Οι σημερινές συνθήκες που επικρατούν στην Κύπρο και στην ευρύτερη περιοχή, καθώς και η διακοπή των συνομιλιών των δύο κοινοτήτων, με σκοπό την επίλυση του Κυπριακού Προβλήματος, δημιουργούν εύλογα ερωτήματα για τις πιθανότητες και τις δυνατότητες αρμονικής και ειρηνικής συμβίωσης κάτω από ένα κοινό κράτος. Το CyDebates επικοινώνησε με 8 Κύπριους και τους κάλεσε σε διάλογο.
Δεύτερο CyDebate με θέμα:
Η συμβίωση Ε/Κ και Τ/Κ κάτω από τις σημερινές συνθήκες
- Θεωρείτε ότι είναι πραγματικά δυνατόν να έχουμε κοινό κράτος με τους Τ/Κ;
- Μπορούμε πραγματικά να συνεργαστούμε εποικοδομητικά υπό συνθήκες αμοιβαίου σεβασμού και εμπιστοσύνης;
- Οι δύο κοινωνίες έχουν τους μηχανισμούς για να αφομοιώσουν τη συνεργασία στο επίπεδο των θεσμών του κράτους και να την καθοδηγήσουν για να αναπτυχθεί μακριά από τα προβλήματα του παρελθόντος;
Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, Καθηγητής Τουρκικών Σπουδών, Πανεπιστημίο Κύπρου
Türkçe versiyonu / Τούρκικη έκδοση
Εάν αναλύσουμε βαθιά το Κυπριακό πρόβλημα τότε βλέπουμε ότι η δημιουργία ενός κοινού κράτους δεν είναι μόνο εφικτή, αλλά πάνω από όλα είναι αναγκαία. Το Κυπριακό πρόβλημα, το οποίο συνεχίζεται από τις 21 Δεκεμβρίου του 1963 μέχρι και σήμερα, επηρεάζει άμεσα τη καθημερινότητα των κοινοτήτων. Και οι δύο κοινότητες ζουν σε καταστάσεις, οι οποίες δε φέρουν καμιά διασφάλιση για το μέλλον. Από τη μια πλευρά υπάρχει η Κυπριακή Δημοκρατία, η οποία ουσιαστικά διοικείται από τους Ελληνοκύπριους και από την άλλη υπάρχει ένα κομμάτι γης που διοικείται από τους Τουρκοκύπριους. Αυτές οι δύο καταστάσεις είναι στραμμένες η μία στην άλλη ως έτοιμα προς εκπυρσοκρότηση όπλα. Για αυτό το λόγο οι άνθρωποι που ζουν στο νησί, διαβιούν σε συνθήκες αστάθειας και ανασφάλειας. Καμιάς πλευράς η δύναμη δεν αρκεί για να επιβάλει το οποιοδήποτε στάτους. Οι Ελληνοκύπριοι δεν μπορούν να κατακτήσουν τα βόρεια εδάφη της Κύπρου με τη δύναμη των όπλων. Οι Τουρκοκύπριοι δεν μπορούν να αποκτήσουν μια νόμιμη κρατική εξουσία. Ο μοναδικός δρόμος εξόδου από αυτή την κατάσταση είναι η συνάντηση γύρω από την ιδέα του ομοσπονδιακού κράτους.
Μπορούν βεβαίως να υπάρξουν δυσκολίες στη λειτουργία των θεσμών του κοινού ομοσπονδιακού κράτους. Λόγω του ότι Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριου δε συμμετέχουν σε κοινούς θεσμούς βασισμένους στη συναίνεση, αρχικά μεταξύ των ομοσπονδιακών θεσμών, αλλά και των συνειδήσεων που θα τους διοικούν θα υπάρξει μια απόσταση. Όμως εκκινώντας από την πραγματικότητα του ότι η Ομοσπονδιακή Κύπρος θα είναι μέλος της Ε.Ε, μπορούμε να υπολογίσουμε ότι θα έχουμε τη βοήθεια της σε πιθανές δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουμε. Επιπρόσθετα, ακόμα μια πραγματικότητα είναι οι παρόμοιες κουλτούρες Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Και αυτός είναι ένας ακόμα παράγοντας διευκόλυνσης στο να φτάσουμε σε συμβιβασμό.
