Λίγους θυμάμαι από τα σχολικά μου χρόνια. Ιδιαίτερα λίγους από τους δασκάλους μου.
Αργά ίσως, είχα καταλάβει το γιατί. Ελάχιστοι ήξεραν να διδάξουν, πολύ λιγότεροι ήθελαν να διδάξουν, και ακόμα πιο λίγοι εκείνοι που μπορούσαν να διδάξουν κάτι περισσότερο από αυτά που έγραφε ένα απαρχαιωμένο βιβλίο. Άλλοι προσπαθούσαν να με κάνουν (καλό) χριστιανό, άλλοι περήφανο για την καταγωγή μου, άλλοι με τρόπο μου υπέβαλαν το μίσος για οτιδήποτε ξένο.
Ελάχιστοι με έμαθαν γράμματα, κανάς δυο με έμαθαν να σκέφτομαι.
Ένας από αυτούς που θυμάμαι ακόμα με αγάπη, δίδασκε το μάθημα των αγγλικών. Η αλήθεια είναι ότι δεν έμαθα αγγλικά από εκείνον, ήξερα ήδη για άλλους λόγους αρκετά ικανοποιητικά τη γλώσσα. Δίδασκε όμως με πάθος. Ρωτούσε ερωτήσεις δύσκολες, όχι για την γλώσσα αλλά για τη σκέψη. Διάβαζε και έβλεπες μπροστά σου εικόνες, έγραφε στον πίνακα και ο νους ταξίδευε.
Γελούσε.
Γελούσε με τα αστεία μας, θύμωνε με χαμόγελο και δίδασκε με πάθος. Συζητούσε, άκουε, διαφωνούσε, ρώταγε.
Από αυτόν κράτησα πολλά. Την λογική, την αισθητική, το μέτρο, την ομορφιά μέσα στις λέξεις. Δεν ήταν δύσκολο να καταλάβεις ότι ήταν άνθρωπος που τον πονούσε τον τόπο, τον πλήγωνε το πως χάσαμε την μισή μας χώρα, πίστευε στη συμφιλίωση, απεχθανόταν τον ρατσισμό και τη μισαλλοδοξία, έβλεπε τους Τουρκοκύπριους ως συμπατριώτες μας. Μιλούσε στον πρώτο πληθυντικό για τα λάθη του παρελθόντος, ωσάν και εκείνος να είχε ευθύνη για την καταστροφή. Κι ας ήταν ο τελευταίος που θα έπρεπε να κουβαλά τέτοια ενοχή.
Τον έχασα για πολλά χρόνια, μετά ξαναβρεθήκαμε. Προσπάθησα να τον πείσω ότι τίποτε δεν χάθηκε ακόμα, για την ελπίδα για επανένωση, για την δυνατότητα του τόπου να κοιτάξει μπροστά, να αφήσει πίσω τες πληγές, να απαλλαγεί από το μίσος, να βάλει στο περιθώριο όσα και όσους πότισαν τον κόσμο με φανατισμό, με ξενοφοβία, με ό,τι μας κρατά πλέον κλεισμένους στο (μισό) μας καβούκι.
Δεν χρειάστηκε να μου πει πολλά. Έβλεπα τι σκεφτόταν. Όπως τότε, εικοσιτρία χρόνια πριν.
Τέτοιες μέρες η χώρα μου δικαιώνει τον δάσκαλο μου. Δάσκαλε ναι, ενικήσαν μας. Σε μια χώρα που λίγες μέρες πριν γιόρταζε με δήθεν κατάνυξη μια μεγάλη θρησκευτική γιορτή, που έψαλνε και διαλαλούσε το μήνυμα της αγάπης (ποιάς αγάπης ρε καθάρματα;), σε έναν τόπο που κορδώνει για την φιλανθρωπία του, σε τούτο τον τόπο αφήκαμε μια μάνα να πεθάνει γιατί έπρεπε να της κόψουμε το επίδομα.
Επειδή ήταν ξένη.
Σε τούτο τον τόπο που καρφώνουμε ζώα στα δέντρα, που σέρνουμε σκυλιά στους δρόμους, που βασανίζουμε φυλακισμένους ώσπου να φκεί η ψυσιή τους, που αφήνουμε ένα μωρό να χάνει την μάνα του επειδή εν ξένη, σε τούτο τον τόπο εχάσαμε την ελπίδα.
Βλέπεις δάσκαλε, ο πρώτος πληθυντικός.
Ενικήσαν μας δάσκαλε, ενικήσαν μας.
Γράφει: Παναγιώτης Σταυρινίδης