Η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία αποτελεί την διαχρονικά συμφωνημένη μορφή λύσης του Κυπριακού Προβλήματος, στη βάση της οποίας διεξάγονται οι συνομιλίες υπό την αιγίδα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών για την επανένωση της Κύπρου.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου
Ενίοτε, η ομοσπονδιακή μορφή λύσης συγκεντρώνει σφοδρή κριτική, από διάφορους κύκλους και για διάφορους λόγους, που καταλήγει στην πρόταση εγκατάλειψης της ομοσπονδίας και στην αντικατάστασή της είτε από την πιο «διεκδικητική» επιλογή του «ενιαίου κράτους», είτε από την πιο «ρεαλιστική» επιλογή των «δυο κρατών».
Μία από τις κοινές συνισταμένες της αρνητικής κριτικής, βασίζεται στο πρόσχημα της ασάφειας αναφορικά με το πραγματικό περίγραμμα και το πραγματικό περιεχόμενο της ομοσπονδίας.
Ωστόσο, τόσο το συμφωνημένο περίγραμμα όσο και το επιδιωκόμενο περιεχόμενο της ομοσπονδίας είναι σαφώς προσδιορισμένα και υιοθετημένα από όλες ανεξαιρέτως τις εκλεγμένες Κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας από το 1974 και εντεύθεν, οι οποίες καλύπτουν το σύνολο του πολιτικού φάσματος.
Αφενός, το περίγραμμα της ομοσπονδιακής λύσης προσδιορίζεται σαφώς στις Συμφωνίες που έχουν συνομολογηθεί μεταξύ των δύο πλευρών, στα σχετικά Ψηφίσματα που έχουν εγκριθεί από τη Γενική Συνέλευση και το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και στις εκάστοτε Εκθέσεις που έχουν υποβληθεί από τον Γενικό Γραμματέα των Ηνωμένων Εθνών.
Αφετέρου, τα χαρακτηριστικά του περιεχομένου της ομοσπονδιακής λύσης που επιδιώκει η Ελληνοκυπριακή πλευρά είναι σαφώς προσδιορισμένα μέσα από τις σχετικές ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου, και στη βάση αυτών επιδιώκεται η εξεύρεση συμφωνίας για την επίλυση του Κυπριακού.
Το περίγραμμα της ομοσπονδίας
Η Συμφωνία Μακαρίου – Ντενκτάς του 1977 προνοεί ότι το ζητούμενο των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού είναι «μια ανεξάρτητη, αδέσμευτη δικοινοτική ομόσπονδη Δημοκρατία» (Άρθρο 1), όπου «το έδαφος υπό τη διοίκηση της κάθε κοινότητας πρέπει να συζητηθεί υπό το φως της οικονομικής βιωσιμότητας ή παραγωγικότητας και της ιδιοκτησίας γης» (Άρθρο 2). Σημειώνεται ότι «θέματα αρχών όπως η ελευθερία διακίνησης, ελευθερία εγκατάστασης, το δικαίωμα περιουσίας και άλλα εξειδικευμένα ζητήματα, είναι ανοικτά για συζήτηση, λαμβάνοντας υπόψη τη θεμελιώδη βάση ενός δικοινοτικού ομοσπονδιακού συστήματος και ορισμένες πρακτικές δυσκολίες, οι οποίες μπορεί να προκύψουν για την τουρκοκυπριακή κοινότητα» (Άρθρο 3), ενώ υπογραμμίζεται ότι «οι εξουσίες και αρμοδιότητες της κεντρικής ομοσπονδιακής κυβέρνησης θα είναι τέτοιες, ώστε να διασφαλίζουν την ενότητα της χώρας λαμβανομένου υπόψη και του δικοινοτικού χαρακτήρα του κράτους» (Άρθρο 4).
Σημειώνεται ότι στη βάση της ανωτέρω Συμφωνίας, στις 17 Φεβρουαρίου 1977, το Εθνικό Συμβούλιο υιοθέτησε την ύπαρξη δύο περιοχών η κάθε μία από τις οποίες θα διοικείται από μια Κοινότητα και αποφάσισε την ετοιμασία χάρτη, ο οποίος θα αποτύπωνε την εδαφική κατανομή μεταξύ των δύο Κοινοτήτων, για την κατάληξη σε λύση Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας. Ο χάρτης που ετοιμάστηκε τότε, προνοούσε τον έλεγχο του 19,7% του εδάφους από την Τουρκοκυπριακή Κοινότητα και του υπόλοιπου ποσοστού από την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα, και υποβλήθηκε ως πρόταση που διαμορφώθηκε από το Εθνικό Συμβούλιο στις 31 Μαρτίου 1977, στα πλαίσια των συνομιλιών της Βιέννης.