Γιαννάκης Ομήρου, Πρόεδρος της Βουλής και Πρόεδρος Κ.Σ. ΕΔΕΚ
- Με τους Τ/Κ ζήσαμε για αιώνες στις ίδιες πόλεις και στα ίδια χωριά σε συνθήκες αρμονίας και ειρηνικής συνύπαρξης. Συνεπώς και βέβαια μπορούμε να έχουμε κοινό κράτος με τους Τ/Κ υπό την προϋπόθεση ότι θα είναι ένα κράτος δημοκρατικό στο οποίο θα υπάρχει πλήρης σεβασμός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών, στο οποίο θα εφαρμόζεται η αρχή «ένας άνθρωπος μία ψήφος» και όπου δεν θα επιβάλλονται ρατσιστικοί και φυλετικοί διαχωρισμοί η στο οποίο η μειοψηφία θα επιβάλλει τη θέληση της στην πλειοψηφία.
- Ο αμοιβαίος σεβασμός και η εμπιστοσύνη θα οικοδομηθούν στη βάση της δημοκρατικής λειτουργίας του πολιτεύματος και της χωρίς διακρίσεις εφαρμογή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών.
- Η απάντηση είναι και πάλι η ίδια. Ο αλληλοσεβασμός και η συνεργασία θα εμπεδωθούν αν όλοι οι νόμιμοι κάτοικοι της Κύπρου αισθάνονται ότι απολαμβάνουν των ίδιων δικαιωμάτων, χωρίς διακρίσεις. Αν απομακρυνθούν οι έποικοι, αποσυρθούν τα κατοχικά στρατεύματα και καταργηθούν οι αναχρονιστικές εγγυήσεις του 1960.
Ανδρέας Δημητρίου, Πρόεδρος Ερευνητικού Ιδρύματος Πανεπιστήμιου Λευκωσίας, Πρώην Υπουργός Παιδείας.
Θεωρητικά η συμβίωση και η εποικοδομητική συνεργασία των δύο κοινοτήτων στα πλαίσια ενός κοινού κράτους είναι δυνατή. Θα έλεγα, επίσης, ότι κάπου στο υποσυνείδητο των πολιτών είναι και επιθυμητή. Όμως, πρακτικά, είναι πολύ δύσκολη για τους πιο κάτω λόγους:
- Παρά τις εποικωνιακού τύπου διακηρύξεις περί του ότι οι δύο κοινότητες ζούσαν πάντα μαζί και δεν έχουν τίποτε να χωρίσουν, οι κοινότητες δεν έχουν κουλτούρα συνεργασίας, γιατί ποτέ δεν συνεργάστηκαν υπό συνθήκες αυτονομίας. Όταν αυτό επιχειρήθηκε το 1960, διήρκεσε μόλις τρία χρόνια με ευθύνη και των δύο κοινοτήτων.
- Οι πολιτικές ηγεσίες και στις δύο κοινότητες ουδέποτε επιχείρησαν να αναπτύξουν την κουλτούρα συνεργασίας. Στην πραγματικότητα επένδυσαν στην κουλτούρα της σύγκρουσης και του διαχωρισμού επί δεκαετίες. Οι καρποί της πολιτικής αυτής είναι βαθειά ριζωμένοι και δεν αλλάζουν εύκολα. Κάθε φορά που επιχειρήθηκε, η αλλαγή αυτή λιδωρήθηκε έντονα και ανατράπηκε εύκολα σε μικρό χρόνο.
- Οι ιστορικές και στρατηγικές διαφορές της Ελλάδας και της Τουρκίας είναι πολύ μεγάλες για να επιτρέψουν τη συνεργασία των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Το τι συμβαίνει σήμερα στην ΑΟΖ της Κύπρου και περί αυτήν καταμαρτηρεί του λόγου το αληθές. Η Τουρκία επιχειρεί μια νεο-οθωμανική, εκτός εποχής παλλινόρθωση, που έχει σαν πρώτο θύμα της τη συνεργασία των δύο κοινοτήτων στην Κύπρο. Εμείς αδυνατούμε να στείλουμε πειστικό μήνυμα προς τους Τουρκοκύπριους ότι τα συμφέροντά τους είναι εδώ και όχι στην Τουρκία.
Εν κατακλείδι, δεν είμαι αισιόδοξος, γιατί ηγεσίες και κοινωνίες, ένθεν και ένθεν, μοιραίες και άβουλες, βολεύονται στην πολιτική του ψυχρού πολέμου που ενίοτε θερμαίνεται, ανακυκλώνοντας τη δυστυχία αυτής της γειτονίας.
Αν μπορεί να αλλάξει αυτή η κατάσταση για να δούμε αύριο ένα κράτος πρότυπο που να δείχνει το δρόμο που η ιστορία πρέπει να πάρει αντί να την ακολουθεί ως ουραγός και θύμα της; Σίγουρα μπορούμε αλλά, για να το πετύχουμε, όλοι πρέπει να σηκωθούμε πολύ ψηλά. Το θέλουμε; Αν δεν το θέλουμε ή δεν το μπορούμε, η διχοτόμηση είναι προ των πυλών.
