Δυστυχώς ακόμα ένα ζήτημα που θα καθορίσει το μέλλον μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας εξελίσσεται σ΄ ένα αγώνα δημαγωγίας του ποιος θα “δώσει” τα περισσότερα.
Ποιος θα καταψηφίσει πρώτος τις εκποιήσεις, ποιος θα προστατεύσει με μεγαλύτερη σπουδή την πρώτη κατοικία. Ένας αγώνας που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εκποίηση όλων των πρώτων κατοικιών.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι το νομοσχέδιο για τις εκποιήσεις έχει και κενά και προβλήματα. Αυτά, όμως, θα μπορούσαν να συμπληρωθούν και να επιλυθούν με μια σοβαρή συζήτηση η οποία θα άγγιζε την ουσία. Δυστυχώς ακόμα ένα ζήτημα που θα καθορίσει το μέλλον μιας σημαντικής μερίδας της κοινωνίας εξελίσσεται σ΄ ένα αγώνα δημαγωγίας του ποιος θα “δώσει” τα περισσότερα. Ποιος θα καταψηφίσει πρώτος τις εκποιήσεις, ποιος θα προστατεύσει με μεγαλύτερη σπουδή την πρώτη κατοικία. Ένας αγώνας που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην εκποίηση όλων των πρώτων κατοικιών χωρίς την απαραίτητη στήριξη των ευάλωτων ομάδων από το κράτος.
Κατ’ αρχήν οι εκποιήσεις (συμπεριλαμβανομένης της πρώτης κατοικίας) θα πρέπει να προχωρήσουν. Πρώτον, διότι όπως πολύ καλά γνωρίζουν όλοι, έχουμε δεσμευτεί σ’ ένα πρόγραμμα εξυγίανσης, στο οποίο συμπεριλαμβάνονται και οι εκποιήσεις. Αν λοιπόν θέλουμε τη δεύτερη δόση (και την θέλουμε) τότε οι εκποιήσεις δεν μπορεί παρά να προχωρήσουν. Δεύτερο, διότι από την στιγμή που έχουμε πειστεί ότι η επανάκαμψη περνά μέσα από τη διάσωση των τραπεζών (και είναι ξεκάθαρο ότι έχουμε πειστεί αφού από κανένα στην Κύπρο δεν τέθηκε το ζήτημα στήριξης των τραπεζών όπως τέθηκε π.χ. από φιλελεύθερους κύκλους στην Αμερική), το ερώτημα που τίθεται είναι πλέον απλό: Κατά πόσο είναι δυνατή η επαναφορά χωρίς εκποιήσεις. Και στο ερώτημα αυτό απαντούν οι ίδιοι αριθμοί που έχει δώσει η ΚΤ. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αγγίζουν τα 28δις εκ των οποίων πέραν των 4δις αφορούν στην πρώτη κατοικία. Τρίτο, επειδή όλοι δηλώνουμε πως για επανάκαμψη των αγορών χρειάζεται ρευστότητα και πως αυτή θα πρέπει να προέλθει από τις τράπεζες. Μπορούν οι τράπεζες να ρίξουν χρήμα στην αγορά, χωρίς πρώτα την διασφάλιση εισροής τέτοιου σημαντικού ύψους κεφαλαίων; Υπάρχει όμως και το άλλο- θα συνεχίσουν, έχοντας μπροστά τους το γεγονός ότι τα μισά σχεδόν δάνεια δεν εξυπηρετούνται, να δείχνουν διάθεση να δανείζουν από την στιγμή που η πρόσβαση στα οφειλόμενα θα καθίσταται από δύσκολη έως αδύνατη;
Πέραν των πιο πάνω, όμως, οι εκποιήσεις θα πρέπει να προχωρήσουν και για ένα ακόμα λόγο: Αυτό είναι το ηθικά δίκαιο. Οι τράπεζες διαχειρίζονται χρήματα του κόσμου. Όταν δεν το κάνουν σωστά, αυτό έχει επιπτώσεις στον ίδιο τον καταθέτη. Δεν είναι μόνο ότι με υπερχρεώσεις πληρώνει γι’ αυτούς που δεν πληρώνουν. Είναι ότι και οι ίδιες οι καταθέσεις του τίθενται σε κίνδυνο όπως μάθαμε πέρσι με τον πιο σκληρό τρόπο. Υπάρχει κανείς που να μπορεί να εξηγήσει με σοβαρά επιχειρήματα γιατί ο κόσμος θα πρέπει να συνεχίζει να πληρώνει πολιτικά δάνεια, δάνεια επιχειρηματιών που έχουν αλλά αρνούνται να πληρώσουν (επειδή η διαπλοκή τους έμαθε ότι μπορούν να μην πληρώνουν); Ή για δάνεια όσων επέλεξαν για χρόνια να ζουν πέραν των οικονομικών δυνατοτήτων τους; Έστω κι αν αυτά τους τα έδιναν με ευκολία οι ίδιες οι τράπεζες; Το επιχείρημα που τίθεται είναι πως μαζί μ’ αυτούς στη μέγγενη των τραπεζών θα βρεθούν και κάποιοι οι οποίοι μπορούν να ισχυριστούν ότι έπαιρναν ελεγχόμενο ρίσκο, που πήραν δάνειο που όντως θα μπορούσαν να αποπληρώσουν, αλλά η κρίση τους έβγαλε εκτός προγράμματος. Εδώ βρίσκεται και η ουσία. Που δείχνει και τις προθέσεις και τους στόχους.