Επιπρόσθετα, η Συμφωνία Κυπριανού – Ντενκτάς του 1979 προνοεί σχετικά με την ομοσπονδία ότι «η βάση των συνομιλιών θα είναι οι κατευθυντήριες γραμμές Μακαρίου-Ντενκτάς της 12ης Φεβρουαρίου 1977 και τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών που είναι σχετικά με το κυπριακό πρόβλημα» (Άρθρο 2), ότι «πρέπει να υπάρχει σεβασμός για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες όλων των πολιτών της Δημοκρατίας» (Άρθρο 3) και ότι «οι συνομιλίες θα καλύψουν όλες τις εδαφικές και συνταγματικές πτυχές» (Άρθρο 4).
Πιο πρόσφατη είναι η Συμφωνία Παπαδόπουλου – Ταλάτ της 8ης Ιουλίου του 2006, η οποία προνοεί σχετικά με την ομοσπονδία ότι οι δύο πλευρές αναλαμβάνουν «δέσμευση για την επανένωση της Κύπρου με βάση μια διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία και πολιτική ισότητα, όπως καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας» (Άρθρο 1).
Σε διεθνές επίπεδο, η Διζωνική Δικοινοτική Ομοσπονδία αποτελεί το προφανές και αυτονόητο πλαίσιο επίλυσης του Κυπριακού. Το Ψήφισμα 649/1990 του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών επαναβεβαιώνει την υποστήριξή «προς τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 μεταξύ των ηγετών των δύο κοινοτήτων, στις οποίες δεσμεύτηκαν να εγκαθιδρύσουν μια δικοινοτική Oμόσπονδη Δημοκρατία της Kύπρου, η οποία θα κατοχυρώνει την ανεξαρτησία, κυριαρχία, εδαφική ακεραιότητα και το αδέσμευτό της και θα αποκλείει ένωση ολόκληρου ή μέρους του εδάφους της με οποιαδήποτε άλλη χώρα και οποιαδήποτε μορφή διχοτόμησης ή απόσχισης» (Άρθρο 1). Ακόμη, το Συμβούλιο Ασφαλείας «καλεί τους ηγέτες των δυο κοινοτήτων να συνεχίσουν τις προσπάθειές τους για να επιτύχουν ελεύθερα μια αμοιβαία αποδεκτή λύση που να προνοεί για την εγκαθίδρυση ομοσπονδίας, η οποία θα είναι δικοινοτική όσον αφορά τις συνταγματικές πτυχές και διζωνική όσον αφορά τις εδαφικές πτυχές, σύμφωνα με το παρόν ψήφισμα και τις συμφωνίες υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979». Αντίστοιχες αναφορές περιλαμβάνονται στο Ψήφισμα 716/1991, στο Ψήφισμα 750/1992, καθώς και σε επόμενα Ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας και σε Εκθέσεις του ΓΓ του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Το επιδιωκόμενο περιεχόμενο της ομοσπονδίας
Στα πλαίσια των διαπραγματεύσεων για την επίλυση του Κυπριακού, η Ελληνοκυπριακή πλευρά έχει καταθέσει διαχρονικά σωρεία προτάσεων που εκφράζουν συγκεκριμένες θέσεις αναφορικά με το επιδιωκόμενο περιεχόμενο της ομοσπονδίας, αρκετές από τις οποίες αποτελούν σημεία συγκλίσεων με την Τουρκοκυπριακή πλευρά. Παρόλο που η συνέχεια στη διακυβέρνηση του κράτους συνεπάγεται την συνέπεια στις θέσεις που κατατίθενται στις συνομιλίες, παρατίθενται ακολούθως ως ενδεικτικά σημεία αναφοράς σχετικά με το επιδιωκόμενο περιεχόμενο της ομοσπονδίας δύο ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου, που έχουν εγκριθεί από όλες τις πολιτικές δυνάμεις.
