Στην περιοχή της Πύλης Πάφου, στην παλιά Λευκωσία, δεσπόζει επιβλητικός μέσα στην απλότητά του Καθολικός Ναός του Τιμίου Σταυρού.
Ο ναός αυτός συνδέεται άμεσα με την ύπαρξη και την εξέλιξη της θρησκευτικής ομάδας των Καθολικών Κυπρίων (Λατίνων). Η ανέγερσή του ολοκληρώθηκε γύρω στο 1900 στο σημείο όπου βρισκόταν ένας παλαιότερος Καθολικός ναός. Τότε, η περιοχή που εκτείνεται ανατολικά του ναού (Topahane), είχε έντονο πολυπολιτισμικό χαρακτήρα και περιελάμβανε Καθολικούς, Αρμένιους Μαρωνίτες, Ελληνοκύπριους και Τουρκοκυπρίους κατοίκους. Ταυτόχρονα είχε και ένα μοναδικό χαρακτηριστικό στην πληθυσμιακή της σύνθεση: ήταν η μόνη συνοικία της πρωτεύουσας –και ολόκληρης της Κύπρου- όπου η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν Καθολικοί Κύπριοι! Ήταν δε μια περιοχή με έντονη εμπορική και κοινωνική δραστηριότητα. Μπροστά από τον ναό περνούσε η Οδός Πάφου, που μαζί με την Οδό Ερμού στον αντίποδα της πόλης, ήταν οι κύριες εμπορικές αρτηρίες της Λευκωσίας. Στη νότια πλευρά του ναού εφαπτόταν η Οδός Βικτωρίας, η οδός της «υψηλής κοινωνίας» που εκτεινόταν βόρεια και περνούσε από τον αρμενομαχαλά.
Ο αιώνας και κάτι που πέρασε από τότε έφερε μια σειρά από δραματικές αλλαγές στην περιοχή. Εξαστισμός και μετακίνηση από την ύπαιθρο προς στην πόλη μέχρι τα μέσα του 20ου αιώνα. Αργότερα συγκρούσεις, πόλεμος και βίαιοι εκτοπισμοί. Από τη δεκαετία του 80 και μετά μεταναστευτικά ρεύματα από την Ευρώπη, την νοτιοανατολική Ασία και την Μέση Ανατολή. Πιο πρόσφατα, αναβάθμιση της υποδομής και οιονεί gentrification. Ταυτόχρονα, τα σημάδια της «παράλογης» διαίρεσης της πόλης παραμενουν ορατά: οι δρόμοι και στις δύο πλευρές του ναού εξακολουθούν να διακόπτονται από οδοφράγματα. Η παραδοσιακή κυπριακή καθολική κοινότητα δεν κατοικεί πλέον στην περιοχή καθαυτή, ενώ η εθνολογική προέλευση των πιστών της εκκλησίας έχει αλλάξει άρδην. Για την εξυπηρέτηση των πιστών που προέρχονται από ποικίλα εθνοτικά και γλωσσικά υπόβαθρα, οι λειτουργίες διεξάγονται στα Ελληνικά, τα Αγγλικά, τα Πολωνικά, τα Ισπανικά, τα Τάκαλοκ, τα Ινδικά και τα Σιννχάλα.
Ένα στοιχείο που παραμένει αναλλοίωτο στην πραγματικότητα του ναού είναι η άμεση σύνδεση του με το Τάγμα των Φραγκισκανών Μοναχών, οι οποίοι και τον έχουν δημιουργήσει. Οι Φραγκισκανοί Μοναχοί έχουν μια συνεχή παρουσία στο νησί από τις αρχές του 13ου (με μια μικρή περίοδο ασυνέχειας όταν αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν το νησί μετά την Οθωμανική κατάκτηση 1571 για να επανέλθουν το 1592). Τότε, τον 130 αι. ήταν η εποχή που ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης είχε δημιουργήσει τα θρησκευτικά του τάγματα, με βασικό σκοπό, την υποστήριξη των φτωχών. Πιθανολογείται μάλιστα ότι κατά την περίοδο εκείνη είχε περάσει από την Κύπρο καθ’οδόν προς την Παλαιστίνη. Κάθε χρόνο στις 4 Οκτωβρίου, οι Φραγκισκανοί τιμούν τον προστάτη Άγιο τους ενθυμούμενοι θάνατό του ή επί το θρησκευτικότερο, την «μετάβασή του (Transitus) στο σπίτι του πατρός του».
Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης αποτελεί μια εμβληματική θρησκευτική προσωπικότητα. Η πιστή του, η αυστηρότητα του, τα οράματα του, η προσήλωσή του προς την επιτέλεση του καθήκοντος έκαναν πολλούς χριστιανούς να ακολουθήσουν τα διδάγματα του. Είναι ενδιαφέρον μάλιστα ότι προσέλκυσε μη χριστιανούς, ακόμα και μη πιστούς να ακολουθήσουν το δρόμο του που πρεσβεύει την ισότητα, την ειρήνη, την περιφρόνηση του πλούτου και την υπεροχή της φτώχειας και την αγάπη προς όλα τα δημιουργήματα του Θεού, έμψυχα και άψυχα. Για την προσήλωση του προς την υποστήριξη των φτωχών και το δικό του ασκητικό βίο έγινε γνωστός ως ο Φτωχούλης της Ασίζης (που παραφράστηκε ως ο Φτωχούλης του Θεού στο ομώνυμο έργο του Ν.Καζαντζάκη). Κάθε Κυριακή, η ευθυμία του πολύχρωμου πλήθους από οικονομικούς μετανάστες/τριες που κατακλύζουν τους χώρους που περιβάλουν το Ναού του Τιμίου Σταυρού, καταμαρτυρεί ότι οι Φραγκισκανοί Μοναχοί και Μοναχές ακολουθούν με επάρκεια τις παρακαταθήκες που τους κατέλειπε ο ιδρυτής τους. Βάζουν ταυτόχρονα το δικό τους, σημαντικό κομμάτι στο παζλ που λέγεται Λευκωσία, χωρίς το οποίο η πόλη μας θα ήταν …φτωχότερη.
Γράφει: Μάριος Επαμεινώνδας