Αν κυβέρνηση και πολιτικά κόμματα ήθελαν πραγματικά να βρουν λύση θα είχαν εδώ και καιρό επικεντρωθεί στην τελευταία ομάδα δανειοληπτών. Και υπήρχε τρόπος αυτό να γίνει και μέσα από την παράλληλη προώθηση του νομοσχεδίου για την αφερεγγυότητα, όπουτίθενταιοιόροιπροστασίαςτωνδανειοληπτών αποδεδειγμένα αποτελούν τα θύματα της κρίσης και με προτάσεις που θα περιόριζαν το φαινόμενο αυτό και αλλά αντισταθμιστικά μέτρα γι’ αυτούς που ουδόλως ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση.Αντ’ αυτού έχουν για μια ακόμα φορά μπει σε μια συζήτηση που το μόνο που κάνει είναι να φέρνει την εκποίηση του κάθε σπιτιού πιο κοντά. Η κυβέρνηση μήνες τώρα κρύβεται πίσω από τις δεσμεύσεις που έχουμε αναλάβει έναντι της Τρόικας, αγνοώντας ότι η προστασία σε κάποιες περιπτώσεις είναι θέμα κοινωνικής πρόνοιας. Αφήνοντας, παράλληλα, στο περιθώριο θέματα αυτονόητα ηθικά. Όπως ο χρόνος εκποίησης και η ευθύνητου εγγυητήμετάτηνεκποίηση, ώστε στη μέγγενη των τραπεζών να μην βρεθούν με την μεγαλύτερη ευκολία και οι εγγυητές. Διότι πέραν του ότι είναι άδικη (από τη στιγμή που θα γίνεται η εκποίηση με ποια λογική θα κυνηγάς τον εγγυητή; Ο εγγυητής εγγυάται το σπίτι), είναι και επικίνδυνη αφού θα οδηγήσει σε ντόμινο πωλήσεων. Η αντιπολίτευση επιλέγει να διαχειριστεί ένα ακόμα μείζον ζήτημα με σλόγκαν του στυλ «δεν θα ανεχτούμε εκποίηση της πρώτης κατοικίας». Στο όνομα των φτωχών- ΑΚΕΛ, ΕΔΕΚ, ΔΗΚΟ και Οικολόγοι- στην ουσία επιδιώκουν να προστατεύσουν τους ζάμπλουτους μεγάλοδανειολήπτες που συνέβαλαν τα μέγιστα στο να φτάσει η χώρα εδώ που βρίσκεται σήμερα και αυτούς που ζούσαν αλόγιστα στις πλάτες των υπολοίπων. Με τον τρόπο αυτό όμως καταδικάζουν και τις ευάλωτες ομάδες. Δημιουργώντας με μαθηματική ακρίβεια τις συνθήκες για μετακίνηση της ιδιοκτησίας από τους πολλούς στους πολύ λίγους. Με μαζικές εκποιήσεις πρώτων κατοικιών, αλλά και τον εξαναγκασμό εγγυητών να πωλήσουν και αυτοί περιουσίες ώστε να καλυφθεί το υπόλοιπο προς τις τράπεζες. Αντί να προσπαθήσουν να αποτρέψουν ακριβώς αυτό, έχουν μπει σε μια αντιπαράθεση αντιιμπεριαλιστικής βλακείας, αγνοώντας ότι οι δημαγωγικές εξάρσεις δοκιμάστηκαν και στο παρελθόν και είδαμε που οδήγησαν. Όπως δοκιμάστηκε και η παρελθοντολογία σε κρίσιμες στιγμές. Και η ζυγαριά της ευθύνης. Κάποιοι προσπαθούν να δικαιωθούν και κάποιοι να εκδικηθούν και να κάνουν επίδειξη δύναμης.
Η στάση αυτή μόνο σε δύο τεινά μπορεί να οδηγήσει: Είτε σε καταψήφιση του νομοσχεδίου για τις εκποιήσεις, μια νέα πολιτική- οικονομική κρίση και ένα νέο κύκλο λιτότητας στα δημοσιονομικά (αυτά δηλ. που τάχα παλεύουν να αποφύγουν) είτε σε αναδίπλωση την τελευταία στιγμή και υιοθέτηση του σημερινού νομοσχεδίου χωρίς καμιά δυνατότητα (λόγω χρόνου) για αλλαγές. Όπως έγινε και στο Eurogroup . Όταν λαϊκίζοντας, επιζητώντας τα πάντα και αρνούμενοι να συζητήσουμε καταλήξαμε χωρίς επιλογές- στο τίποτε.
Για μια ακόμα φορά αποδεικνύουμε γιατί κανείς δεν μπορεί να μας πάρει στα σοβαρά. Εδώ ούτε εμείς δεν μπορούμε να πάρουμε σοβαρά τους εαυτούς μας. Δυστυχώς, ούτε το Eurogroup ήταν αρκετό για να καταλάβουμε...
Δημοσιεύτηκε και στην Καθημερινή της Κυριακής
Γράφει: Αντώνης Πολυδώρου