Γεμίσαμε ψευταράκους και παπατζήδες.
Στήνουν τραπεζάκια στις γωνιές και παίζουν με τους περαστικούς. Εδώ παπάς, εκεί παπάς, πού είναι ο παπάς; Του παιχνιδιού εννοώ, όχι τον άλλον, τον θεομπαίχτη που ξυπνάει και αναπνέει με ισολογισμούς και business plans.
Την ίδια ώρα, καβγαδάκια στο διαδίκτυο για το ποιος τον έχει πιο μεγάλο.
Τον πατριωτισμό καλέ λέω, τι σκεφτήκατε;
Εμείς που κάναμε αυτό και το και το, κι εσείς που όταν, δεν, έπρεπε. Συμπληρώστε ελεύθερα. Δεν συνεννοούμαστε στο κάθε μέρα μας. Σφαζόμαστε διαδικτυακά, κοπανάμε εξυπνάδες ο ένας στα μούτρα του άλλου. Αποκομμένοι από το τι συμβαίνει γύρω, αδιαφορώντας για το μέγεθός μας, το είδος του διακυβεύματος, τις μέρες που θα έρθουν. Αδυναμία συνεννόησης, δεν μπορείς να σταυρώσεις κουβέντα με άνθρωπο. Δυο κουβέντες λες και σου ανεβαίνει το αίμα στο κεφάλι. Ή στο δικό του.
Και μετά λέμε να γίνει εθνική συνεννόηση. Ούτε στα βασικά δεν τα βρίσκουμε, αγαπούλες. Αντίθετα, μπορείς εύκολα να βρεις κοινό έδαφος για άλλα: στήστε αφτί στις συζητήσεις που γίνονται στα γραφεία, στις καφετέριες, στο ραδιόφωνο και στο διπλανό τραπέζι (το τελευταίο με διακριτικότητα).
Ο κόσμος απασχολείται με άλλα: ποδόσφαιρο εντός και εκτός Κύπρου, ποια είναι τα καλά νηπιαγωγεία, συνταγές που πέτυχαν, θρησκοληπτικές (προσοχή, όχι θρησκευτικές ή πνευματικές) αναλύσεις και τα τοιαύτα. Μην με παίρνετε για στραβόξυλο: δεν είμαι κάποιος που ανοίγει κουβέντα μόνο για τα σοβαρά και τα δέοντα. Μα απ' την άλλη τόση ελαφρότητα κι ανοησία δεν αντέχεται. Κι ούτε περιμένω ότι κάποια στιγμή ο λαός θα στοιχηθεί πίσω από μια ιδέα. Αυτά είναι εμμονικά. Ενίοτε και επικίνδυνα κι όποιος αμφιβάλλει ας διαβάσει έστω και μια επιτομή ιστορίας του εικοστού. Για τον εικοστό πρώτο, δεν ξέρω.
Άλλες φορές είμαι βέβαιος και αισιόδοξος κι άλλες κοιτάω τον διπλανό μου κι απελπίζομαι. Οι πιο πολλές σκέψεις μού έρχονται στα ταξίδια. Μέσα στο αεροπλάνο σε συναντούν οι σκέψεις που απωθείς, που παρκάρεις για μετά, αλλά ποτέ δεν ξανανοίγεις. Τρεις ώρες στα τριάντα τρεις χιλιάδες πόδια και έχουν ανοίξει όλοι σου οι λογαριασμοί. Έπειτα, ανοίγει η πόρτα και είσαι στην Ευρώπη. Ή ό,τι απέμεινε από αυτήν. Καλομαυρισμένα γερόντια φεύγουν για διακοπές στη Μάλαγα και κάποιος κακομοίρης ξένος καθαρίζει ανάμεσα στα καταστήματα των αφορολόγητων ειδών. Και πρέπει να λέει και φχαριστώ.
Προς αποφυγή παρανοήσεων: δεν ευαγγελίζομαι κάποιον αριστερό εξισωτισμό, παρά μόνο εξαντλούνται οι μονάδες ανοχής πιο γρήγορα από παλιά. Αν εγώ δυσφορώ από την εικόνα, αυτοί πρέπει να αγανακτούν. Τα γερόντια σκέφτονται μόνο πως δεν θέλουν να πονούν, αν ξέχασαν κανένα χάπι και πότε θα περάσουν την Αχερουσία.
Εμείς, λοιπόν, εδώ. Με τα κουσούρια και τις ματαιώσεις, τις χαρές και τις μικροαλλαγές, μερικές ανομολόγητες προσδοκίες και τα μπαγκάζια μας από τα παλιά χρόνια. Αν κάποιος είχε κέφι για έρευνα, θα του πρότεινα να ψάξει τις εφημερίδες, τα αρχεία, τα απομνημονεύματα για να μας αποδείξει ότι ζούμε για σχεδόν εξήντα χρόνια το ίδιο έργο. Εγώ; Εγώ τα έχω φάει τα ερευνητικά ψωμιά μου...
Γράφει: Νικόλας Κυριάκου