Ο Στέφανος Στεφάνου, όπως και άλλοι, είτε από ανικανότητα να αντιληφθεί τα δεδομένα γύρω του είτε συνειδητά, δημιουργεί εντός κοινωνίας μια τεράστια πλάνη: Παρουσιάζει το μνημόνιο ως το λόγο της οικονομικής κρίσης. O μηχανισμός στήριξης όμως δεν ήταν η αρχή αλλά το αποτέλεσμα μιας προβληματικής οικονομικής διαχείρισης.
Όταν αρχές της οικονομικής κρίσης καλεσμένος σε τηλεοπτική εκπομπή ο γενικός γραμματέας της ΠΕΟ, Πάμπος Κυρίτσης, ζητούσε αύξηση εργασίας, μισθών και ωφελημάτων, ερωτηθείς πως θα γίνονταν αυτό με τα τότε οικονομικά δεδομένα, απάντησε με αφοπλιστική αφέλεια πως δεν τον ενδιαφέρουν οι αριθμοί. «Αν με ενδιέφεραν οι αριθμοί θα γινόμουν λογιστής», είπε. «Εγώ είμαι οραματιστής». Η ίδια φιλοσοφία χαρακτήρισε τη στάση μας διαχρονικά σε όλα τα μεγάλα θέματα- εθνικά και οικονομικά. Η λογική πως όταν αφορά «οράματα» οι αριθμοί δεν χρειάζεται να «βγαίνουν». Ίσως μάλιστα είναι καλύτερα να μην βγαίνουν. Μαζί με τη ξεκάθαρη αδυναμία μας, μέσα από τα τόσα μας λάθη, να διδαχθούμε κάτι, έστω.
Σε ένα ακόμα δίλημμα μεταξύ λογικής και μιας χωρίς έλεγχο πορείας, λοιπόν, δεν θα μπορούσε η πλειοψηφία να είχε επιλέξει τίποτε διαφορετικό απ’ ότι όλες τις προηγούμενες φορές. Τη στιγμή που η Ελλάδα είναι έτοιμη να συγκρουστεί με τον τοίχο και ψάχνει τρόπους να βγει από το αδιέξοδο στο οποίο η ίδια έβαλε τον εαυτό της, πληθώρα δημοσιογράφων και πολιτικών έχουν στήσει την κυβέρνηση στον τοίχο απαιτώντας από αυτήν- όχι να την στηρίξει- αλλά να δεθεί στο όχημα της και να την ακολουθήσει. Το «όραμα» αυτή τη φορά επιβάλλει σύγκρουση με τη Γερμανία και την Ευρωπη. Ούτε τι πήραμε μέχρι στιγμής, ούτε το τι χάνουμε από μια τέτοια σύγκρουση, έχει σημασία. Αφού σ’ ενα όραμα δεν χωράνε αριθμοί και λογική.
Μεταξύ αυτών και ο πρώην κυβ. εκπρόσωπος Στέφανος Στεφάνου ο οποίος, σε άρθρο του με τίτλο «καμώνεται πως δεν ακούει», κατακρίνει την κυπριακή κυβέρνηση η οποία ενώ η ελληνική ζήτα στήριξη, αυτή κάνει πως δεν καταλαβαίνει. Αφού προχωρεί σε μια «ανεπιθύμητη σύγκριση», όπως την χαρακτηρίζει, μεταξύ της διεκδικητικής στάσης της Ελλάδας και της δουλικής στάσης της κυπριακής κυβέρνησης», εξηγεί οτι «τα μνημόνια που επιβλήθηκαν τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Κύπρο, στηρίζονται (σ)την ίδια φιλοσοφία…. της «θεραπείας σοκ»... Με (την οποία) εξυπηρετούνται τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου… Ενώ οι τράπεζες διασώζονται με πάρα πολλά δισεκατομμύρια ευρώ, οι μισθοί, οι συντάξεις... και το κοινωνικό κράτος, πετσοκόβονται… Η φτώχεια διευρύνεται… η ανεργία παραμένει... ψηλά.» Για να καταλήξει: «Μπροστά στην απροθυμία των κυβερνώντων να στηρίξουν την Ελλάδα και να διεκδικήσουν για την Κύπρο, πρέπει να ορθωθεί η δύναμη των πολιτών».
Πέραν του ότι αποφεύγει να αναφέρει ότι στη διάσωση των τραπεζών με δις συνέβαλε και το δικό του κόμμα υπερψηφίζοντας τη χρηματοδότηση με δημόσιο χρήμα της Λαϊκής, ο πρώην κυβ. εκπρόσωπος, ως γνήσιος «οραρατιστής» βολικά αδιαφορεί (όπως και ο Πάμπος Κυρίτσης) αν βγαίνουν οι αριθμοί ή που οδηγούν οι εναλλακτικές. Δεν είναι δουλειά του να απαντήσει π.χ. αν μπορεί μια οικονομία με σοβαρά ελλείμματα να συνεχίσει παράγωντας ελλείμματα. Αν μπορεί να υπάρξει μακροπρόθεσμα ανάπτυξη χωρίς σοβαρές διαρθρωτικές αλλαγές και αύξηση της ανταγωνιστικότητας. Δεν θα διερωτηθεί τι διαφορετικό έκανε η δική του κυβέρνηση από αυτό που προτείνει σήμερα και που οδήγησε τη χώρα στην παρούσα συγκυρία. Θα φωνάξει για το μνημόνιο που διευρύνει τη φτώχεια και την ανεργία, δημιουργώντας την εντύπωση πως τέλος του μνημονίου θα σημάνει και τέλος των προβλημάτων. Μήπως όμως φτώχεια δεν υπήρχε και πριν μπούμε στο μνημόνιο; Ανεργία (η οποία υπερδιπλασιάστηκε επί κυβέρνησης Χριστόφια), δεν υπήρχε πριν την ένταξη της χώρας στο μηχανισμό στήριξης; Δεν είναι αυτός ο λόγος που αναγκαστήκαμε να προσφύγουμε στο μηχανισμό; Αν κάποιος θεωρεί ότι η δανειακή σύμβαση δεν δουλεύει όσο θα έπρεπε, μπορεί η εναλλακτική να είναι η σύγκρουση με τον τοίχο; Αν στόχος είναι η ανάπτυξη, η αύξηση εργασίας και μισθών αυτά επιτυγχάνονται καλύτερα εντός ή εκτός ευρώ;
Ο Στέφανος Στεφάνου, όπως και άλλοι, είτε από ανικανότητα να αντιληφθεί τα δεδομένα γύρω του είτε συνειδητά, δημιουργεί εντός κοινωνίας μια τεράστια πλάνη: Παρουσιάζει το μνημόνιο ως το λόγο της οικονομικής κρίσης. O μηχανισμός στήριξης όμως δεν ήταν η αρχή αλλά το αποτέλεσμα μιας προβληματικής οικονομικής διαχείρισης. Απόδειξη τούτου είναι ότι ακολούθησε την αδυναμία μας να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας, δεν προηγήθηκε αυτής. Αλλά και το ότι είναι το δικό του κόμμα (το οποίο τόσο έντονα εναντιόνεται στην Τρόικα) που αναγκάστηκε να αποταθεί σ’ αυτόν, ζητώντας βοήθεια. Σήμερα απαιτεί από την κυβέρνηση να κάνει αυτό που η δική του κυβέρνηση δεν έκανε- ακολουθώντας την ελληνική κυβέρνηση σε μια τακτική μεγάλου ρίσκου να απορρίψει τη βοήθεια ρισκάροντας την κατάρρευση.
Το πιο εκπληκτικό είναι ότι δεν απαιτεί απλά στήριξη της Ελλάδας αλλά υιοθέτηση της διαπραγματευτικής λογικής της. Ζητά από την κοινωνία να πιέσει την κυβέρνηση για να μπει σε μια διαπραγμάτευση τύπου Βαρουφάκη, την οποία ίσως καλύτερα απ’ οποιονδήποτε άλλο περιγράφει o Anatole Kaletsky στην Guardian: «κρατά το πιστόλι στο δικό του κρόταφο και ζητά λύτρα ώστε να μην πατήσει τη σκανδάλη». Ζητά δηλαδή από την κυβέρνηση να βάλει και αυτή το πιστόλι στον κρόταφο για συμπαράσταση προς την ελληνική κυβέρνηση.
Και βέβαια, ούτε αυτός, ούτε οι υπόλοιποι δεν το κάνουν από ξαφνική αγάπη για την Ελλάδα. Το κάνουν διότι σύγκρουση με τη διεθνή κοινότητα θεωρούν ότι εξυπηρετεί τα δικά τους συμφέροντα. Για να χρεωθεί η κυβέρνηση ευθύνες, για τον εύκολο λαϊκισμό, για τη ρήξη με την Ευρώπη, της οποίας ποτέ δεν θέλησαν να είναι μέρος. Ίσως και μια αναγκαστική στροφή προς τη Ρωσία. Επειδή νιώθουν ότι μέσω του ΣΥΡΙΖΑ η «Αριστερα» δικαιώνεται.
Αγνοώντας (ίσως και όχι τελικά) το γεγονός ότι κατάρρευση δεν θα αφορά μόνο την κυβέρνηση, αλλά ολόκληρη τη χώρα. Και είναι πραγματικά να απορεί κανείς αν στην Κύπρο έχουμε έστω και την ελάχιστη αντίληψη του που οδηγούμε τη χώρα. Γι' αυτό που σίγουρα δεν μπορεί να απορεί κανείς είναι γιατί φτάσαμε εδώ που φτάσαμε σήμερα.
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου