Θα σας πω την ιστορία της φίλης μου της Μαρίας, της μαμάς του Νικόλα.
Ο Νικόλας της είναι ένα αγόρι 8 χρονών. Πάει στην B’ τάξη του δημοτικού κι όπως όλα τα παιδιά είχε φτιάξει τη σχολική του τσάντα το προηγούμενο βράδυ ανυπομονώντας να γυρίσει πίσω στο σχολείο του την επομένη. Δεν του άρεσε βέβαια πολύ η ιδέα του πρωινού ξυπνήματος γιατί είχε καλομάθει με την καραντίνα να ξυπνάει αργά, όμως ήθελε πολύ να βγει επιτέλους από τον περιορισμό του σπιτιού και να βρεθεί στο δεύτερό του σπίτι, το αγαπημένο του σχολείο. Είχε στενοχωρηθεί που τον είχαν βάλει στην ομάδα Α’ επειδή δεν θα έβλεπε όλους του τους φίλους και φίλες όμως σκέφτηκε πως παρά να μην δει κανένα τουλάχιστον ας έβλεπε τους μισούς.
Ο Νικόλας δεν είδε τελικά κανέναν.
Ο Νικόλας έμαθε το προηγούμενο βράδυ, πως με εγκύκλιό του το Υπουργείο απαγόρευσε στα παιδιά με αναπηρίες ή άλλες δυσκολίες που φοιτούν στα δημόσια σχολεία και έχουν συνοδό να φοιτήσουν. Η μαμά του προσπάθησε βέβαια να του βρει άλλη δικαιολογία λέγοντάς του πως τον άλλαξαν ομάδα τελευταία στιγμή όμως είχε προλάβει να την κρυφακούσει όταν αυτή δακρυσμένη και αναστατωμένη μιλούσε στο τηλέφωνο με μια άλλη μητέρα που έχει παιδί με αναπηρία.
«Δεν το πιστεύω αυτό που μας έκαναν τελευταία στιγμή. Ο Νικόλας δεν έχει κάποια ιατρική ευπάθεια που σχετίζεται με την αναπηρία του. Περίμενε πώς και πώς να πάει πίσω σχολείο. Έχει πλαντάξει στο κλάμα. Είναι στο φάσμα αυτισμού, είναι πανέξυπνος με απίστευτες γνώσεις στα θέματα που τον ενδιαφέρουν αλλά χρειάζεται εξατομικευμένη εκπαιδευτική στήριξη επειδή έχει μαθησιακές δυσκολίες σε κάποιους τομείς και δυσκολίες αυτορρύθμισης. Τα πάει όμως περίφημα αφού με τη βοήθεια της σχολικής βοηθού του που είναι συνεχώς μαζί του και με τη στήριξη της αγαπημένης του δασκάλας ανταποκρίνεται σχεδόν πλήρως στις απαιτήσεις της τάξης. Γιατί να μας περνάνε ξαφνικά από «τεστ» καταλληλόλητας; Αφού είναι υποχρέωση του Υπουργείου να φροντίζει ώστε να είναι τα σχολεία κατάλληλα για όλα τα παιδιά και όχι τα παιδιά μας να πρέπει να κριθούν αν είναι κατάλληλα να φοιτήσουν», έλεγε με κόμπο στο λαιμό της η Μαρία.
«Κι εμένα η Ελένη μου έκανε τεράστια πρόοδο. Παρά την ελλειμματική της προσοχή, την υπερκινητικότητα και τις μαθησιακές δυσκολίες, με τη βοήθεια της σχολικής βοηθού που είναι το στήριγμά της, έκανε αλματώδη πρόοδο. Πώς μπορούν να μας ζητάνε να περάσουμε από ειδικές επιτροπές και γνωματεύσεις γιατρών για να δικαιούνται τα παιδιά μας να γυρίσουν πίσω στο σχολείο; Δεν είναι άρρωστα ούτε ανίκανα. Νοιάζονται περισσότερο για την υγεία τους από εμάς τους γονείς τους; Γιατί να μας εξευτελίζουν έτσι και να επιμένουν για γνωματεύσεις γιατρών; Γιατί δεν ζήτησαν ειδικές εγκρίσεις και ειδικές επιτροπές από όλα τα παιδιά που θεωρούν ότι μπορεί να έχουν ευπάθεια, είτε έχουν είτε δεν έχουν αναπηρία; Γιατί τσουβάλιασαν τα παιδιά με κινητικές ή νοητικές αναπηρίες με αυτό τον τρόπο; Γιατί η αναπηρία τους θεωρήθηκε εξ ορισμού ως αιτία αποκλεισμού τους;» απαντούσε απογοητευμένη η φίλη στην άλλη άκρη του ακουστικού.
