Ως πρώτη αντίδραση, ήμουν επιφυλακτική με την ιδέα ενός βιβλίου με διηγήματα πάνω σε μια κοινή δοσμένη θεματική...
Μάλιστα, το ότι αυτή αφορούσε τη διαφθορά στην Κύπρο, μου φάνηκε μεγάλο ρίσκο. Υπήρχε ο κίνδυνος να γραφτούν κείμενα καταγγελτικά, διδακτικά, ξύλινα. Έχουμε χορτάσει από τέτοια, ειδικά σε παλαιότερες εποχές όταν επικρατούσε μια σύγχυση για τα όρια ανάμεσα στην καλλιτεχνική δημιουργία και το «εθνικό καθήκον».
Διαβάζοντας τα διηγήματα της ανά χείρας συλλογής, αντιλήφθηκα ότι την ίδια ανησυχία πρέπει μάλλον να είχε και η συντριπτική πλειονότητα των συγγραφέων που συμμετείχαν. Λογικά, θα βοήθησε και η εμπιστοσύνη με την οποία είμαι σίγουρη ότι τους περιβάλαν οι εμπνευστές του συλλογικού έργου, ο Χρίστος Χατζήπαπας και ο Χρήστος Αργυρού.
Οι συγγραφείς (ο καθένας βέβαια με τα δικά του μέσα, προτεραιότητες, ύφος) επέλεξαν, ταιριαστά με τη μικρή φόρμα, να επικεντρωθούν σε ψηφίδες της κοινωνικής μας ζωής που δεν φωτίζονται συχνά από τον δημόσιο λόγο. Σημαντικό είναι να προσθέσω ότι ο αναγνώστης θα δυσκολευτεί να υποθέσει την πολιτική ιδεολογία του κάθε ξεχωριστού συγγραφέα. Κι αυτό το βρίσκω θετικό, ειδικά στις περιπτώσεις που οι περιγραφές των προσώπων και των χαρακτήρων αναπτύσσουν την δική τους δύναμη αλήθειας. Το ιδανικό θα είναι η λογοτεχνία να έχει πολιτική αξία με τα δικά της μέσα και κριτήρια, όχι ως υπηρετικό εργαλείο της όποιας στράτευσης.
Θα μπορούσα να ταξινομήσω τα κείμενα σε κάποιες κατηγορίες (όχι αξιολογικά, αλλά ως τεχνοτροπία), θα μιλούσα για αυτά τα κείμενα που βλέπουν τη διαφθορά ως εξωτερική (στους θεσμούς, στους μηχανισμούς, αλλά πάντα έξω από τον ήρωα), ως εσωτερική (ως αλλοτρίωση του ατόμου), και σε αυτά που τη βλέπουν να έχει μολύνει τα πάντα, να είναι πανταχού παρούσα. Ας μου επιτραπεί να γράφω ότι βρίσκω αυτή την τελευταία κατηγορία ως την πιο ενδιαφέρουσα και αποκαλυπτική.