Έργο της Φιλοσοφίας είναι η επιχειρηματολογία. Εξ επαγγέλματος, λοιπόν, επιχειρηματολογώ για θεωρίες δικές μου και για τα επιχειρήματα άλλων για δικές τους θεωρίες.
Εκείνοι που, εν μέσω θέρους, δρομολόγησαν τη νομοθετική καταιγίδα της απαλλοτρίωσης συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων – ήδη νομοθετικά κατοχυρωμένων – λεκτόρων και επίκουρων καθηγητών στα δημόσια Πανεπιστήμια, διατύπωσαν ένα επιχείρημα. Θα το εξετάσω, γιατί προέρχεται από τη διάνοια εκλεγμένων νομοθετών, που νομοθετούν για όλα στην κυπριακή Πολιτεία. “Δεν διεκδίκησαν μέχρι τώρα, από το 2001, τα δικαιώματα που τους παρέχει ο νόμος. (Θα τους τα πάρουμε πίσω, εννοείται.)”
Τι σημαίνει, όμως, “δεν διεκδίκησαν”; Θα το σκεφτώ μ’ ένα παράδειγμα άλλου νόμου. Ας πούμε εκείνου που αφορά στα δικαιώματα των παιδιών. Πρόκειται, ενδεικτικά, για τον νόμο περί Απασχόλησης Παιδιών και Νεαρών Προσώπων (κεφ. 178). Στην παράγραφο 3α διαβάζουμε: “Παιδί πoυ δεv έχει συμπληρώσει τηv έκτη τάξη δημoτικoύ σχoλείoυ και πoυ είvαι μαθητής σχoλείoυ δεv δύvαται vα απασχoληθεί σε oπoιαδήπoτε επιχείρηση περισσότερo από δύo ώρες ημερησίως ή πριv από τo τέλoς τωv ωρώv μαθημάτωvoπoιασδήπoτε ημέρας της φoίτησής τoυ σε σχoλείo.”
Αν εφαρμόσουμε και σε αυτόν τον νόμο το δυσφυές επιχείρημα για τη μη διεκδίκηση, τι θα προκύψει; Το εξής: αν τα εργαζόμενα παιδιά δεν διεκδικήσουν το δικαίωμα – βάσει νόμου – στη μη εκμετάλλευσή τους, τότε ο νόμος πέφτει σε αχρηστία και καταργείται! Ενδιαφέρον… Υπάρχει εδώ, όμως, συλλογιστικό κενό. Όταν ισχύει ένας τέτοιος νόμος, δεν δεσμεύει τους εργοδότες των παιδιών να τον εφαρμόσουν; Δεν δεσμεύει τους θεσμούς μιας Πολιτείας, επίσης, να επιβλέπουν την εφαρμογή του νόμου;
Οφείλω, αρμοδίως, να παρατηρήσω κάτι ακόμα για την πρόδηλη αστοχία του επιχειρήματος που εκκόλαψε την “ευφάνταστη” τροποποίηση του νόμου για τα Πανεπιστήμια. Αν είναι εσφαλμένο ως προκείμενη πρόταση, ακυρώνει οποιαδήποτε πρόταση στηρίζεται σε αυτό και τα όποια συμπεράσματα. Δεν είναι, όμως, αυτό το μείζον. Ούτε ενδιαφέρει τους επιχειρηματίες της πολιτικής εξουσίας. Σφάλμα σ’ ένα επιχείρημα υποκρύπτει ανοησία ή δόλο… Ή και τα δύο, σε συνδυασμό: ανοησία που οφείλεται σε δόλο, και δόλο που οφείλεται σε ανοησία!
Υπάρχει, όμως, “ελαφρυντικό”. Όταν η επιχειρηματολογία δεν είναι ακαδημαϊκή, αυστηρή υποτίθεται εξ ορισμού, επιχειρηματολογεί κανείς είτε από θέση – αισθάνεται – ισχύος, είτε από θέση – αισθάνεται – αδυναμίας. Εν προκειμένω, οι νομοθέτες, χάρη στο αίσθημα ισχύος, επιχειρηματολογούν απερίσκεπτα. Η αλήθεια είναι ότι το εκκολαπτόμενο νομοθέτημά τους επιτίθεται σε κάποια – λίγα έστω – μέλη της κοινωνίας. Διερωτώμαι: γιατί;
Οι πραγματικές προκείμενες του άστοχου επιχειρήματος - για τη μη διεκδίκηση των ασφαλιστικών δικαιωμάτων - λείπουν. Δεν θα διατυπωθούν ποτέ. Θα επινοηθούν, ωστόσο, άλλες. Η περιστολή των δαπανών, λόγω κρίσης, είναι επιχείρημα που επιστρατεύτηκε πάλι, εύηχο καθώς είναι. Πρόσφορο, επίσης, στο πλαίσιο του “προφασίζεσθαι προφάσεις εν αμαρτίαις…”.
Ο κυνισμός παίρνει πολλά πρόσωπα, δύσμορφα. Ένα, από τα πιο άσχημα, είναι του ανθρώπου που έχει εξουσία, και δείχνει πως δεν αισθάνεται την ανάγκη να δικαιολογήσει επαρκώς την κατάχρησή της.
Δεν θα στερήσει ο νόμος στους λέκτορες και τους επίκουρους καθηγητές τις ελπίδες που επένδυσαν σε μια θέση εργασίας. Το χειρότερο, θα τους στερήσει την – αφελή τελικά – πεποίθηση ότι απέκτησαν, εξαιτίας της θέσης τους, αξιοπρέπεια. Τόση, τουλάχιστον, ώστε εκείνοι που αναφέρονται σε αυτούς, να τους υπολογίζουν ως υπαρκτούς. Οι λέκτορες και οι επίκουροι, όμως, αν τελικά θυματοποιηθούν, θα είναι από τους πρώτους, όχι οι τελευταίοι. Θα δοκιμάσουν και άλλοι, πολλοί, τον κυνισμό του επιχειρήματος!
Γράφει: Ιωάννης Χριστοδούλου