Χαρά Ζυμαρά, Σύμβουλος Επικοινωνίας
Όπως συμπεραίνεται μέσα από την ιστορία του 21ου αιώνα, η θεμελίωση ενός κράτους στην κυριαρχία μιας πλειοψηφούσας κοινωνικής ομάδας επί μειοψηφούντων ομάδων είναι καταδικασμένη σε αποτυχία. Γι’ αυτό και η ΔΔΟ, αν και πολλώς ερμηνευόμενη, αποτελεί την ιδανικότερη μορφή θεσμικής συνεργασίας μεταξύ των δύο μεγαλύτερων κοινοτήτων της Κύπρου, με στόχο την πλήρη αξιοποίηση του κοινωνικού, πολιτικού και πλουτοπαραγωγικού τους κεφαλαίου προς κοινό όφελος.
Ακόμα και σε αυτό το πλαίσιο, ωστόσο, αν οι θεσμικές δομές δεν παραχωρήσουν χώρο για μετασχηματισμό της κοινωνίας που γαλουχεύει ρατσιστικές ιδέες και βία, η ουσιαστική επίλυση του προβλήματος θα εξακολουθήσει να εκκρεμεί. Η πολιτική διευθέτηση, με άλλα λόγια, χρειάζεται να εφαρμοστεί σε συνδυασμό με μέτρα που στόχο θα έχουν την καλλιέργεια μιας “Κουλτούρας Ειρήνης”. Στη βάση αυτού, η ελληνοκυπριακή κοινότητα θα έπρεπε ήδη να είχε εφαρμόσει πολιτικές οικοδόμησης εμπιστοσύνης στη λαϊκή της βάση, με πιο αναγκαία την πολιτική απενοχοποίησης του “περάσματος” στην άλλη πλευρά.
Αλλά και σε θεσμικό επίπεδο, για να είναι μια κοινωνία σε θέση να δομεί σχέσεις συνεργασίας τόσο μεταξύ των μελών της, όσο και με μέλη διαφορετικών κοινωνικών καταβολών, χρειάζεται η Παιδεία της να προάγει την ίδια κουλτούρα. Ενώ λοιπόν υπάρχει άπλετος χώρος στην κοινωνική βάση για μετασχηματισμό, τα παρόντα εκπαιδευτικά συστήματα αξιοποιούνται σχεδόν αποκλειστικά για την καλλιέργεια “εχθρών”, αποκλείοντας κάθε πιθανότητα ουσιαστικής λύσης, ασχέτως πολιτικής διευθέτησης.
Λευτέρης Χριστοφόρου, Ευρωβουλευτής Ευρωπαικό Λαικό Κόμμα, ΔΗΣΥ
- Ολες οι ομόφωνες αποφάσεις του Εθνικού Συμβουλίου και οι παλαιότερες του 1989 καθώς και οι νεότερες του 2009 καθορίζουν ως βάση λύσης του προβλήματος τη δημιουργία ομόσπονδου κράτους με ισχυρή κεντρική διοίκηση. Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ευελπιστούμεν στην συνεργασία και τη συνύπαρξη μας με τους Τουρκοκύπριους Η ιστορία του κυπριακού προβλήματος απέδειξε ότι η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος επαφίεται στις προθέσεις της Τουρκίας που δυστυχώς ,μέχρι σήμερα, όλες οι ενέργειες της εμπεριέχουν διχαστικό και διχοτομικό χαρακτήρα.
- Η δική μας πλευρά απέδειξε ότι και επιδιώκει και επιθυμεί πραγματικά την εποικοδομητική συνεργασία Αποδεδειγμένα με πράξεις ειλικρινούς διάθεσης κινηθήκαμε με απόλυτο σεβασμό προς τους Τουρκοκύπριους που δυστυχώς όμως συναντήσαμε τη τουρκική αδιαλλαξία και την άρνηση της Τουρκοκυπριακής ηγεσίας .Η κυπριακή κυβέρνηση παρέχει ήδη πλήρη δικαιώματα προς τους Τουρκοκύπριους ,όπως το σημαντικό προνόμιο να θεωρούνται Ευρωπαίοι πολίτες απολαμβάνοντας μόνο τα θετικά χωρίς να υπόκεινται σε καμμία υποχρέωση. Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη δεν μπορεί να κτίζεται μόνο από τη μία πλευρά.
