθαι. Με την διαιώνιση του status quo θα οδηγηθούν νομοτελειακά σε κοινοτικό αφανισμό. Ενδεχόμενη επικράτηση του Τουφάν Έρχουρμαν, υποψηφίου της Αριστεράς, θα προσδώσει ρεαλιστική προοπτική στην ενεργοποίηση μιας τελευταίας διαπραγματευτικής προσπάθειας. Εξέλιξη που θα μεταφέρει τα κρίσιμα διλήμματα στην ελληνοκυπριακή πλευρά. Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο οι Ελληνοκύπριοι θα κληθούν να λάβουν αποφάσεις ιστορικής σημασίας των οποίων οι συνέπειες ενδέχεται να μην είναι αναστρέψιμες.
Ήδη, η διαιώνιση του status quo αναπαράγει δυναμικές αντιπαράθεσης με την Τουρκία σε μια γεωγραφία όπου οι δημογραφικές, οι γεωπολιτικές και οι πολιτισμικές ισορροπίες καθώς και το ισοζύγιο ισχύος είναι συντριπτικά εις βάρος των Ελληνοκυπρίων. Εάν δεν υπάρξει ανακοπή αυτής της πορείας και η ελληνοκυπριακή Κοινότητα θα αντιμετωπίσει σε βάθος χρόνου κρίσιμες υπαρξιακές απειλές. Οι Ελληνοκύπριοι οφείλουν να ιεραρχήσουν ως ύψιστη εθνική προτεραιότητα την ανάγκη επιβίωσης των Τουρκοκυπρίων. Διότι η σύμπραξη με την τουρκοκυπριακή κοινότητα, στο πλαίσιο μιας κοινής πολιτειακής οντότητας, και η ομαλοποίηση των σχέσεων με την Τουρκία παραμένει η μόνη οδός που διασφαλίζει την εθνική επιβίωση και των Ελληνοκυπρίων.
Σώτος Κτωρής
Διδάκτωρ Τουρκικών και Μεσανατολικών Σπουδών
[1] Η εξέλιξη των γεγονότων του κρητικού ζητήματος, η διαδικασία δηλαδή της σταδιακής προσάρτησης της Κρήτης από το ελληνικό κράτος με τον παράλληλο εκτοπισμό του μουσουλμανικού στοιχείου από το νησί, είναι καθοριστική για την κατανόηση του «υπαρξιακού τρόμου» που κυρίευσε τους Τουρκοκυπρίους σε αυτή την περίοδο
[2] Για τις τουρκοκυπριακές διεκδικήσεις στην αποικιακή περίοδο βλ. Κτωρής, Σ (2014). Τουρκοκύπριοι: Από το περιθώριο στο συνεταιρισμό (1923 - 1960), Αθήνα: Παπαζήσης
[3] Υπό μία έννοια, η κατάλυση της συνταγματικής τάξης τον Ιούλιο του 1974 με το πραξικόπημα, της Χούντας και της ΕΟΚΑ Β΄, αποτέλεσε την αναπόδραστη κατάληξη μιας κοινωνίας η οποία, για 14 χρόνια, διαπαιδαγωγήθηκε να αποστρέφεται τις «επαίσχυντες» συμφωνίες και το αποτέλεσμα τους, την Κυπριακή Δημοκρατία. Είναι ενδεικτικό πως, μέχρι τότε, η κυπριακή σημαία τελούσε υπό πλήρη πολιτική και πολιτισμική απαξίωση.
[4] Τουρκική Οργάνωση Αντίστασης (Türk Mukavemet Teşkilatı)
[5] Είναι ενδεικτικό ότι στις προεδρικές «εκλογές» του 2000 οι δύο υποψήφιοι της Δεξιάς, Ραούφ Ντενκτάς και Ντερβίς Έρογλου, έλαβαν το 75% σχεδόν των ψήφων με τους Μεχμέτ Αλί Ταλάτ και Μουσταφά Ακιντζί να περιορίζονται μόλις στο 22%.
[6] Το αριστερό Ρεπουμπλικανικό Τουρκικό Κόμμα θα λάβει στις βουλευτικές εκλογές του 2003 το 35.19% των ψήφων σε σχέση με 13,39% το 1998.
[7] Ενώ αυτή η πεποίθηση απεικονίζει σε μεγάλο βαθμό μια κυρίαρχη ελληνοκυπριακή προσέγγιση, εντούτοις παραβλέπει την επίδραση που ασκούν στην διαμόρφωση της ελληνοκυπριακής συλλογικής στάσης τα ζητήματα που σχετίζονται με τις πτυχές της ασφάλειας και των εγγυήσεων.
[8] Το UBP κέρδισε τις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν το 2022 και σχημάτισε κυβέρνηση συνασπισμού με τα μικρότερα δεξιά κόμματα: το «Δημοκρατικό Κόμμα» και το «Κόμμα Αναγέννησης» που υποστηρίζεται εξολοκλήρου από εποίκους.
[9] Το πολιτειακό σύστημα διακυβέρνησης της «ΤΔΒΚ» είναι ημιπροεδρικό με τον πρόεδρο να έχει την ευθύνη διαπραγμάτευσης του Κυπριακού και την εξωτερική πολιτική και τον πρωθυπουργό να έχει την ευθύνη της εσωτερικής διακυβέρνησης.
[10] Η τουρκοκυπριακή οικονομία παρουσιάζει σοβαρές διαρθρωτικές αδυναμίες οι οποίες δεν μπορούν να αποκρυβούν από την πρωτόγνωρη δραστηριότητα στην οικοδομική βιομηχανία η οποία χρηματοδοτείται από το ρωσικό μαύρο χρήμα καθώς και ιρανικά και εβραϊκά κεφάλαια. Ωστόσο, οι παρενέργειες αυτής της παροδικής και εύθραυστης ανάπτυξης διαμορφώνουν επιπλέον αρνητικά δεδομένα στο Κυπριακό. Εν πρώτοις λαμβάνει πρωτόγνωρες διαστάσεις το πλιάτσικο επί των ελληνοκυπριακών περιουσιών ενώ, τα πρόσκαιρα οικονομικά οφέλη που παράγει η παρούσα συγκυρία, έχουν πολιτικά απονευρώσει παντελώς την Κοινότητα δυσχεραίνοντας, περαιτέρω, την εμφάνιση δυναμικών αμφισβήτησης του status quo.