Η θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων προς επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος αποτελεί την προσδοκία όσων επιθυμούν να δουν την Κύπρο επανενωμένη και απελευθερωμένη, υπό συνθήκες ασφάλειας και ευημερίας.
Ωστόσο, η διαπραγματευτική διαδικασία είναι γεμάτη από σκοπέλους και παγίδες που χρειάζεται να τύχουν της κατάλληλης διαχείρισης ώστε να μην οδηγήσουν σε μοιραία αποτελέσματα. Ακολούθως, παρατίθενται τέσσερις συγκεκριμένες προκλήσεις που μπορούν να καταστούν διαχειρίσιμες, εάν συναξιολογηθούν και συναντιμετωπιστούν κατάλληλα.
Η πρώτη πρόκληση αφορά το αδιέξοδο που ενδεχομένως να σημειωθεί στη συζήτηση των εκκρεμούντων κεφαλαίων. Το ενδεχόμενο αδιέξοδο μετά από εκτενείς διαπραγματεύσεις που οδηγούνται στην κορύφωση της τελικής φάσης, θα σημάνει την αδυναμία κατάληξης σε συμφωνία και θα δημιουργήσει σοβαρές προϋποθέσεις για μονιμοποίηση της διχοτόμησης ως αποτέλεσμα ενός άλυτου πλέον προβλήματος. Για την αποφυγή αυτού του ρίσκου, που ήδη διαφαίνεται στο κεφάλαιο της ασφάλειας, χρειάζεται σωστή αξιολόγηση των προοπτικών κατάληξης σε συμφωνία πριν από κάθε επόμενο βήμα, περαιτέρω εμβάθυνση στα κεφάλαια όπου διαπιστώνονται συγκλίσεις και συνέχιση της διαδικασίας των διαπραγματεύσεων παρά τις δυσκολίες που αναφύονται.
Η δεύτερη πρόκληση αφορά την αμφισημία που ενδεχομένως να χαρακτηρίζει το περιεχόμενο μιας συμφωνημένης λύσης. Η ενδεχόμενη αμφισημία θα επηρεάσει αρνητικά την τοποθέτηση των πολιτών σε περίπτωση δημοψηφισμάτων, επειδή οι ηγέτες της κάθε πλευράς θα παρουσιάζουν ορισμένες πρόνοιες έτσι ώστε να είναι πιο ελκυστικές προς τη δική τους κοινότητα, με τρόπο που ο ένας θα αναιρεί τον άλλο, δημιουργώντας εκατέρωθεν ανασφάλεια και αμφιβολίες. Για την αποφυγή αυτού του ρίσκου, που ήδη διαφαίνεται χαρακτηριστικά στο θέμα των τεσσάρων ελευθεριών, χρειάζεται προσήλωση στην επίτευξη συγκλίσεων οι οποίες να μην είναι εποικοδομητικά ασαφείς αλλά σαφώς προσδιορισμένες και κοινά αποδεκτές, έτσι ώστε οι ηγέτες των δύο πλευρών να μπορούν να τις παρουσιάσουν με ειλικρίνεια και αμοιβαιότητα στο σύνολο του κυπριακού λαού.
Η τρίτη πρόκληση αφορά τη διάσταση που ενδεχομένως να προκύψει ανάμεσα στο περιεχόμενο μιας συμφωνημένης λύσης και στη λαϊκή βούληση. Η ενδεχόμενη διάσταση θα καταστήσει πολύ δύσκολη την έγκριση της συμφωνημένης λύσης σε μια δημοψηφισματική διαδικασία επειδή η αφετηριακή αρνητική προσέγγιση θα είναι πολύ μεγάλη για να μπορεί να διαφοροποιηθεί κατά την προεκλογική περίοδο, και θα αυξήσει σοβαρά τις πιθανότητες μιας αποτυχίας για την οποία η ευθύνη θα έχει μεταφερθεί από τους ηγέτες στους πολίτες, με τα ανάλογα αποτελέσματα. Για την αποφυγή αυτού του ρίσκου, που ήδη διαφαίνεται για κάποια ζητήματα όπως αυτό της εκ περιτροπής προεδρίας, χρειάζεται αντικειμενική αξιολόγηση των πραγματικών προσδοκιών και προθέσεων των πολιτών που θα κληθούν να εγκρίνουν ή να απορρίψουν μια συμφωνημένη λύση, χωρίς να υπερεκτιμούνται οι δυνατότητες της πειθούς των ηγετών, οι πιέσεις που θα ασκηθούν και οι ελπίδες που θα καλλιεργηθούν.
Η τέταρτη πρόκληση αφορά την ανετοιμότητα που ενδεχομένως να διαπιστωθεί σε σχέση με τις δυνατότητες εφαρμογής της λύσης μετά από την έγκρισή της. Η ενδεχόμενη ανετοιμότητα εφαρμογής θα γίνει αντιληπτή τόσο προδημοψηφισματικά επηρεάζοντας αρνητικά το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος όσο και μεταδημοψηφισματικά επηρεάζοντας αρνητικά τη λειτουργία του ομόσπονδου κράτους και προκαλώντας αποσταθεροποίηση. Για την αποφυγή αυτού του ρίσκου, που ήδη διαφαίνεται σε σειρά πρακτικών θεμάτων που δεν φαίνεται να έχουν συζητηθεί επαρκώς όπως η διαδικασία μεταστέγασης χρηστών περιουσιών και η άσκηση της δημόσιας διοίκησης, χρειάζεται καλύτερη προετοιμασία. Δηλαδή, χρειάζεται επικέντρωση στην προετοιμασία πρακτικής εφαρμογής της κάθε σύγκλισης που επιτυγχάνεται και ανάλογος προσδιορισμός του χρόνου που απαιτείται να μεσολαβήσει μεταξύ της κατάληξης σε συμφωνία και της υποβολής της σε δημοψηφίσματα, που θα είναι χρήσιμο να είναι αρκετά εκτενέστερος από όσο προς το παρόν αναφέρεται, ώστε η λύση να είναι πραγματικά έτοιμη για άμεση εφαρμογή.
Σύντομα θα διαφανεί εάν οι σημερινές πολιτικές συνθήκες είναι κατάλληλες για την εξεύρεση μιας συμφωνημένης λύσης, που να μπορεί να εγκριθεί από τον κυπριακό λαό και να εφαρμοστεί με αποτελεσματικό τρόπο. Η απευκταία αποτυχία της τρέχουσας διαπραγματευτικής διαδικασίας θα είναι ζημιογόνα για την Κύπρο και τους πολίτες της, έτσι τα ρίσκα που συνηγορούν προς αυτή την κατεύθυνση πρέπει να σταθμιστούν ορθολογικά και χωρίς συναισθηματισμούς, ώστε να μπορέσουν να αποφευχθούν. Οι προκλήσεις του ενδεχόμενου ναυαγίου, της αμφίσημης συμφωνίας, της διάστασης με τη λαϊκή βούληση και της ανετοιμότητας εφαρμογής της λύσης θα είναι διαχειρίσιμες εάν η πολιτική ηγεσία τις προσεγγίσει ως προκλήσεις και εφόσον τις διαχειριστεί ως τέτοιες.
Γράφει: Γιάννης Παναγιώτου