- Πιστεύω ότι οι Ελληνοκύπριοι είναι έτοιμοι να αφήσουν το παρελθόν στο παρελθόν και να εργασθούν σκληρά για να δημιουργηθεί ένα καινούργιο μέλλον και προοπτική για το τόπο. Εάν, τελικά, όλα τα κατοχικά στρατεύματα και οι έποικοι απομακρυνθούν από το τόπο μας ,Ελληνοκύπριοι και Τουρκοκύπριοι μπορούν να λύσουν τα όποια προβλήματα.
Χρύσης Παντελίδης, Εκτελεστικός Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Τάσσος Παπαδόπουλος
- Ασφαλώς. Μόνο έτσι μπορούμε να διασφαλίσουμε ένα μέλλον ευημερίας και προόδου για όλους μας. Οι ελληνοκύπριοι και οι τουρκοκύπριοι, με αμοιβαίο σεβασμό στην εθνική ταυτότητά τους μπορούν να συνυπάρχουν ως οι νόμιμοι πολίτες ενός κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως είναι σήμερα η Κυπριακή Δημοκρατία και όπως θα είναι η μετεξέλιξή της στην περίπτωση μιας σωστής λύσης.
- Μετά από μια σωστή λύση, είμαι βέβαιος ότι μπορούμε. Και ορθώς αναφερόμαστε σε όρους όπως «σεβασμός» και «εμπιστοσύνη». Αυτοί οι όροι, είναι, ταυτόχρονα, το μέσον για μια συνεργασία αλλά και ο στόχος της. Απαιτείται, επομένως, αμοιβαίος σεβασμός στην εθνική ταυτότητα και σε όσα χαρακτηριστικά είναι διαφορετικά, όπως η γλώσσα και η θρησκεία. Μόνο έτσι μπορεί να οικοδομηθεί, στην πράξη, η αναγκαία εμπιστοσύνη η οποία και θα άρει την καχυποψία ότι η μία κοινότητα θέλει το κακό της άλλης.
- Μία κοινωνία οφείλουμε να συν-δημιουργήσουμε. Την κοινωνία της Κύπρου. Τα προβλήματα του παρελθόντος θα μείνουν στο παρελθόν αν αρθούν οι αδικίες που επέφεραν. Αν δηλαδή αρθεί η τουρκική κατοχή, αν αρθεί η παραβίαση θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων από πλευράς της Τουρκίας, αν αλλάξει η επεκτατική πολιτική της Τουρκίας που στρέφεται ενάντια στα συμφέροντα όλων των κυπρίων, τότε, σίγουρα, τα προβλήματα θα καταστούν παρελθοντικά και θα παραμείνουν έτσι, δίνοντας τη θέση τους σε μια ελεύθερη, δημοκρατική κοινωνία.
Ασίμ Ακανσόι, Μέλος Κεντρικής Επιτροπής Ρεπουμπλικανικού Τουρκικού Κόμματος
Türkçe versiyonu / Τούρκικη έκδοση
Εάν αξιολογήσουμε το στόχο για ένα κοινό κράτος ως ένα πρότζεκτ για την οικοδόμηση ενός νέου κράτους, τότε για να κατανοήσουμε εάν είναι εφικτό και ρεαλιστικό, θα πρέπει να προβληματιστούμε εάν στο πλαίσιο αυτού του στόχου μπορούν να βρουν θετική ανταπόκριση τα οράματα της κοινωνίας αλλά τα οράματα του καθενός από εμάς για το μέλλον. Εάν ατομικά, αλλά και κοινοτικά σήμερα αποδεχθούμε ότι είμαστε αρκετά ελεύθεροι, ασφαλείς, σε ένα σταθερό περιβάλλον ευημερίας, διαβιώντας σε ένα κομμάτι γης, τότε πολύ δύσκολα θα έχουμε νέες προσδοκίες για τη ζωή και το μέλλον.
Επίσης, εάν το κοινό κράτος θα δημιουργήσει μια νέα δομή, ένα νέο μοντέλο, του οποίου οι κοινωνικο-οικονομικές συνιστώσες θα είναι ακαθόριστες και θα περιέχει αβεβαιότητα, εάν αυτή η δομή θα προϋποθέτει ασήκωτο βάρος, τότε η κοινωνία θα επιδείξει μια τάση προστατευτισμού προς την υφιστάμενη και δεδομένη κατάσταση πραγμάτων. Συνεπώς η συνύπαρξη μας είναι αναπόφευκτο να εμπεριέχει μια θετική ανταπόκριση στο ζήτημα του να ζήσουμε καλύτερα από ότι τώρα.
