Επειδή έχω την εντύπωση ότι παρά το ότι είμαστε περίπου στην ίδια ηλικία, μάλλον βιώσαμε πολύ διαφορετικούς κόσμους στην ίδια γενιά.
Να σου πως την θυμάμαι:
Λίγα χρόνια μετά την εισβολή στο Δημοτικό σχολείο. Κιβώτια με συσσίτιο, ουρές τα παιδιά, για ένα σάντουιτς και ένα χυμό. Αυτή ήταν η «δική μας γενιά».
Θυμάμαι ένα διαμέρισμα στον Στρόβολο, δυο, τρία δωμάτια, δύο οικογένειες 5 μωρά, ενίοτε παππούδες και γιαγιάδες. Η λιχουδιά ήταν μια φέτα ψωμί, μαργαρίνη από ένα τσίγκενο δοχείο και μπόλικη ζάχαρη.
Θυμάμαι αργότερα αλάνες στο Καϊμακλί, γόνατα μονίμως μαύρα, μπάλες συχνά ξεφούσκωτες. Την πρώτη έγχρωμη τηλεόραση στην γειτονιά και καμιά δεκαριά παιδιά να μπουκάρουμε προσκεκλημένοι/ακάλεστοι να δούμε αυτή τη μαγεία. Το πρώτο βίντεο, μάζευε η παρέα χρήματα για ενοικίαση κασέτας.
Ποδήλατα σκουριασμένα, όποιος δεν είχε χρήματα να αγοράσει, καθόταν εναλλάξ στα τιμόνια των υπολοίπων.
Θυμάμαι τους «μεγάλους» να παλεύουν να τα βγάλουν πέρα. Σπίτια μικρά, πάντα σε μισό οικόπεδο, κάπου βλέπαμε κανά δίπατο και ήταν το landmark της περιοχής. Το δίπατο. Οι πλούσιοι.
Σπουδές για πολλούς της «γενιάς μας», σήμαιναν ξενύχτια. Όχι στα κλαμπ, αλλά στα ντάηνερς της Νέας Υόρκης. Πιάτα, πολλά πιάτα, στην εξεταστική διαβάζαμε μεταξύ παραγγελιών, δίπλα από το γκριλ με τα μπέργκερ. Δάνεια από τους γονείς, στερήσεις, και δουλειά από εμάς για ένα πτυχίο. Αυτή ήταν η φοιτητική ζωή της «γενιάς μας».
Τα καλοκαίρια; Όπου υπήρχε δουλειά. Από ραφτάδικα μέχρι εργοστάσια, υπήρχε και μια εποχή στην «γενιά μας» που οι έφηβοι δούλευαν στα παπούτσια, στα ρούχα. Άλλοι στις οικοδομές, παντού. Κανέναν της «γενιάς μας» δεν θυμάμαι που να μην αγόρασε το πρώτο του μηχανάκι μονάχος, με το χαρτζιλίκι της δουλειάς. Αυτή ήταν η «γενιά μας».
Και σταδιοδρομία. Με κόπο, άλλοι εκεί άλλοι αλλού, κανέναν όμως της γενιάς μας στην γειτονιά μου δεν τον περίμενε μια μεγάλη επιχείρηση, ένα μεγάλο γραφείο. Όλοι ξεκίνησαν ταπεινά. Και με κόπο πέτυχαν, άλλοι περισσότερο άλλοι λιγότερο.
Αυτή λοιπόν ήταν η «γενιά μας», Νικόλα.
Είσαι σίγουρος ότι μιλάμε για το ίδιο πράγμα;
Την ίδια γενιά;
Γράφει: Παναγιώτης Σταυρινίδης