Το Εθνικό Συμβούλιο, στις 30 Ιανουαρίου 1989, αποφάσισε ομόφωνα το «Πλαίσιο προτάσεων για Ομοσπονδιακή λύση του Κυπριακού», όπου αναφέρεται ότι «σκοπός της λύσης θα είναι η εγκαθίδρυση μιας ανεξάρτητης, κυρίαρχης, εδαφικά ακέραιης, αδέσμευτης Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας». Το Πλαίσιο Προτάσεων καλύπτει ένα εκτενές εύρος των πτυχών της λύσης του Κυπριακού και είναι δομημένο στα ανάλογα κεφάλαια: «Αποστρατικοποίηση και Ασφάλεια», «Η Προστασία Των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων περιλαμβανομένων των τριών ελευθεριών», «Εγγυήσεις», «Εδαφική Πτυχή» και «Συνταγματικές Διευθετήσεις». Στο τελευταίο κεφάλαιο γίνονται αναλυτικότερες αναφορές σε σχέση με συνταγματικά ζητήματα που αφορούν την κατανομή των διαφόρων αρμοδιοτήτων, στα αντίστοιχα υποκεφάλαια: «Περιφέρειες», «Ομοσπονδιακή Εκτελεστική Εξουσία», «Ομοσπονδιακή και Νομοθετική Εξουσία», «Εξουσίες και Αρμοδιότητες των Ομοσπονδιακών Οργάνων και των Περιφερειών», «Ομοσπονδιακή Δικαστική Εξουσία» και «Οικονομικά Θέματα».
Πέρα από αυτά, το Εθνικό Συμβούλιο κατέληξε σε ομόφωνες αποφάσεις αναφορικά με το επιδιωκόμενο περιεχόμενο της ομοσπονδίας στις 18 Σεπτεμβρίου 2009, σύμφωνα με τις οποίες «επαναβεβαιώνει την εμμονή του στην εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης στη βάση των περί Κύπρου ψηφισμάτων του ΟΗΕ και των Συμφωνιών Υψηλού επιπέδου του 1977 και 1979 για διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία με πολιτική ισότητα, όπως αυτή καθορίζεται στα σχετικά ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ, λύση που θα πρέπει να επιτυγχάνει την ενότητα του χώρου, του λαού, των θεσμών και της οικονομίας». Παράλληλα τονίζεται ότι «η λύση πρέπει να προνοεί την αποχώρηση των τουρκικών κατοχικών στρατευμάτων και των εποίκων, με τον τελικό στόχο να είναι η αποστρατικοποίηση της Κύπρου με την απομάκρυνση και των Βρετανικών Βάσεων», ότι «θα πρέπει να υπάρξει αποκατάσταση της κυριαρχίας, ανεξαρτησίας, εδαφικής ακεραιότητας και ενότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας» και ότι «στην ενωμένη Κυπριακή Δημοκρατία, κράτος μέλος της ΕΕ, δεν νοούνται εγγυητές και εγγυήσεις».
Συνέπεια και συνέχεια χωρίς παλινδρομήσεις
Η κατάληξη σε συμφωνημένη λύση του Κυπριακού Προβλήματος με τη μορφή της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας είναι εκ των πραγμάτων δύσκολη, κυρίως λόγω της αδιάλλακτης και παρελκυστικής στάσης που επιδεικνύεται από την τουρκική πλευρά.
Παράλληλα, η εφαρμογή μιας συμφωνημένης ομοσπονδιακής λύσης συνεπάγεται πολυεπίπεδες προκλήσεις που πρέπει να τύχουν της κατάλληλης διαχείρισης ώστε να μην οδηγήσουν σε αδιέξοδα και σε περιπέτειες.
Παρ’ όλα αυτά, η αντικατάσταση της ομοσπονδίας από μια «διεκδικητικότερη» θέση θα αύξανε τις πιθανότητες για την περαιτέρω διαιώνιση του παράνομου κατοχικού στάτους κβο, ενώ η αντικατάσταση της ομοσπονδίας από μια «ρεαλιστικότερη» θέση θα οδηγούσε στη μονιμοποίηση και στη νομιμοποίηση του κατοχικού στάτους κβο.
Επίσης, και οι δύο αυτές επιλογές θα συνιστούσαν πλήγμα στην αξιοπιστία της Κυπριακής Δημοκρατίας, ως του συνεπή συνομιλητή που επιδιώκει την άρση της τουρκικής κατοχής, την απελευθέρωση και την επανένωση της χώρας του, στη βάση ενός συγκεκριμένου πλαισίου το οποίο είναι αποδεκτό, εγκεκριμένο και εμπεδωμένο από τη διεθνή κοινότητα.
Έτσι, η επιδίωξη της επίλυσης του Κυπριακού στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας υπό το συμφωνημένο περίγραμμα και το επιδιωκόμενο περιεχόμενο αποτελεί την θεσμική πολιτική θέση που η πολιτική ηγεσία οφείλει να υποστηρίζει με συνέπεια και συνέχεια, χωρίς παλινδρομήσεις και χωρίς αμφιταλαντεύσεις.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου