προς αναζήτηση της χαμένης παραγωγικής εργασίας...
Στο Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ του Νταβός τον περασμένο Γενάρη ανακοινώθηκε με δέος πως την περίοδο 2015-2020 θα χαθούν πέραν των 7 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας ένεκα της καλούμενης Τέταρτης Βιομηχανικής Επανάστασης, ενώ οι νέες θέσεις εργασίας δεν θα ξεπερνούν τα 2 εκατομμύρια. Η ανακοίνωση συνοδεύτηκε από πολλά δημοσιεύματα και αναλύσεις. Σχεδόν όλοι εστίασαν στην απώλεια θέσεων εργασίας και την προδιαγραφόμενη αύξηση της παγκόσμιας ανεργίας. Ωστόσο λίγοι φαίνεται να συνδέουν αυτό το γεγονός με την υφιστάμενη παγκόσμια κρίση του κεφαλαίου.
Στο δοκίμιο του «Η κρίση της ανταλλακτικής αξίας», γραμμένο το 1986, ο Γερμανός θεωρητικός Robert Kurz έγραφε για την τότε ανερχόμενη βιομηχανική επανάσταση της μικροηλεκτρονικής και της πληροφορικής:
«η σύζευξη της φυσικο-επιστημονικής τεχνολογίας με την επιστήμη της εργασίας που λαμβάνει χώρα με την μικροηλεκτρονική συνεπάγεται ένα θεμελιακά νέο στάδιο στην επανάσταση της υλικής εργασιακής διαδικασίας. Η μικροηλεκτρονική επανάσταση αποβάλλει την ζωντανή εργασία από την άμεση παραγωγή, […] σε όλους τους κλάδους της παραγωγής, ακόμη και σε μη παραγωγικούς τομείς. […] Αυτή η εξέλιξη σημαίνει την ανατροπή της σχέσης ανάμεσα στην αποβολή ζωντανής παραγωγικής εργασίας μέσω της επιστημονικοποίησης από τη μια, και της επαναπορρόφησης ζωντανής παραγωγικής εργασίας από την άλλη. Από εδώ και πέρα το γεγονός ότι αποβάλλεται περισσότερη εργασία από αυτή που μπορεί να απορροφηθεί, καθίσταται αμείλικτη πραγματικότητα. Όλες οι τεχνολογικές καινοτομίες που μπορούν να αναμένονται είναι στην κατεύθυνση της περεταίρω αποβολής ζωντανής εργασίας, όλοι οι νέοι κλάδοι παραγωγής θα απαιτούν από τη γέννηση τους ολοένα και λιγότερη άμεση ανθρώπινη παραγωγική εργασία»1 .
Η αντικατάσταση της ανθρώπινης εργασίας2 που αποβάλλεται από την παραγωγική διαδικασία, με νέα εργασία, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για το κεφάλαιο. Και αυτό, διότι το κεφάλαιο από μόνο του, χωρίς την συνεχή ενσωμάτωση ανθρώπινης εργασίας, δεν μπορεί να ικανοποιήσει την ανάγκη του για συνεχώς αυξανόμενη παραγωγή αξίας και υπεραξίας3 η παραγωγή της αξίας βασίζεται αποκλειστικά στην κατανάλωση εργατικής δύναμης4. Ταυτόχρονα, λόγω του ανταγωνισμού, ήταν και είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για το κεφάλαιο η συνεχής αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας, μέσω της επιστημονικοποίησης της παραγωγής. Δημιουργείται έτσι, το εξής (καπιταλιστικό) πρόβλημα: η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας σημαίνει αναγκαστικά αποβολή ζωντανής εργασίας από την άμεση παραγωγική διαδικασία.
Η αντίθεση5 αυτή, το κεφάλαιο να είναι υποχρεωμένο να αυξάνει συνεχώς την παραγωγικότητα μειώνοντας την ποσότητα άμεσης παραγωγικής εργασίας ενώ ταυτόχρονα να εξαρτάται από την εργασία όπως το δέντρο εξαρτάται από το νερό, αποτελεί τη βαθύτερη λογική του καπιταλισμού. Ένεκα αυτής της αντίθεσης, ο Μαρξ χαρακτήρισε το κεφάλαιο «κινούμενη αντίθεση»:
«Το ίδιο το κεφάλαιο είναι η κινούμενη αντίθεση: προσπαθεί να περιορίσει το χρόνο εργασίας στο ελάχιστο, ενώ από την άλλη μεριά τοποθετεί τον χρόνο εργασίας σαν μοναδικό μέτρο και πηγή του πλούτου»6
Το μέγεθος του προβλήματος μπορούσε να διαφεύγει για δεκαετίες από την συλλογική κατανόηση της κοινωνίας, ένεκα της σύγχυσης που επικρατεί γύρω από την έννοια της εργασίας και ειδικότερα τη διάκριση ανάμεσα στην παραγωγική και τη μη παραγωγική εργασία. Επειδή οι χιλιάδες θέσεις εργασίας που καταργούνταν στην παραγωγή, αντικαθιστούνταν σε μεγάλο βαθμό από άλλες θέσεις στις υπηρεσίες του τριτογενή τομέα, όλοι νόμιζαν ότι τα πράγματα εξελίσσονται «κανονικά». Ωστόσο, η αλήθεια του καπιταλισμού διαφέρει.
Για το κριτήριο του καπιταλισμού, σημασία έχει κατά πόσο η εργασία δημιουργεί αξία και μάλιστα αξία που να ενσωματώνεται σε ένα υλικό σώμα (εμπόρευμα), να μεταφέρεται στην αγορά προς πώληση και να μετατρέπεται έτσι σε χρήμα. Μόνο έτσι η ζωντανή ανθρώπινη εργασία (δηλαδή το αφηρημένο ξόδεμα εργατικής δύναμης) είναι καπιταλιστικά παραγωγική, δημιουργεί αξία, αξιοποιώντας το κεφάλαιο. Στο επίπεδο της ξεχωριστής επιχείρησης, οι θέσεις εργασίας που εκτελούν χρέη υποστήριξης προς την καθ’ αυτή παραγωγή εμπορευμάτων (λογιστική, μάρκετινγκ, διαφήμιση κλπ.) συνεισφέρουν σε κάποιο βαθμό, στην αξία που ενσωματώνεται στο παραγόμενο εμπόρευμα. Ωστόσο ο καπιταλισμός έχει ξεπεράσει αυτό το στάδιο ανάπτυξης. Η δική του λογική έχει οδηγήσει στην εξέλιξη, οι έμμεσες αυτές εργασίες του ευρύτερου τομέα των υπηρεσιών να αναλαμβάνονται από ξεχωριστά κεφάλαια. Έτσι έχει προκύψει ο γνωστός τριτογενής τομέας που έχει μετατραπεί σε κυρίαρχη πλευρά της διαδικασίας καπιταλιστικής αναπαραγωγής της κοινωνίας. Η έκθεση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για το «Μέλλον της εργασίας» μελετώντας τις 15 πιο ανεπτυγμένες οικονομίες τοποθετεί περίπου το 60% των υφιστάμενων θέσεων εργασίας στον τομέα των υπηρεσιών με την ευρύτερη έννοια. Αυτή η αλλαγή δεν είναι μόνο αλλαγή ποσότητας. Κοιτάζοντας τώρα την μεγάλη εικόνα της γενικής αναπαραγωγής του κεφαλαίου (σε αντιπαραβολή με το ξεχωριστό κεφάλαιο), η εργατική δύναμη που ξοδεύεται αφηρημένα στους τομείς αυτούς, όσο εξαντλητική και αγχωτική και αν είναι για αυτούς που την εκτελούν, δεν προσφέρει ουσιαστικά τίποτε, ή πολύ λίγο στην δημιουργία αξίας. Αυτό δεν σημαίνει ότι το ξεχωριστό κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στον τομέα των υπηρεσιών δεν έχει κέρδος, απλά σημαίνει ότι το κέρδος του είναι αξία που δημιουργήθηκε κάπου αλλού στη διαδικασία της παραγωγής (από εκμετάλλευση παραγωγικής εργασίας).
Επίσης πρέπει να ξεκαθαριστεί πως, το γεγονός ότι πρόκειται για μη παραγωγική εργασία, που δεν συνεισφέρει στην δημιουργία αξίας, δεν σημαίνει ότι δεν έχει σημασία και ρόλο στην αναπαραγωγή της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αντίθετα, αυτή η μη παραγωγική εργασία δημιουργεί το πλαίσιο και αποτελεί συνεχή προϋπόθεση για την ομαλή λειτουργία της παραγωγικής εργασίας.
Επομένως, αυτό που ζει η ανθρωπότητα σήμερα είναι την συρρίκνωση της παραγωγικής εργασίας και κατ’ επέκταση την αντίστοιχη συρρίκνωση της συνολικής παραγόμενης αξίας. Είναι η ιστορική εξέλιξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, είναι η δική του αναγκαστική λειτουργία, που έχει οδηγήσει σε αυτό το αποτέλεσμα. Η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας υπό αυτά τα δεδομένα, ναι μεν μπορεί να βελτιώσει τις στατιστικές που μετρούν την ανεργία (όπως άλλωστε και η επιβαλλόμενη ευέλικτη εργασία), δεν λύνει όμως το ουσιαστικό πρόβλημα γιατί πρόκειται για αντικατάσταση θέσεων παραγωγικής εργασίας με θέσεις μη παραγωγικής (για το κεφάλαιο) εργασίας. Έτσι γίνεται κατανοητή η εκτίμηση του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ για την απώλεια 7 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας μέχρι το 2020, στην πλήρη διάσταση της. Το κεφάλαιο εδώ και δεκαετίες πριονίζει το κλαδί πάνω στο οποίο κάθεται. Η καπιταλιστικά συγκροτημένη συνείδηση νομίζει ότι το κλαδί μπορεί να κόβεται επ’ αόριστο. Το ερώτημα είναι πότε η αντικειμενική πραγματικότητα θα της ανοίξει τα μάτια.
[1] Kurz, R. (2014/1986). The Crisis of Exchange Value. In Larsen, N., Nilges, M., Robinson, J., & Brown, N. (Eds.) Marxism and the Critique of Value (pp. 17-75) Chicago: MCM’ Publishing. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
[2] Η ανθρώπινη εργασία ονομάζεται από τον Μαρξ και ζωντανή εργασία σε αντιπαραβολή προς το κεφάλαιο που ονομάζεται νεκρή εργασία.
[3]Μαρξ, Κ. (2006). Το Κεφάλαιο τομ.Ι. (σελ.600-633). Αθήνα: Σύγχρονη Εποχή
[4] Αυτόθι σελ.49-97
[5] Η αντίθεση αυτή συνιστά την αυτό-αντίθεση του κεφαλαίου Είναι δηλαδή μια αντίθεση προς τον εαυτό του, η οποία λειτουργεί ως η κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης του.
[6] Μαρξ, Κ. (1990) Βασικές Γραμμές της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας - Grundrisse τομ.ΙΙ (σελ.539). Αθήνα: Στοχαστής
Γράφει: Κωνσταντίνος Στυλιανού