Η κοινωνία μας εμφανίζεται σήμερα βαθιά διχασμένη. Ο δημόσιος διάλογος για την πόλωση συχνά υιοθετεί μια έντονα συγκρουσιακή προσέγγιση, περιγράφοντας το πρόβλημα ως αξεπέραστο. Αυτή η "πολεμική" ρητορική δημιουργεί έναν διαχωρισμό ανάμεσα σε "εμάς" και "αυτούς", εμποδίζοντας την ουσιαστική συζήτηση και την εξεύρεση λύσεων.
Αυτό γίνεται ιδιαίτερα αισθητό στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται όσοι εκφράζουν δυσπιστία προς τους θεσμούς. Χαρακτηρισμοί όπως "φασίστες", "ψεκασμένοι", "ηλίθιοι" και "αμόρφωτοι" αντανακλούν μια αντίληψη που θεωρεί πως "οι άλλοι": (1) αδυνατούν να κατανοήσουν την πραγματικότητα και τα επιστημονικά δεδομένα, (2) επηρεάζονται από γνωστικές προκαταλήψεις (π.χ. ψάχνουν μόνο για στοιχεία που επιβεβαιώνουν τις απόψεις τους ενώ αγνοούν οτιδήποτε είναι αντίθετο) και (3) είναι εχθροί του συστήματος. Μια τέτοια προσέγγιση επιρρίπτει αποκλειστικά την ευθύνη στον μέσο πολίτη, τον οποίο και στοχοποιεί ως το πρόβλημα (ή ακόμα και ως τον πραγματικό εχθρό), παραβλέποντας τον ρόλο που διαδραματίζουμε εμείς, οι "υπερασπιστές των ηθικών αξιών, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της επιστήμης" στη διαμόρφωση αυτής της διχαστικής κατάστασης.
Ωστόσο, υπάρχει και μια εναλλακτική οπτική, η οποία τοποθετεί το ζήτημα της έλλειψης εμπιστοσύνης στους θεσμούς στον πυρήνα αυτού του διχασμού. Για παράδειγμα, έρευνα που διεξήγαμε κατά τη διάρκεια της πανδημίας, κατέδειξε την άμεση συσχέτιση μεταξύ της εμπιστοσύνης στους θεσμούς και της αποδοχής των εμβολίων (Σημείωση 1). Τέτοια ευρήματα δεν αποτελούν απλώς στατιστικά στοιχεία, αλλά προσφέρουν σημαντικές ενδείξεις για τη βαθύτερη κατανόηση των σύγχρονων πολιτικών τάσεων και μετασχηματισμών της κοινωνίας σε παγκόσμιο επίπεδο. Όπως η δυσπιστία προς το σύστημα οδήγησε σε διστακτικότητα απέναντι στον εμβολιασμό, έτσι και στην πολιτική σφαίρα, η ίδια δυσπιστία μπορεί να εκφραστεί με την προτίμηση σε ηγέτες που αυτοπροβάλλονται ως αντισυστημικοί και εκφραστές μιας εναλλακτικής αλήθειας. Μιας αλήθειας που αντιτίθεται στη φιλελεύθερη δημοκρατία και τις αξίες που πρεσβεύει.
Σε μια εποχή που η πληροφορία κινείται με μεγάλη ταχύτητα και η πολιτική συχνά μοιάζει με θεατρική παράσταση, ο Ντόναλντ Τραμπ έχει καταφέρει να γίνει ο απόλυτος «σκηνοθέτης» του είδους. Η συζήτησή του με τον Ζελένσκι στο Οβάλ Γραφείο πριν μερικές μέρες, όπου ο πρόεδρος των ΗΠΑ έδειχνε να εκφοβίζει δημόσια τον Ουκρανό ηγέτη, δεν ήταν απλώς μια διπλωματική συνάντηση ή διαπραγμάτευση. Ήταν μαζί και ένα μάθημα επικοινωνίας για το πώς η πολιτική μπορεί να μετατραπεί σε ριάλιτι σόου, όπου η θεαματικότητα χτίζει εμπιστοσύνη —και η εμπιστοσύνη που κερδίζει μεταφράζεται σε πολιτική ισχύ.