Οι δυο μαμάδες έκλεισαν το τηλέφωνο δακρυσμένες, θυμωμένες και απογοητευμένες. Για άλλη μια φορά ένιωσαν κακοποιημένες από ένα εκπαιδευτικό σύστημα που ενώ θέλει να λέγεται συμπεριληπτικό και ενιαίο κάθε άλλο παρά τέτοιο είναι. Μόνο στα χαρτιά. Μόνο στα λόγια. Στην πράξη είναι ένα σύστημα που διαχωρίζει παιδιά σε ειδικές κατηγορίες και δημιουργεί αποκλεισμούς.
Όταν συνήλθαν από το σοκ, οργανώθηκαν. Μίλησαν με άλλους γονείς παιδιών με αναπηρίες, μάζεψαν όση δύναμη τους απέμεινε και για άλλη μια φορά ξεκίνησαν αγώνες. Πιέσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, τηλεφωνήματα σε βουλευτές, αρθρογραφία, επικοινωνία με ακαδημαϊκούς για στήριξη, εκδηλώσεις διαμαρτυρίας έξω από το Υπουργείο.
Τίποτα από όλα αυτά δεν έφερε αποτέλεσμα. Η μια εγκύκλιος πίσω από την άλλη, βροχή ανακοινώσεων από το ΥΠΠΑΝ που προσπαθούσε ματαίως να καλύψει και να δικαιολογήσει τα αδικαιολόγητα. Για το καλό τους, είπε ο Υπουργός στα ΜΜΕ. Για τη δική τους προστασία. Επειδή τα παιδιά δεν μπορούν το ένα, δεν μπορούν το άλλο, τους είπε. Είναι με ειδικές ανάγκες αυτά τα παιδιά, και έριξε την μπάλα στα μέλη της επιδημιολογικής ομάδας. Κάτι για ξεσκαρτάρισμα είπε μια «ειδικός» της επιδημιολογικής επιτροπής. Κάτι για τον ιό που κάνει διακρίσεις και όχι ο υπουργός, είπε μια άλλη πολύ πιο «σπουδαία» ειδικός. Μα αυτά τα παιδιά τα θέλουμε, είναι άδικο αυτό που ακούγεται, είπε ξανά ο καλός μας Υπουργός. Αυτά τα παιδιά όμως δεν μπορούν να είναι στο σχολείο και πρέπει να το αποφασίσουν οι ειδικοί. Για αυτά τα παιδιά αποφασίζουν άλλοι, όχι οι γονείς τους.
Πρώτη φορά είχαν ακούσει οι ταλαίπωροι γονείς πως υπάρχει ένας ιός που κάνει διακρίσεις. Μέχρι τώρα ήξεραν πως είναι οι κοινωνίες και οι πολιτικές αποφάσεις που προκαλούν αποκλεισμούς ή διακρίσεις. Βρήκε το Υπουργείο το τέλειο άλλοθι. Ο κορονοϊός. Το δημόσιο συμφέρον. Τα παιδιά με αναπηρίες, τα παιδιά που οφείλει το κράτος να στηρίξει πρώτα απ’ όλα με στόχο την φοίτησή τους και όχι τον αποκλεισμό τους, να μετατρέπονται σε μιάσματα, σε παράσιτα, σε περιττές απολογητικές υπάρξεις που επιβαρύνουν το σύστημα και παρακαλούν για στήριξη. Αλλά είναι για το καλό τους, είπε ο Υπουργός.
Τη Δευτέρα, η μητέρα του Νικόλα, πήρε τηλεφώνημα από τη διευθύντρια του σχολείου. «Τελικά μπορείς να φέρεις τον γιο σου πίσω στο σχολείο». Ανακουφίστηκε. «Με τα άλλα παιδιά που έχουν συνοδό τι θα γίνει;» τη ρώτησε. Της είπε πως ένα άλλο παιδί μπήκε στον κατάλογο που δεν δικαιούται να πάει πίσω. Θύμωσε η μητέρα. «Γιατί; Ή όλα ή κανένα», είπε στη διευθύντρια. Την Τρίτη δέχθηκε άλλο τηλεφώνημα. «Τελικά πρέπει να συμπληρώσεις αυτό το ειδικό έντυπο με γνωμάτευση γιατρού», της είπαν από το σχολείο. «Θα σταλεί στην ειδική επιτροπή και θα αποφασίσουν αυτοί αν εγκρίνεται ή όχι η φοίτηση του Νικόλα σου. Διαφωνώ με αυτό που σου ζητάνε, ψέλλισε η διευθύντρια, όμως είναι οδηγίες του Υπουργείου και οφείλω να τις ακολουθήσω». «Δεν σας αδικώ όμως αν ήθελαν προστασία των παιδιών μας θα μπορούσαν εγκαίρως να το πουν και να λάβουν κατάλληλα προστατευτικά μέτρα που να ισχύουν σε κάθε περίπτωση παιδιού που θεωρούν ότι είναι υψηλού ρίσκου έναντι του κορονοϊού, ανεξαρτήτως αναπηρίας», είπε με τρεμάμενη φωνή η μητέρα.