Οι κοινωνίες στρέφονται προς τον κοινωνικό μετασχηματισμό μέσα από την καθοδήγηση ηγετών που εμπνέουν εμπιστοσύνη και θάρρος. Αυτός ο μετασχηματισμός δεν είναι «τεχνητός», αλλά πάνω από όλα διαθέτει την ιδιαιτερότητα του ανθρώπινου επίκεντρου. Για αυτό η μετατροπή του πόνου που ζήσαμε στην πρόσφατη μας ιστορία σε εμπιστοσύνη και κοινό όραμα για το μέλλον, απαιτεί ένα αποτελεσματικό προγραμματισμό. Αν δεν αρχίσουμε αυτό το σχεδιασμό ήδη από σήμερα, τότε η δημιουργία μιας διαδικασίας ειρήνευσης θα αποτελέσει επικίνδυνο παρελθόν.
Η κινητήριος δύναμη για την ειρήνη και για μια διαδικασία ειρήνευσης δεν υπάρχει στις σημερινές διοικητικές δομές μέσα στις οποίες αναζητούν ασφάλεια οι δύο κοινότητες. Αντίθετα, χρειάζεται μια ισχυρή κοινή πολιτική βούληση που θα παράγει μια εντελώς νέα και εναλλακτική πρόταση έξω από τη διχοτομημένη διοικητική πραγματικότητα. Εάν οι φιλειρηνικές δυνάμεις συνεχίσουν να τραγουδούν το τραγούδι της ειρήνης κλεισμένες στα σημερινά πλαίσια, τότε η προσέγγιση των δύο κοινοτήτων, ο σεβασμός της «διαφορετικότητας μέσα από την ενότητα» και η δημιουργία μιας κοινής ζωής σε αυτή τη βάση, δε θα είναι εφικτά. Συνεπώς οι «μηχανισμοί» πρέπει δίχως άλλο να δημιουργηθούν σήμερα. Επαναλαμβάνω ότι είναι σημαντικό και για τις δύο κοινότητες, να σπάσουν τα σημερινά στάτους-κβο και να προετοιμάσουν το έδαφος για μια ενότητα μέσα από τη διαφορετικότητα, η οποία θα εγγυηθεί τη δικαιοσύνη, την ελευθερία, την εμπιστοσύνη, θα οικοδομεί την ειρήνη από το σήμερα.
Νίκος Μούδουρος, Ακαδημαικός, Τουρκολόγος
Στις σημερινές συνθήκες δύο στοιχεία χαρακτηρίζουν έντονα την πραγματικότητα των δύο κυπριακών κοινοτήτων: η λιτότητα και η επαναφορά του ζητήματος της ειρήνης ως προτεραιότητα. Το νέο κοινωνικό ζήτημα που αντιμετωπίζουν οι Κύπριοι τοποθετημένο στο ευρύτερο πλαίσιο μιας «φλεγόμενης» περιοχής όπως είναι σήμερα η Ανατολική Μεσόγειος, μετατρέπουν την ειρηνική συνύπαρξη όχι σε θέμα θεωρητικής αναζήτησης, αλλά σε μια πραγματική, πρακτική αναγκαιότητα.
Υπό αυτή την έννοια, η κατάκτηση του αμοιβαίου σεβασμού και η εμπέδωση της εμπιστοσύνης, αποτελούν δυναμικές διαδικασίες σε δύο άξονες. Ο πρώτος είναι η κριτική αντιμετώπιση της πρόσφατης ιστορίας και ο δεύτερος είναι η απαίτηση για συγκεκριμένους στόχους αναφορικά με τους θεσμούς του κοινού ομοσπονδιακού κράτους. Ένα μέρος της Ελληνοκυπριακής κοινότητας θα πρέπει να αποδεχτεί το διαμοιρασμό της εξουσίας με την Τουρκοκυπριακή κοινότητα και έμπρακτα να ανοίξει την προοπτική επαναφοράς του δικοινοτικού χαρακτήρα των δομών. Την ίδια στιγμή ένα μέρος της Τουρκοκυπριακής κοινότητας θα πρέπει χωρίς όρους να αποδεχτεί ότι η χωριστή κρατική οικοδόμηση πάνω στα «εδαφικά λάφυρα» του πολέμου δεν έχει διασφαλίσει και ούτε πρόκειται να εγγυηθεί την πολιτική της ισότητα. Σήμερα όσο ποτέ προηγουμένως έχει αποδειχθεί ότι οι «παράλληλες» ζωές και η έλλειψη πεδίων συνεργασίας αμφισβητούν τόσο την εθνο-κοινοτική συγκρότηση, όσο και την κοινή κυπριακή ταυτότητα.
CyDebates: Η συμβίωση Ε/Κ και Τ/Κ κάτω από τις σημερινές συνθήκες