Η ικανότητα του Τραμπ να παίζει με τις κάμερες δεν είναι τυχαία. Αντί να κρύβεται πίσω από «επίσημες» δηλώσεις, επιλέγει να παρουσιάζει ακόμα και τα άσχημα με ωμό τρόπο. Όταν οι πολιτικοί της παλιάς σχολής προσπαθούν να ελέγξουν κάθε λέξη, αυτός αφήνει τις συγκρούσεις να εκτυλίσσονται δημόσια. Σε πολλούς, αυτή η «ανοικτοσύνη» δίνει την ψευδαίσθηση ότι «δεν έχει να κρύψει τίποτα». Και σε έναν κόσμο όπου επικρατεί η αντισυστημικότητα, που κατηγορεί το σύστημα για υποκρισία, η ειλικρίνεια —ή τουλάχιστον η θεατρική της εκδοχή— γίνεται το νόμισμα για απόκτηση εμπιστοσύνης και πολιτικής ισχύος.
Ο Τραμπ δεν εφηύρε το παιχνίδι, αλλά το παίζει καλύτερα από οποιονδήποτε. Στις δεκαετίες του ’60 και ’80, πολιτικοί όπως ο Κένεντι και ο Ρήγκαν έγραφαν ιστορία μέσω της τηλεόρασης, ελέγχοντας προσεκτικά την εικόνα τους. Στη ψηφιακή εποχή, όμως, οι κανόνες άλλαξαν. Τα κοινωνικά δίκτυα ανταμείβουν το δράμα, όχι τη διακριτικότητα. Τα οικονομικά κέρδη και οι αλγόριθμοι των κοινωνικών δικτύων τρέφονται από τις συναισθηματικές μας αντιδράσεις, και ο Τραμπ έδειξε ότι το κατανοεί αυτό από την πρώτη στιγμή: «Όσο πιο πολύ με μισούν, τόσο πιο πολύ με βλέπουν».
Η συμπεριφορά του λοιπόν απέναντι στον Ζελένσκι είναι χαρακτηριστική. Με το να αφήσει μια επίσημη διπλωματική συνάντηση να μετατραπεί σε καβγά, έδωσε στο κοινό την αίσθηση ότι «βλέπει πίσω από τις κλειστές πόρτες». Για τους υποστηρικτές του, αυτό δεν ήταν εκφοβισμός —ήταν απόδειξη ότι «παλεύει» για αυτούς, χωρίς πολιτική ορθότητα. Ο κόσμος τον εμπιστεύεται όχι επειδή συμφωνεί με τα λεγόμενα ή τις πράξεις του, αλλά επειδή ταυτίζεται μαζί του: «Αν οι Ελίτ τον κράζουν, τότε κάτι σωστό πρέπει να κάνει».
Σε ένα παραδοσιακό πολιτικό περιβάλλον, οι ατέλειες είναι ευάλωτο σημείο. Για τον Τραμπ, όμως, στο σύγχρονο περιβάλλον έχουν γίνει το όπλο του. Όταν κατηγορείται για ψέματα ή αισχρότητες, η απάντησή του είναι πάντα η ίδια: «Έχω κάνει τα πάντα. Τι μου λέτε τώρα;». Αυτός ο κυνισμός τον καθιστά ανίκητο στο γήπεδο των κοινωνικών δικτύων και στο παιχνίδι των αλγορίθμων. Ενώ άλλοι πολιτικοί τρομοκρατούνται από σκάνδαλα, αυτός τα μετατρέπει σε περιεχόμενο για engagement.