Αντέδρασαν ευτυχώς πολλοί. Επίτροπος Προστασίας Δικαιωμάτων του Παιδιού, Επίτροπος Διοικήσεως, Οργανώσεις εκπαιδευτικών και γονέων. Τίποτα. Καμία μετατόπιση. Επιμένει το ΥΠΠΑΝ με τις ειδικές εγκρίσεις και τις ειδικές επιτροπές ως προϋπόθεση για φοίτηση οι οποίες αφορούν μόνο τα παιδιά με αναπηρίες. Ο ρατσισμός και οι διακρίσεις στο μεγαλείο τους. Απροκάλυπτος και απειλητικός να κάνει βόλτες στα γραφεία του υπουργείου.
Η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία ξεκάθαρη: «Ο αποκλεισμός παιδιών από τα σχολεία, τα οποία έχουν ως κοινό χαρακτηριστικό τη φοίτηση τους σε ειδικά σχολεία, ειδικές μονάδες, ή τη βοήθεια που τους παρέχεται από σχολικό βοηθό δεν είναι αποδεκτός και η λογική να αξιολογηθούν όλα τα παιδιά αυτά συλλήβδην, με κανένα τρόπο τεκμηριωμένη. Τα πλείστα των παιδιών, που λαμβάνουν ειδική εκπαίδευση και που παρακολουθούνται αποκλειστικά από παιδοψυχίατρο, είναι υγιέστατα. Συνεπώς καθόλου πιο ευάλωτα στον ιό… θα ήταν πιο ορθό να τύχουν ίσης αντιμετώπισης , όπως όλα τα άλλα παιδιά που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού αλλά φοιτούν σε γενικές τάξεις. Δηλαδή, θεωρούμε καλύτερο ότι κάθε γονιός που το παιδί του ανήκει στις ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού να έχει το δικαίωμα (όπως έχουν και οι γονείς των παιδιών που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες αλλά φοιτούν σε γενικές τάξεις) να αποφασίσει αν το παιδί του θα προσέλθει τη δεδομένη στιγμή στο σχολείο και όχι να νιώθει ότι το αποκλείουν μόνο από το γεγονός ότι είναι ενταγμένο στην ειδική μονάδα ή του παρέχεται βοήθεια από σχολικό βοηθό.»
Η ανακοίνωση της Επιτρόπου Προστασίας των Δικαιωμάτων του Παιδιού καταπέλτης: «Θεωρώ ότι, η Ανακοίνωση (του ΥΠΠΑΝ) επιφέρει ανισότητες και διακρίσεις στη βάση της αναπηρίας. Παραπέμπει σε ένα επικίνδυνα παρωχημένο ιατρικό μοντέλο της αναπηρίας, δημιουργώντας στην κοινωνία εσφαλμένες εντυπώσεις ότι η αναπηρία είναι συνώνυμη της ασθένειας και, συνεπακόλουθα, στοχοποιεί αυτά τα παιδιά. Ένα τέτοιο μοντέλο δεν συνάδει ούτε με τις σύγχρονες αντιλήψεις, ούτε με πρόσφατες διακηρύξεις του ΥΠΠΑΝ περί ενιαίας εκπαίδευσης, αλλά συντηρεί και επιβάλλει διαχωριστικά μέτρα στη βάση της αναπηρίας. Η Ανακοίνωση, εντελώς απροκάλυπτα και προκλητικά, στερεί από τα παιδιά με αναπηρία το δικαίωμα στην εκπαίδευση»
Ο Νικόλας θέλει να πάει σχολείο. Του έβαλαν όμως όρους και προϋποθέσεις. Απαιτούν ειδικές γνωματεύσεις. Ειδικές επιτροπές. Ειδικές εγκρίσεις. Όχι για όλα τα παιδιά. Μόνο για τα παιδιά με αναπηρίες. Ο Νικόλας θέλει να πάει σχολείο. Έχει ανάγκες παιδικές σαν όλα τα υπόλοιπα παιδιά. Ο Νικόλας είναι το παιδί σου, είναι το παιδί μου, είναι το παιδί όλων μας. Ο Νικόλας θέλει να πάει σχολείο. Το ότι είναι παιδί θα έπρεπε να ήταν αρκετό. Ο Νικόλας θέλει να πάει σχολείο. Το δικαιούται. Ακούει κανείς;
- Της Ράνιας Γεωργίου
- Εκπαιδευτικός Δημοτικής