Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Ένωσης να φορτώσει στους ώμους των Ευρωπαίων πολιτών ένα δάνειο ύψους 90 δισεκατομμυρίων ευρώ προς την Ουκρανία δεν είναι απλώς μια οικονομική επιλογή. Είναι μια πολιτική πράξη βαθιάς υποκρισίας, μια απόφαση που αποκαλύπτει με ωμό τρόπο τον τρόπο με τον οποίο οι Βρυξέλλες αντιλαμβάνονται την έννοια της «ευρωπαϊκής ασφάλειας» — και κυρίως, ποιες χώρες και ποιοι λαοί αξίζουν να προστατεύονται και ποιοι όχι.
Η επίσημη αιτιολογία είναι γνωστή: η ΕΕ «φοβάται τη ρωσική απειλή», φοβάται την αποσταθεροποίηση, φοβάται —υποτίθεται— ότι αν δεν χρηματοδοτήσει απλόχερα την Ουκρανία, θα βρεθεί η ίδια στο στόχαστρο. Και έτσι, χωρίς ουσιαστική δημόσια συζήτηση, χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση, χωρίς δημοψήφισμα ή ξεκάθαρη εντολή από τους πολίτες, δημιουργεί νέο κοινό χρέος, το οποίο —σε περίπτωση μη αποπληρωμής— θα μετακυλιστεί αυτούσιο στα κράτη-μέλη.
Για την Κύπρο, αυτό δεν είναι μια αφηρημένη λογιστική πράξη. Με βάση τις αναλογίες συμμετοχής, η κυπριακή οικονομία αναμένεται να επιβαρυνθεί με περίπου 150 εκατομμύρια ευρώ. Για μια μικρή χώρα, με περιορισμένο δημοσιονομικό χώρο, με κοινωνικές ανάγκες που πιέζουν —υγεία, στέγη, παιδεία— το ποσό αυτό δεν είναι αμελητέο. Είναι χρήματα που θα λείψουν. Χρήματα που θα πληρωθούν, άμεσα ή έμμεσα, από τους ίδιους τους Κύπριους φορολογούμενους.
Και εδώ προκύπτει το πρώτο, θεμελιώδες ερώτημα:
Γιατί καλείται η Κύπρος να πληρώσει για έναν πόλεμο, στο όνομα της ευρωπαϊκής ασφάλειας, όταν η ίδια εδώ και πενήντα χρόνια ζει με κατοχή ευρωπαϊκού εδάφους;
Διότι την ίδια στιγμή που η ΕΕ επικαλείται τον φόβο απέναντι στη Ρωσία, κλείνει επιδεικτικά τα μάτια στο γεγονός ότι η Τουρκία κατέχει στρατιωτικά έδαφος κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όχι «υποθετικά». Όχι «δυνητικά». Στην πράξη. Με στρατό, με βάσεις, με εποικισμό, με συνεχιζόμενη παραβίαση κάθε έννοιας διεθνούς δικαίου.
Εδώ, όμως, δεν υπάρχει «ρωσική απειλή». Δεν υπάρχουν δάνεια δισεκατομμυρίων.Δεν υπάρχουν κυρώσεις που να πονάνε. Δεν υπάρχει ευρωπαϊκή αποφασιστικότητα.Υπάρχει μόνο σιωπή, ίσες αποστάσεις και διπλωματικές υπεκφυγές.
Αυτή είναι η ουσία των δύο μέτρων και δύο σταθμών. Η ΕΕ δεν λειτουργεί με ενιαία κριτήρια ασφάλειας, αλλά με γεωπολιτικές σκοπιμότητες. Δεν υπερασπίζεται τα σύνορα όλων των κρατών-μελών της με τον ίδιο ζήλο. Υπερασπίζεται ό,τι την εξυπηρετεί και αγνοεί ό,τι της προκαλεί κόστος ή σύγκρουση με «χρήσιμους συμμάχους».
Και σαν να μην έφτανε αυτό, το οικονομικό σκέλος της απόφασης είναι εξίσου προβληματικό. Το δάνειο προς την Ουκρανία δεν συνοδεύεται από σαφείς εγγυήσεις αποπληρωμής. Αν —ή όταν— το Κίεβο αδυνατεί να εξυπηρετήσει το χρέος, το βάρος θα μεταφερθεί στα κράτη-μέλη. Δηλαδή, η Κύπρος θα πληρώσει, χωρίς να έχει λόγο, χωρίς να έχει έλεγχο και χωρίς να έχει κερδίσει το παραμικρό σε όρους ασφάλειας.
Πρόκειται για ένα επικίνδυνο προηγούμενο: μια Ευρώπη που δανείζεται στο όνομα όλων, αποφασίζει στο όνομα λίγων, και χρεώνει τους πολλούς.
Η πραγματική ειρωνεία είναι ότι η Κύπρος —μια χώρα που γνωρίζει τι σημαίνει εισβολή, κατοχή και διεθνής αδιαφορία— καλείται σήμερα να πληρώσει για την «ευρωπαϊκή ευαισθησία» αλλού, την ώρα που η δική της πληγή παραμένει ανοιχτή και πολιτικά άβολη.
Αν η ΕΕ θέλει να μιλά σοβαρά για ασφάλεια, αλληλεγγύη και κοινό μέλλον, οφείλει πρώτα να κοιτάξει τις αντιφάσεις της. Διαφορετικά, κάθε νέο δάνειο, κάθε νέο πακέτο και κάθε νέα απόφαση δεν θα είναι πράξη ενότητας, αλλά άλλη μία απόδειξη ότι στην Ευρώπη κάποιοι πολίτες μετρούν λιγότερο από άλλους.
Και αυτό, για την Κύπρο, δεν είναι απλώς άδικο. Είναι επικίνδυνο!
Ω.