Ο Τραμπ λοιπόν, δεν είναι απλώς ένας ακόμη πολιτικός. Είναι ένας καθηγητής που δείχνει πώς η σύγχρονη πολιτική επικοινωνία λειτουργεί στον κόσμο των κοινωνικών δικτύων. Η στρατηγική του βασίζεται σε τουλάχιστον δύο πυλώνες:
- Η πολιτική είναι πλέον ψυχαγωγία: Όπως τα ριάλιτι, που δίνουν την ψευδαίσθηση συμμετοχής, έτσι και ο Τραμπ άφησε τη συνάντηση με τον Ζελένσκι αν εξελιχθεί σε ένα επεισόδιο που «σχολιάζει» ο κόσμος. Και ο κόσμος που δεν εμπιστεύεται το σύστημα θα εκτιμήσει την πόρτα που του άνοιξε ο Τραμπ αφού έτσι νιώθει πως κατανοεί τι πραγματικά συμβαίνει και αισθάνεται μέρος της δράσης. Κερδίζει πόντους στην εμπιστοσύνη που είναι ο βασικός άξονας της σύγχρονης πόλωσης και διχασμού.
- Το εχθρικό αφήγημα δεν κάνει ζημιά, είναι όπλο: Όταν το σύστημα τον αποκαλεί «ακραίο», αυτός ενισχύει το αφήγημα του «αντισυστημικού στασιαστή», δημιουργώντας πιστούς —όχι απλώς ψηφοφόρους.
Η εμπιστοσύνη που του έχει μια μερίδα του κόσμου δεν προέρχεται από την ηθική του υπεροχή, αλλά από την αποστασιοποίηση του από το σύστημα. Σε έναν κόσμο που οι θεσμοί θεωρούνται ανίκανοι ή διεφθαρμένοι, ο Τραμπ δείχνει ότι η «νίκη» ανήκει σε αυτόν που ελέγχει το χάος —όχι σε αυτόν που προσπαθεί να το διαχειριστεί (όπως αποτυχημένα προσπάθησε ο Τζο Μπάιντεν).
Και έτσι, ενώ οι αντίπαλοι του τον αποκαλούν επικίνδυνο, ο «Καθηγητής Τραμπ» συνεχίζει να γράφει το εγχειρίδιο. Το μόνο σίγουρο; Στο μάθημα της σύγχρονης επικοινωνίας, το θέαμα κερδίζει την αλήθεια —και αυτό είναι ένα μάθημα που όλοι παρακολουθούμε, είτε μας αρέσει, είτε όχι.
Σημείωση 1. https://nkonstantinou.com/publication/konstantinou-ejpo-2021/Konstantinou-EJPO-2021.pdf
Σημείωση 2. Σε καμία περίπτωση δεν υποστηρίζω ότι ο Τραμπ δεν εννοεί ή δεν πιστεύει αυτά που λέει. Αντίθετα, νομίζω πως ο Τραμπ, το κύμα MAGA και η anti-woke ατζέντα, έχουν πολλά κοινά με την ιδεολογία των ηγετών που ο Τραμπ θαυμάζει (π.χ. Πούτιν, Σι Τζινπίνγκ, Ερτογάν, Όρμπαν). Για παράδειγμα, η βασική ανησυχία του Πούτιν σε σχέση με την Ουκρανία δεν είναι η είσοδος της στο ΝΑΤΟ. Η βασική του ανησυχία είναι η άνοδος του δυτικού φιλελεύθερου πολιτισμού και των ιδεών του (πολυπολιτισμικότητα, φιλελεύθερη ιδεολογία των φύλων, η ιδέα της ρευστότητας των φύλων, κλπ). Αυτό ίσως να εξηγεί την επίθεση του Τραμπ κατά της παγκοσμιοποίησης.
(*) Αναπληρωτής Καθηγητής Γνωστικής Νευροεπιστήμης
Τμημα Επιστημων Αποκαταστασης
ΤΕΠΑΚ